Γράφει ο ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός Κωνσταντίνος Μπούρας
Αυτό το δυσοίωνο «σκοτεινό» δράμα, κύκνειο άσμα τού «από σκηνής φιλοσόφου Ευριπίδη» σε μια ρασιοναλιστική, πεζολογική-αντιποιητική μετάφραση ψυχαναλυτικής σημειολογίας από τον εκλιπόντα αλλά αείποτε επιβιώνοντα (όχι λόγω τού πρωτοτύπου έργου του) Γιώργου Χειμωνά, οδήγησε σε μια μάλλον ευπρόσωπη, επαγγελματική διεκπεραίωση (όχι χωρίς κάποιες ενδυματολογικές, φωτιστικές, ηχητικές και σκηνογραφικές υπερβολές) που δεν εβάρυναν όμως περαιτέρω το ήδη βεβαρυμμένο και απαξιωμένο αρχαίο θέατρο τής Επιδαύρου.
Εντάξει, και δεν απέφυγαν τις μελοδραματικές στριγκλιές και η αρμονική μελωδία (στην παραδοσιακή ευήκοη έννοια) εξέλιπεν και τα ιδιότυπα κρώζοντα επί σκηνής ανθρώπινα ράκη έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να εκφωνήσουν το πολυεπίπεδο, πολυσήμαντο κρυπτικό κείμενο, επιτυγχάνοντας εν τούτοις να πέσουν στην συναισθηματική παγίδα που περιέγραψε ο Diderot στο περίφημο «Παράδοξό» του, όμως… το αποτέλεσμα ήταν καλύτερο από το στατιστικώς αναμενόμενον («το μη χείρον βέλτιστον») και το αποτέλεσμα χειροκροτήθηκε επ’ ολίγον από το εκλεκτικό κοινό που ΔΕΝ κατέκλυσε το κοίλον.
Βεβαίως και η διαφήμιση και οι αυτοπροβολές μέσα από επανειλημμένες συνεντεύξεις συντελεστών υπολείπονταν ως προς την άλλη φετινή επιδαύρεια παραγωγή τού Εθνικού μας Θεάτρου, όμως μια πρώτη αξιολογική αποτίμηση το καταδεικνύει ενδεχομένως σοβαρότερο ως πρόταση.
Δηλαδή, ενώ στην «Ορέστεια» τού Τερζόπουλου τόλμησα να δώσω – ως έντιμος κριτής – τον βαθμό 7.5, στις «Βάκχες» τού Θάνου Παπακωνσταντίνου θα έβαζα 8.02, γιατί – εάν εξαιρέσεις την «Επιφάνεια» τού Θεού Διόνυσου στο τέλος – τα κοινωνούμενα νοήματα διασώθηκαν εν πολλοίς και επιτεύχθηκε η απαραίτητη συναισθηματική διέγερση τού θεατή που εξασφάλιζε την μέθεξή του (αν όχι και την πολυπόθητη έκσταση).
Καταλήξαμε στο σημείο να πριμοδοτούμε το ανεκτώς μέτριον προκειμένου να αποφύγουμε τα χειρότερα (τα αίσχιστα που …απολαύσαμε εμβρόντητοι, εκόντες-άκοντες πέρυσι).
Και πάλι καλά να λέμε. Και σε άλλα με υγεία!!!
Επειδή όμως εν τέλει «το τέλειο είναι ο εχθρός τού καλού», ας επικροτούμε τις σεμνές, σεβαστικές προσεγγίσεις ερεβωδών πολυεπίπεδων κειμένων με διαπολιτισμικά διαχρονικά συμφραζόμενα, γιατί μόνον έτσι δεν θα σπάσει η αλυσίδα μιας αόρατης λαμπαδηδρομίας τής Αρχαίας Γνώσης προς το άμεσο και απώτερο Παγκοσμιοποιημένο Ρομποτικό Κβαντομηχανικό περιβάλλον μας.
Δεν θα μείνω σε καμία επί μέρους «ερμηνείας» αφού δεν υπερέβησαν μήτε εσκαμμένα μήτε τα μετανεωτερικά εσκεμμένα. Οι χαριτωμενιές τού επί ορχήστρας Βάκχου είναι πέρα από κάθε σοβαρό κριτικό σχολιασμό και αγγίζουν το παιδαριώδες με συμπαθητικό, συγγνωστό τρόπο.
Το αρχαϊκό «μειδίαμα» των Κούρων ας επιβραβεύει τις επιλεκτικές σιωπηλές παρεμβάσεις μας.
Οι όποιες παραβατικές υπερβάσεις εγγράφονται στο γενικότερο πολιτισμικό πείραμα τού “try and error”, χαρακτηριστικό κάθε μεταβατικής-μεταιχμιακής εποχής.
