Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Ανδρέα Μαζαράκη
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Τουράν Γκιουνές, στις 3.00 π.μ της 20ης Ιουλίου 1974 ενημέρωνε όλες
τις διαπιστευμένες πρεσβείες στην Άγκυρα για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο: «Συνεπεία του
πραξικοπήματος στην Κύπρο έχει καταλυθεί το συνταγματικό καθεστώς. Η Τουρκία έθεσε σε κίνηση τον μηχανισμό διαβουλεύσεων της Συνθήκης Εγγυήσεως. Επειδή δεν επετεύχθησαν αποτελέσματα, με την αυγή θα επέμβει μονομερώς στην Κύπρο. ΣΤΟΠ». Λίγο πριν τις 5 το πρωί ο Ετζεβίτ πήγε στο Γενικό Επιτελείο και ευχήθηκε στους στρατηγούς «καλή επιτυχία».
Η απόβαση τουρκικών στρατευμάτων άρχισε στην παραλία “πέντε μίλι” της Κερύνειας, σε μια συνδυασμένη επιχείρηση από θάλασσα και αέρα. Η Τουρκία είχε δώσει στην εισβολή την κωδική ονομασία “Αττίλας”. Ο κωδικός της επιχείρησης ήταν Αττίλας. Όπως είναι γνωστό το συνθηματικό για την έναρξη της δεύτερης φάσης όταν κατέρρευσε η Διάσκεψη της Γενεύης τον Αύγουστο ήταν: «Η Αϊσέ μπορεί να πάει διακοπές».
Προηγήθηκε, βέβαια, το άλλο σύνθημα, «ο Αλέξανδρος εισήχθη στο νοσοκομείο», με το οποίο
ξεκίνησε το πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών. Ο Αλέξανδρος δεν… βγήκε ποτέ από το νοσοκομείο ενώ η Αϊσέ ήλθε και δυστυχώς έμεινε στην Κύπρο… Οι όποιες διπλωματικές κινήσεις έγιναν από όλους σχεδόν τους εμπλεκόμενους ήταν για το θεαθήναι.
Η απόφαση για την εισβολή της Τουρκίας είχε ληφθεί προ πολλού. Στην Άγκυρα ανέμεναν την
αφορμή, δηλαδή το πραξικόπημα ανατροπής του Μακάριου. Προφανώς και σε πέντε ημέρες (από την 15η Ιουλίου μέχρι την 20η Ιουλίου) δεν σχεδιάζεται και υλοποιείται αποβατική ενέργεια. Οι προετοιμασίες είχαν ξεκινήσει μήνες πριν. Παρά την προετοιμασία, αλλά και την προδοσία, η τουρκική ενέργεια δεν ήταν και τόσο εύκολη. Σε ό,τι δε αφορά τους “συμμάχους”, οι ΗΠΑ το μόνο που ήθελαν ήταν να αποφευχθεί ελληνοτουρκικός πόλεμος κι αυτό επιτεύχθηκε. Από την πλευρά τους οι Βρετανοί δεν αντέδρασαν – ως αναμενόταν άλλωστε – στα τουρκικά σχέδια, δεν ήθελαν όμως να έχουν ευθέως εμπλοκή.
Η εισβολή
Το βράδυ της 19ης προς την 20η Ιουλίου, τουρκική Ειδική Μονάδα Υποβρυχίων λειτούργησε ως
προπομπός των υπόλοιπων τουρκικών δυνάμεων και “κατέβηκε” στην περιοχή της εισβολής. “Μελέτησαν” την περιοχή και ενημέρωσαν τους ανώτερους. Ο Τούρκος στρατηγός Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ, ο οποίος ήταν ο διοικητής 39ης Μεραρχίας Πεζικού, κράτησε ημερολόγιο, το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην Τζουμχουριέτ, από τις 17.7.1989. Αυτό έγινε μετά το θάνατο του.
Ο Ντεμιρέλ αναγνωρίζει τις δυσκολίες που υπήρχαν. Μεταξύ άλλων, ο Τούρκος στρατηγός αναφέρει
στο ημερολόγιο του:
«Η ταξιαρχία Camkak, με διαταγή που αναχώρησε από την Μερσίνα, ακολούθησε πορεία προς το Ακρωτήριο της Καρπασίας και μετά γύρισε προς τις ακτές της Κερύνειας. Η κίνηση αυτή προκάλεσε σύγχυση στις ελληνοκυπριακές δυνάμεις. Γι’ αυτό η Εθνική Φρουρά, που ήταν κατανεμημένη σε
όλο το νησί λόγω του πραξικοπήματος, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το πρώτο κύμα των τουρκικών
αποβατικών δυνάμεων.»
