Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Προσδιορίζοντας την έννοια της «πειθούς» στη «Ρητορική» του, ο Αριστοτέλης ανάμεσα στα άλλα υποστήριξε πως ο ρητορικός λόγος δεν εξετάζει τι πρόκειται να φανεί πιστευτό σε ένα ορισμένο άτομο, αλλά τι μπορεί να γίνει πιστευτό σε άτομα που βρίσκονται σε μια ορισμένη κατάσταση. Η νοηματική αυτή διατύπωση της «πειθούς» θέτει αμέσως το ζήτημα της ενσυνείδητης ευθύνης του ρήτορα αλλά και της σημαντικότητας της δεδομένης στιγμής.
Η παραπάνω αριστοτελική θεώρηση σχετικά με τη ρητορική επιχειρηματολογία δεν καθιστά συλλήβδην το ρητορικό λόγο ολισθαίνοντα στη δημαγωγία.
Ως εκ τούτου, ο πολιτικός λόγος, ένας λόγος ρητορικός, εμφανίζεται να καθορίζεται από τον ομιλητή του ανάλογα με το προσδωκόμενο αποτέλεσμα. Πολύ συχνά τα όσα εκφέρει δεν πηγάζουν από την ιδιαίτερη θέση του πολιτικού προσώπου, αλλά από το σκόπιμο υπολογισμό της κοινής γνώμης, καθιστώντας τον με αυτόν τον τρόπο ένα λόγο συγκαταβατικό και υποστηρικτικό στις ψυχολογικές ανάγκες του ακροατηρίου.
Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο πολιτικός ηγέτης καλείται να επιστρατεύσει τη ρητορική του δεινότητα για να πείσει για το αληθές και το συμφέρον των πολιτών του, μακριά από κολακείες και διάθεση δημαγωγικής χειραγώγησης, αδιαφορώντας πλήρως για το πολιτικό του κόστος.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στον πολιτικό λόγο είναι πολλές φορές εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει κανείς αν αυτό που επιχειρείται είναι η καθοδήγηση ή η εκμετάλλευση.
Επομένως η πειθώ δεν προκύπτει πάντοτε ως επακόλουθο μιας αυστηρά συλλογιστικής διεργασίας.
Μια επική ρητορεία που θα συνδυάζει μνήμες και πλασματικότητα είναι δυνατό, βάσει μιας λογικοφανούς διαδικασίας, να οδηγήσει σε πολιτικές και εκλογικές αποφάσεις. Αυτό ωστόσο δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι τα ρητορικά σχήματα μπορούν να σταθούν ως τεκμηριωτικά επιχειρήματα.
Προκαλούν σαφώς τον εντυπωσιασμό αλλά σε καμία περίπτωση δε διαθέτουν αποδεικτική βάση, γεγονός που επιβεβαιώθηκε περίτρανα στην ελληνική πραγματικότητα.
Εκείνο, όμως, που είναι το πιο σημαντικό και επικίνδυνο, όταν συμβαίνουν τέτοιες προσπάθειες χειρισμού του πολιτικού ακροατηρίου, είναι ότι ασυνείδητα συγκροτείται και διαμορφώνεται ο χαρακτήρας, η αγωγή και οι αξίες, δηλαδή ένα πολυδιάστατο πλέγμα πολιτικών, ηθικών και ψυχολογικών αλληλοεπιδρόντων παραγόντων που νοηματοδοτεί το πολιτικό σύστημα μιας
δημοκρατικά ευνομούμενης πολιτείας.
Σε αυτή την πολιτεία η «ορισμένη κατάσταση» των πολιτών διαδραματίζει το σπουδαιότερο ρόλο στη δημιουργία του πολιτικού περιβάλλοντός τους.
Από την άλλη η ηθική υποχρέωση και η ουσία του καθήκοντος βαραίνει πάντα όλους εκείνους που κατασκευάζουν αξίες και σύμβολα και τα επενδύουν με την απαιτούμενη καλλιέπεια, αναδεικνύοντάς τα σε πολιτική ιδεολογία.
Η «ορισμένη κατάσταση», για την οποία έκανε λόγο ο σταγειρίτης φιλόσοφος, έχει αλλάξει πολλές φορές στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, αποκαθηλώνοντας πρόσωπα που κάποτε θεωρήθηκαν ακόμη και «ηγέτες».
Είπαν πολλά, ευαγγελίστηκαν περισσότερα και στο τέλος απέδειξαν ότι δεν άξιζαν της εμπιστοσύνης των πολιτών. Η απώλεια της εμπιστοσύνης όμως στο πρόσωπο του κυβερνήτη σημαίνει συγχρόνως και την ανάκληση της αξιοπιστίας του πολιτικού του λόγου, την αποκαθήλωσή του από το οραματιζόμενο πάνθεο των ηγετών και τελικά την απομυθοποίησή του.
Ίσως το τελευταίο να είναι και το πιο εύκολο μιας και ο ίδιος ο όρος της «απομυθοποίησης» απαιτεί την εκ των προτέρων ύπαρξη ενός ιδεατού μύθου.