Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Του Δ. Γιαννακόπουλου
Η Ιστορία αποτυπώνει συναισθήματα αλλά δεν τα αισθάνεται. Αποτυπώνει γραμμικά τα γεγονότα αλλά ο χρόνος της δεν είναι γραμμικός. Τοποθετεί τις παραμέτρους των καταγραφών της ανάλογα με την εποχή της δημοσιοποίησης τους, τη συγκυρία και τη σκοπιμότητα, δίχως να τα σχολιάζει αφήνοντας τα ερωτήματα να απαντούν ή να μην απαντούν στα κενά της.
Στις 7.30 το πρωί της Δευτέρας 15ης Ιουλίου 1974 κι ενώ ο Μακάριος είχε επιστρέψει στο προεδρικό μέγαρο της Λευκωσίας «από το ήσυχο γούι- κεντ στο ορεινό του αναπαυτήριο» ετοιμαζόταν να δεχτεί μια ομάδα παιδιών εκκλησιαστικής οργάνωσης της Αιγύπτου. Στην αρχή ακούστηκε καταιγισμός πυρών και λίγο αργότερα οι ερπύστριες των τανκς και ο κροταλισμός των πυροβόλων τους. Το σχεδιαζόμενο πραξικόπημα από τον «αόρατο δικτάτορα» των Αθηνών Δ. Ιωαννίδη, είχε πετύχει, το σχέδιο όμως εξόντωσης του Μακαρίου απέτυχε καθώς ο Κύπριος εθνάρχης, διασφαλίζοντας πρώτα τα παιδιά, αγκαλιάστηκε και φυγαδεύτηκε από τους Ισραηλινούς, τους Σύριους, τους Μεσανατολίτες γείτονες του.
Στις 20 Ιουλίου, όπως ήταν αναμενόμενο, οι Τούρκοι ασκώντας το δικαίωμα της «εγγυήτριας δύναμης για την τήρηση των συμφωνιών της Ζυρίχης – Λονδίνου (1959)» εφορμούν στη βόρεια Κύπρο από παραπλήσια λιμάνια τους και το Συμβούλιο Ασφαλείας που συνεδρίαζε επί 4 ημέρες αναλύοντας – υποτίθεται – την κατάσταση στο μαρτυρικό νησί, ζήτησε από την κυβέρνηση της Άγκυρας την άμεση κατάπαυση του πυρός. Στην Ελλάδα, το καθεστώς προσπάθησε να κινητοποιήσει δυνάμεις και ως τις 22 Ιουλίου, όταν επαναλήφθηκε η Τουρκική προέλαση, η ταπείνωση και ο εξευτελισμός διέτρεχαν τον κορμό των Ενόπλων Δυνάμεων.
Γιατί όμως δεν έγινε ποτέ δίκη για το πραξικόπημα; Γιατί δεν λογοδότησαν ούτε ο Ιωαννίδης ούτε οι συν αυτώ στρατηγοί και δοτοί πολιτικοί (Ανδρουτσόπουλος, Γκιζίκης, Μπονάνος, Γαλατσάνος, Αραπάκης, Παπανικολάου κτλ), ως συμμέτοχοι στη λήψη τέτοιων αποφάσεων;
Διεθνής συγκυρία
Τα υπονοούμενα, οι θεωρίες συνωμοσίας και οι αποσπασματικές εκτιμήσεις θολώνουν τη μικρή εικόνα αφήνοντας πάντως ανεπηρέαστη τη μεγάλη. Αναμφίβολα ο «διεθνής παράγων» διαδραμάτισε ρόλο στις εξελίξεις. Η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα όπως και το κλιμάκιο της CIA πηγαινοερχόταν στην έδρα του Ιωαννίδη, στη Στρατονομία, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσιγκερ συνομιλούσε ασαφώς με όλους ωστόσο είχε παραπάνω έννοιες, κυρίως πάσχιζε να σώσει τον δικό του πρόεδρο.
Το σκάνδαλο του «Γουότερ γκέιτ» που είχε ξεσπάσει στις 16-17 Ιουνίου 1974 και αφορούσε τις υποκλοπές του Λευκού Οίκου και τα «μαύρα ταμεία», οδήγησε τον πρόεδρο Νίξον σε παραίτηση στις 8 Αυγούστου (σσ ο πρώτος και μοναδικός έως τώρα που έχει παραιτηθεί) και 69 υψηλόβαθμούς αξιωματούχους σε δίκη (σσ καταδικάστηκαν οι 48).
Δημοκρατία
Πρωτίστως λοιπόν οι Αμερικάνοι παρακολουθούσαν και δευτερευόντως κατηύθυναν εξ αποστάσεως αγωνιώντας για τα δικά τους, για το εύρος των αποκαλύψεων της Washington Post.