Τα νέα από την Κύπρο μέχρι το βράδυ της 20ης Ιουλίου δεν ήταν καλά. Τα πρώτα κύματα της
Ταξιαρχίας Camkak αποβιβάστηκαν στην ακτή μετά τις 8.00 το πρωί χωρίς εχθρικά πυρά. Όμως ο εχθρός μετά το τρίτο κύμα, άρχισε να συγκεντρώνει στην παραλία πυρά πυροβολικού και όλμων και έτσι η ομάδα μάχης του 50ού Συντάγματος Πεζικού αναγκάστηκε να αποβιβαστεί χωρίς πρόγραμμα.»
Το γεγονός ότι στην παραλία δύο μόνο σκάφη μπόρεσαν να προσεγγίσουν και τα άλλα
αναγκάστηκαν να περιμένουν στα ανοικτά, καθώς επίσης και η εκφόρτωση των πλοίων Ertugrul και
Koycagis στα αποβατικά μέσα, αποτελούσαν τα προβλήματα που επηρέαζαν την απόβαση. Δεν μπορούσε να γίνει σύνδεση του διοικητή της Ταξιαρχίας Camkak, που βρισκόντουσαν στο Ertugrul με τις μονάδες που αποβιβάστηκαν.»
Μέχρι το μεσημέρι όλες οι δυνάμεις βγήκαν στη ξηρά αλλά δεν κατέστη δυνατό να διατηρήσουν μια
ζώνη ασφαλείας στην ακτή και να προχωρήσουν στο βάθος. Δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των
δυνάμεων. Οι διοικήσεις των από αέρος και θαλάσσης αποβατικών δυνάμεων δεν είχαν καμία επικοινωνία μεταξύ τους.»
Ο διοικητής του 6ου Σώματος Στρατού, στρατηγός, Ερσίν, ο οποίος ήλθε την 20ή Ιουλίου δεν
μπορούσε να υπολογίσει πού βρισκόταν το καθορισμένο σημείο της παραλίας. Από όσα πληροφορηθήκαμε αφού επιτεύχθηκε σύνδεση, οι διαταγές που στάλθηκαν στην Κύπρο με υπηρεσιακό ταχυδρόμο με ελικόπτερο και αφορούσαν την οργάνωση, τα καθήκοντα και τον τρόπο ενέργειας των δυνάμεων Camkak, δεν υποβλήθηκαν έγκαιρα στον διοικητή του 6ου Σώματος Στρατού, Ερσίν.»….
Ο διοικητής του 50ού Συντάγματος, Συνταγματάρχης Καραογλάνογλου, σκοτώθηκε στην
παραλιακή λωρίδα, ο δε υποδιοικητής του Συντάγματος, Aykon τραυματίσθηκε σοβαρά και το χειρότερο, σύμφωνα με το ελληνικό ραδιόφωνο οι τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην παραλιακή λωρίδα υπέστησαν βαριά ήττα. Εμείς μέχρι το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου μόνο 7 σκάφη μπορέσαμε να ετοιμάσουμε στο στρατιωτικό λιμάνι της Μερσίνας. Ορισμένα από αυτά τα σκάφη είχαν πάει στην Κύπρο, ξεφόρτωσαν και επέστρεψαν.
Η 22η Ιουλίου ήταν πολύ σημαντική. Τα πλοία προσέγγιζαν δύο-δύο και ξεφόρτωναν… Τα πυρά
του εχθρού σποραδικά αλλά εύστοχα…».
Η εκδοχή του ΓΕΕΦ
Σύμφωνα με το ντοκουμέντο “Στρατιωτικά Διδάγματα των Επιχειρήσεων στην Κύπρο”, ΓΕΕΦ 2020, μέχρι το μεσημέρι της 20ης Ιουλίου, οι δυνάμεις του εχθρού κατάφεραν την αποβίβαση στην ξηρά, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να δημιουργήσουν μια ζώνη ασφαλείας και να προχωρήσουν σε βάθος, ενώ δεν επετεύχθει η αποκατάσταση επικοινωνιών, μεταξύ των αποβατικών και αεροπορικών δυνάμεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, η διαταγή που στάλθηκε από την Τουρκία στην Κύπρο με ελικόπτερο και αφορούσε στην οργάνωση, στα καθήκοντα και στον τρόπο ενέργειας των αποβατικών δυνάμεων, δεν παραλήφθηκε έγκαιρα από τον στρατηγό Νουρεντίν Ερσίν, ο οποίος βρισκόταν ήδη στην περιοχή Αγύρτας.