Το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» τού Πιραντέλλο είναι περισσότερο επίκαιρο τώρα παρά ποτέ, αφού η σύγχρονη «Θεωρία τού Χάους» όταν εφαρμοστεί στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι προκαλεί αναπότρεπτες αισθητικές διακυμάνσεις τής περίφημης «καμπύλης Gauss». Η Στατιστική είναι σοβαρή επιστήμη στην τωρινή μετεώρισή μας ανάμεσα στην Τύχη και στην Αναγκαιότητα. Η αυξομειούμενη εντροπία τού συστήματος Γη αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται πλέον για «κλειστό σύστημα» αλλά επηρεαζόμενο αμέσως πλην σαφώς τόσο από τις κοντινές ηλιακές εκρήξεις όσο και από μακρινές εκτοξεύσεις ακτίνων γάμα.
Σύμφωνα με το άκρως ενδιαφέρον βιβλίο τού εμβριθέστατου κι εναργέστατου ωτορινολαρυγγολόγου Γεώργιου Β. Φρούντζου, MD, με τίτλο «Η Θεωρία τού Χάους στην ανθρώπινη Ιστορία» (από τις πάντα πρωτοποριακές Εκδόσεις Αγγελάκη) θέτει καινούργια χωροχρονικά όρια στην έρευνα τού Επιστητού, συμπεριλαμβάνοντας (κατά το δυνατόν) το Άρρητο, που είναι όμως το καθ’ αυτό αντικείμενο τής ποιήσεως (όταν Ποίησις είναι).
Βλέποντας με σκεπτικισμό τις ευριπίδειες ανιχνεύσεις μιας μακρινής εποχής με σωρεία φιλοσόφων που ήταν και διανοητές και ποιητές και είχαν αποδεδειγμένα μουσική παιδεία, βιώνω ανεπιστρεπτί μία ιδιότυπη πολιτιστική θλίψη συνειδητοποιώντας πως η ανθρώπινη Πρόοδος κάθε άλλο παρά γραμμική είναι.
Μελετώντας ξανά και ξανά τους σωζόμενους αφορισμούς που διατύπωσε ο «σκοτεινός» Ηράκλειτος συλλογίζομαι πως όχι μόνον «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» αλλά και Σοφία κωδικοποιεί δια των συμβόλων μύθους εύπεπτους που θα μεταφέρουν το σπέρμα τής Γνώσης σε περισσότερο εύφορα χωροχρονικά εδάφη τού μέλλοντος «τώρα».
Ο Ευριπίδης στις «Βάκχες» υπερβαίνει ακόμα και τους σύγχρονούς του αποδομητές-γλωσσολόγους σοφιστές. Πηγαίνει πέρα ξαναγυρνώντας ελικοειδώς στα πανάρχαια αιγυπτιακά μυστήρια τής Ίσιδας και του Οσίριδος, που μαζί γεννάνε τον Ώρο-Χρόνο. Αυτή την ιδέα αναπτύσσω εκτενώς ως μυθοπλασμένο δραματικό μονόλογο στο έργο μου «Ο Θάνατος τού Ευριπίδη» (Αθήνα 1999, που παίχτηκε στο ΔΗΠΕΘΕ Βορείου Αιγαίου το 2002 σε σκηνοθεσία τού αείμνηστου Κωνσταντίνου Μάριου).
Η μυστηριώδης (για εμάς πλέον) ρήση τού «από μηχανής» Διονύσου, που προφητεύει ότι ο Κάδμος με τη γυναίκα του την Αρμονία (κόρη τού Άρη – «πατήρ πάντων πόλεμος») θα εκστρατεύσουν εναντίον τής Ελλάδας επί κεφαλής βαρβάρων μεταμορφωμένοι σε φίδια είναι απόλυτα πιστός στο μύθο των Θηβαίων, Σπαρτών από τα δόντια τού Δράκοντα, η συνεκτικότητά του όμως μάς διαφεύγει. Αναζητώντας αιτιοκρατική λογική στην Μυθολογία είναι να σαν προσπαθούμε να χωρέσουμε το απέραντο πέλαγος σε μια θλιβερή λακκουβίτσα στην άμμο.
Αυτό λέει ο Ευριπίδης κι αυτό δεν κατανόησε ο ψυχαναλυτής μεταφραστής τής συγκεκριμένης παραγωγής, που δεν ήταν ό,τι χειρότερο έχουμε δει, αλλά ούτε και ό,τι κοντινότερο στο φιλοσοφικό-ποιητικό βάθος τού παραδοθέντος κειμένου που λειτουργεί ως μουσική παρτιτούρα οριστικά χαμένης μελωδίας.
Ερευνάτε μετά φιλοκαλλίας και ας φιλοσοφούμεν άνευ…