Υπό αυτές τις συνθήκες, στις 2 παρά 10 το πρωί της 24ης Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επανέρχεται στην Ελλάδα μετά από 11 χρόνια αυτοεξορίας. Η απόφαση για το πρόσωπο του είχε ληφθεί μία ημέρα νωρίτερα όταν ο Γκιζίκης συγκάλεσε σύσκεψη με τη συμμετοχή πρώην πρωθυπουργών, υπουργών αλλά και του Ιωαννίδη ο οποίος αποχώρησε θορυβωδώς από την αίθουσα υποσχεθείς πάντως ότι δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα.
Μετά τις επευφημίες και τους πανηγυρισμούς, ο Καραμανλής και η μικρή συνοδεία του καταλύουν στη Μεγάλη Βρετάνια στις 4 το πρωί φρουρούμενοι από αξιωματικούς της ΕΑΤ – ΕΣΑ, ενεργούμενα δηλαδή του πραξικοπηματία! Χρειάστηκε η κινητοποίηση ομάδας συγχωριανών του για να τον προστατεύσουν όπως και των αδελφών του. Επί δύο μήνες διέμενε σε ξενοδοχείο και για κάποιο διάστημα αργότερα σε ένα μικρό κότερο στον δυσπρόσιτο όρμο των Φλεβών στη Βουλιαγμένη.
Στις 26 Ιουλίου, υπογράφει το πρώτο διάταγμα ως πρωθυπουργός (ΦΕΚ 211/26.07.1974) και αφορούσε τη χορήγηση γενικής αμνηστίας. Ήταν «ο κυριότερος των όρων που είχαν θέσει οι Ένοπλες Δυνάμεις στον Γκιζίκη προς δέσμευσιν της εντολοδόχου των Κυβερνήσεως».
Στις 2 Αυγούστου θέτει σε διαθεσιμότητα τον Ιωαννίδη, στις 6 στέλνει στην Κύπρο τον στρατηγό Καραγιάννη για να ανασυγκροτήσει τη διαλελυμένη Εθνική Φρουρά και στις 11 Αυγούστου, παρά τις σφοδρότατες αντιρρήσεις των στρατιωτικών, ο υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ απομακρύνει εκτός Αθηνών τις ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις διότι σχεδίαζαν νέο πραξικόπημα υπό τον Ιωαννίδη.
«Δεν δύναμαι να κυβερνώ τη χώρα αυτήν και να αντιμετωπίζω τους κινδύνους που την απειλούν, απειλούμενος ο ίδιος εκ των έσω» δήλωνε οργισμένος ο Καραμανλής στους επιτελείς των 3 όπλων.
Τούτων δοθέντων, στις 19 Αυγούστου αποστράτευσε τους Μπονάνο και Γαλατσάνο , στις 3 Οκτωβρίου εξαιρεί με συντακτική πράξη (ΦΕΚ 277/3.10.1974) από την αμνηστία «τους πρωταιτίους πολιτικών εγκλημάτων και των προπαρασκευαστικών αυτών πράξεων» και στις 23 Οκτωβρίου εκτοπίζονται στην Τζια οι περισσότεροι εξ΄ αυτών καθώς συνωμοτούσαν στην Αττική και τον Έβρο για να αποτραπούν οι πρώτες μετά από 7,5 χρόνια εθνικές εκλογές που είχαν προκηρυχθεί για τις 17 Νοεμβρίου. Ο Ιωαννίδης συνελήφθη τον Ιανουάριο του 1975 και προφυλακίστηκε με τους Παττακό, Μακαρέζο, Παπαδόπουλο, Λαδά και Ρουφογάλη, μετά τις απολογίες τους στον εφέτη ανακριτή Βολτή, που διενεργούσε την τακτική ανάκριση για τον καταλογισμό ευθυνών για την ανατροπή της 21ης Απριλίου 1967.
Ακόμη και μέσα στη φυλακή σχεδίασε, τον Φεβρουάριο του 1975, την ανατροπή του Καραμανλή. Οι 35 συνωμότες συνελήφθησαν στον ύπνο («πραξικόπημα της πιτζάμας») κι η κυβέρνηση βρήκε την ευκαιρία για να καθαρίσει το στράτευμα από τα υπολείμματα της Χούντας. Έως το τέλος του 1975 είχαν ολοκληρωθεί και μάλιστα στα τακτικά δικαστήρια οι δίκες για τις αιματηρές συμπλοκές στο Πολυτεχνείο και για τους καταλύσαντες το Πολίτευμα.
Μετά ταύτα, το κενό διευρύνεται. Ποιος δεν ήθελε να κριθεί από τη Δικαιοσύνη η υπόθεση της Κύπρου; Τι άλλο ή ποιος άλλος μεσολάβησε από τις 24 Ιουλίου 1974 έως το υπουργικό συμβούλιο της 13ης Μαρτίου 1975 το οποίο με πράξη του (45/75) επέβαλε το… ακαταδίωκτο στους εμπλεκόμενους πραξικοπηματίες της Κύπρου;