Σύμφωνα με το Διοικητή της 39ης ΜΠ, η συνολική αποβιβασθείσα δύναμη στην ακτή ήταν 3.500
άνδρες, 15 άρματα και 12 πυροβόλα, η οποία στις 22 Ιουλίου αυξήθηκε σε 4.000 άντρες και 30 άρματα. Οι αποβιβασθείσες δυνάμεις, παρά την ασθενή αντίδραση της Εθνικής Φρουράς, δεν κατάφεραν να κινηθούν πέραν των 250 – 300 μέτρων από την ακτή απόβασης και αυτό συνέχισε μέχρι και την 11:55 της 22ας Ιουλίου.
Σύμφωνα με το ΓΕΕΦ, «μετά τον σφοδρό βομβαρδισμό της περιοχής Πέντε Μίλι, δυτικά της Κερύνειας και την επικρατούσα κόλαση πυρός στην γύρω περιοχή ( 20 Ιουλίου ώρα 10:15) άρχισε η απόβαση των πρώτων εχθρικών τμημάτων… Μέχρι των εσπερινών ωρών της ίδιας ημέρας και παρά τις σοβαρότατες απώλειες, ο εχθρός κατόρθωσε να δημιουργήσει μικρό προγεφύρωμα, δια δυνάμεως ενός περίπου Τάγματος και μιας Ίλης Αρμάτων, μη επιτυγχάνοντας συνένωση τούτου μαζί με το θύλακα Λευκωσίας- Αγύρτας» (“Έκθεση επί των Διεξαχθεισών εν Κύπρο Πολεμικών Επιχειρήσεων”, Κεφάλαιο Β΄).
Προέλαση στην εκεχειρία
Ο κατοχικός στρατός προέλασε στη διάρκεια της εκεχειρίας, που αποφασίσθηκε από το Συμβούλιο
Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, την 22η Ιουλίου στις 4 το απόγευμα. Στο “Στρατιωτικά Διδάγματα των Επιχειρήσεων στην Κύπρο” σημειώνεται πως «μια ώρα μετά την εκεχειρία, οι εχθρικές δυνάμεις του προγεφυρώματος συνενώνονται με το θύλακα Λευκωσίας- Αγύρτας, ολοκληρώνοντας επιτυχώς την 1η Φάση της εισβολής… Το διάστημα της ‘’δήθεν εκεχειρίας’’ ήταν το πρόσχημα της Τουρκίας για να μεταφέρει στην Κύπρο τις επιπλέον απαιτούμενες δυνάμεις και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ολοκλήρωσης των επεκτατικών της σχεδίων σε βάρος της Κύπρου.»
Σημειώνεται πως ενώ το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 16 Αυγούστου προχωρά σε
συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός από τις 6 το απόγευμα, ωστόσο οι τουρκικές Δυνάμεις δεν
ολοκλήρωσαν τον σχεδιασμό τους, για αυτό και συνέχισαν την παραβίαση της εκεχειρίας για μια ολόκληρη ημέρα.(“Στρατιωτικά Διδάγματα των Επιχειρήσεων στην Κύπρο”, ΓΕΕΦ 2020).
Κι όλα αυτά ενώ η διπλωματία συνέχιζε να κινείται. Υπενθυμίζεται ότι από την 25η Ιουλίου μέχρι και
την 30η του ίδιου μήνα πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση στη Γενεύη με τη συμμετοχή των τριών λεγόμενων εγγυητριών δυνάμεων. Οι εργασίες της Διάσκεψης συνεχίσθηκαν στις 8 Αυγούστου με τη συμμετοχή αντιπροσωπειών από την Κύπρο, η μια υπό τον Γλαύκο Κληρίδη και η δεύτερη υπό τον Ραούφ Ντενκτάς.
Όπως διαφάνηκε και εκ του αποτελέσματος, η Τουρκία χρησιμοποίησε τις διπλωματικές επαφές, τις
δυο Διασκέψεις της Γενεύης για να ολοκληρώσει το σχεδιασμό της για κατάληψη εδαφών. Η Άγκυρα με
εκβιασμούς και ακραίες αξιώσεις οδηγούσε τις συζητήσεις σε αδιέξοδο ώστε να υλοποιήσει τους
σχεδιασμούς της στο νησί.
Ο Ιωαννίδης γνώριζε τα τουρκικά σχέδια
«Θα τους σταματήσουμε μετά, αφού πάρουν το λιμάνι, την Κυρήνεια και ενώσουν τη Λευκωσία…»
Στην Αθήνα, τα αντανακλαστικά των χουντικών ήταν σκοπίμως αργά. Το στρατιωτικό καθεστώς μετά που είχε “τελειώσει” με το πραξικόπημα στην Κύπρο, το οποίο ανέτρεψε τον Πρόεδρο Μακάριο, είχε
“αναπαυθεί” στις… δάφνες του. Κι όταν ακόμη άρχισε η εισβολή της Τουρκίας στο νησί η στάση της
χούντας δεν άλλαξε.
Όπως μαρτυρεί ο αντιπλοίαρχος Παναγιώτης Νικολόπουλος, όταν ο αρχηγός των Ενόπλων
Δυνάμεων, Γρηγόρης Μπονάνος, ενημερώθηκε για τους βομβαρδισμούς στην Κύπρο είπε πως «οι Τούρκοι κτυπούν την Κύπρο και εμείς είμαστε Ελλάς!». Αυτή η τοποθέτηση είναι ενδεικτική των προθέσεων του καθεστώτος και της διάθεσης της στρατιωτικής ηγεσίας.
Το πρωί της 20ης Ιουλίου είχε συγκληθεί στην Αθήνα το Πολεμικό Συμβούλιο. Στη διάρκεια των
συζητήσεων ο θλιβερός ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης ανέφερε τα εξής: «Μα δεν την ξέρουμε τη λύση; Την ξέρουμε κ. πρωθυπουργέ ( σ.σ. Αδαμάντιος Αδροτσόπουλος). Αυτοί θα βγούνε στην Κυρήνεια, κι αφού βγούνε τότε θα μπουν. Αυτό που θέλουν οι Τούρκοι το κάνουν. Θα τους σταματήσουμε μετά, αφού πάρουν το λιμάνι, την Κυρήνεια και ενώσουν τη Λευκωσία τότε θα σταματήσουν. Γι’ αυτό είμαστε σίγουροι».
Είναι προφανές πως αυτή η αναφορά, που έγινε πριν ακόμη προελάσουν οι τουρκικές δυνάμεις
εισβολής, επιβεβαιώνει την προδοσία. Την προσυνεννόηση που υπήρξε μεταξύ της χούντας, του πάλαι
ποτέ ισχυρού υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσιγκερ, της CIA και της Τουρκίας.
Οι αναφορές Ιωαννίδη και γενικά η συζήτηση που διεξήχθη στη διάρκεια του Πολεμικού Συμβουλίου
είχε ηχογραφηθεί. Το ηχητικό ντοκουμέντο έχει περιληφθεί στο βιβλίο του δημοσιογράφου Αλέξη
Παπαχελά, «Ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974» ( εκδόσεις Μεταίχμιο), στο οποίο περιλαμβάνονται 22 QR κωδικοί, προσφέροντας πρόσβαση σε ηχητικά, που επιβεβαιώνουν/ τεκμηριώνουν το τι έχει συμβεί το 1974. Τι είπε ο καθένας σε εκείνη την κρίσιμη σύσκεψη δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, καθώς είναι όλα
ηχογραφημένα.
Καθίσταται σαφές πως ο Δημήτριος Ιωαννίδης, αρχηγός της χούντας, όπως και οι υπόλοιποι στην
ηγεσία του στρατιωτικού καθεστώτος δεν είχαν ιδιαίτερο άγχος για το τι συνέβαινε στο νησί. Άλλωστε ο Ιωαννίδης, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, γνώριζε τους τουρκικούς σχεδιασμούς και δεν ενοχλείτο.
Η Κύπρος “παράπλευρη απώλεια” των σχεδιασμών των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Η
χούντα παρέδινε την Κύπρο, θεωρώντας πως θα σωζόταν το δικτατορικό καθεστώς. Ήταν, όμως,
αναλώσιμοι και μετά την ολοκλήρωση της αποστολής κατέρρευσαν. Είναι κάποιοι που υποστηρίζουν ακόμη πως οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ δεν είχαν σχέση με τα όσα συντελέστηκαν σε βάρος του Ελληνισμού στην Κύπρο. Ότι ήταν μόνο η… βλακεία των συνταγματαρχών, που προκάλεσε την εισβολή.
Ο Παπαχελάς στην έρευνα του, αναδεικνύει και τον ρόλο των ΗΠΑ προς απάντηση σε
νεωτεριστικές ιστορικές προσεγγίσεις. Ο Κίσιγκερ λίγο πριν τον δεύτερο γύρο της εισβολής ενημέρωνε το νέο πρόεδρο, Φoρντ, πως «δεν υπάρχει κανένας αμερικανικός λόγος για τον οποίο οι Τούρκοι δεν πρέπει να έχουν το ένα τρίτο της Κύπρου».
Αλλά και ο υπεύθυνος επιχειρήσεων της CIA στην Αθήνα, Ρον Έστες, είχε πει στον Παπαχελά ότι:
«Ξέραμε ότι δεν υπήρχε περίπτωση η Ελλάδα να πήγαινε σε πόλεμο, θα ήταν αυτοκτονία, η
εκτίμησή μας ήταν ότι θα έχανε μέσα σε λίγες μέρες. Δεν δίναμε πάντως μια δεκάρα για την Κύπρο. Μας ένοιαζε το ΝΑΤΟ και να μην ξεσπάσει ελληνοτουρκικός πόλεμος…».