Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Ανδρέα Μαζαράκη
Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αποτύπωση των συνεπειών της στην Συνθήκη της Λοζάνης και την Ελληνοτουρκική Σύμβαση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησαν, διαμόρφωσε μια νέα διαφορετική πραγματικότητα όσον αφορά τον χώρο της υπό ελληνική, πλέον, διοίκησης Μακεδονίας και Θράκης. Ας δούμε μέσα από ένα κείμενο εποχής που δημοσίευσε ο Α. Α. Πάλλης πώς αποτυπώνεται η πραγματικότητα αυτή.
«Ύστερα ήλθε η Ελληνο-Τουρκική Σύμβαση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών που κλείνει τη σειρά των μεγάλων ομαδικών μεταναστεύσεων της εποχής 1912-1924. Η Σύμβαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα ν’ αλλάξει πέρα πέρα την εθνολογική σύνθεση όλων των χωρών που βρίσκονται τριγύρω από το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα. Η Μακεδονία άδειασε πια οριστικά από Τούρκους και στη θέση τους μπήκε διπλάσιος αριθμός από Έλληνες της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Οι Τούρκοι πήγαν και εγκατεστάθηκαν στην Ιωνία, στον Πόντο, στα περίχωρα της Πόλης και σ’ άλλα μέρη άλλοτε Ελληνικά.»
Η περίοδος αυτή είναι απ’ εκείνες που σημειώνουν το τέλος μιας πράξης στην ιστορία. Έπειτα απ’ αυτήν, η σκηνή παρουσιάζεται εντελώς διαφορετική. Τελειώνει ένας κύκλος στην ιστορία των τριών αυτών λαών, του Ελληνικού, του Τουρκικού και του Βουλγαρικού. Για μας τους Έλληνας, ο κύκλος αυτός αρχίζει στο δέκατο αιώνα π.Χ., όταν οι πρώτοι Ίωνες άποικοι, ακολουθώντας τον Άνδροκλο τον Κοδρίδη, βγήκαν στη Μικρά Ασία, και τελειώνει, ύστερα από τριάντα αιώνες, την ημέρα (17 Δεκεμβρίου 1924) που έφυγε η τελευταία καραβιά ανταλλάξιμους, με το ατμόπλοιο “Αμπάζια”, απ’ τη Μερσίνα.»
Για τους Τούρκους ο κύκλος είναι συντομότερος. Αρχίζει στο 1371, οπότε οι πρώτοι Τούρκοι
εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, μετά την νίκη του Σουλτάν Μουράτ του Α΄ στο Κερμένι της Θράκης, και τελειώνει την 26 Δεκεμβρίου 1924 (ύστερα από 553 χρόνια) την ημέρα που ανεχώρησαν από τη Θεσσαλονίκη, με το ατμόπλοιο “Τσαρ Φερδινάντ”, οι τελευταίοι ανταλλάξιμοι Μουσουλμάνοι της Μακεδονίας. Επίσης, η ιστορική πάλη μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων για τη Μακεδονία που άρχισε στους Βυζαντινούς χρόνους, πλησιάζει προς το τέλος, χάρι στην ανταλλαγή των πληθυσμών.»
Εάν σήμερα, μετά την καταστροφή του 1922, η Μικρά Ασία και η Ανατολική Θράκη έμειναν έρημες από
Ελληνισμό, η μόνη μας παρηγοριά είναι το ότι τουλάχιστο η Μακεδονία έγινε πια καθαρά Ελληνική. Αρκεί να πω –και αυτό θα φανεί από τις στατιστικές που δημοσιεύω παρακάτω– ότι, ενώ, στο 1912, σαν πρωτοπήραμε τη Μακεδονία, η αναλογία μεταξύ Ελλήνων και αλλοφύλων ήτο 43% με 57% (μολονότι και τότε υπερτερούσαμε απέναντι κάθε άλλης εθνικότητας χωριστά), σήμερα έχομε 88% με 12%. Είναι ανάγκη να τονισθεί η ριζική αυτή μεταβολή, ιδίως στο εξωτερικό, όπου πολλοί εξακολουθούν ακόμη να μιλούν για τη Μακεδονία ωσάν να επρόκειτο πάντοτε για την προ του 1912 κατάσταση. Σήμερα καμιά άλλη χώρα δεν μπορεί να διεκδικήσει εθνικά δικαιώματα πάνω στη Μακεδονία βασιζόμενη στον πληθυσμό. Αθήναι, 29 Μαρτίου 1925».
Αυτή η αλήθεια, σκληρή και ανελέητη, τόσο γι’ “αυτούς”, που αναγκαστικά ξεριζώνονταν από τα
πατρογονικά τους εδάφη σε Μακεδονία και Θράκη, όσο και για τους “άλλους”, που ξεριζωμένοι από τα
δικά τους πατρογονικά εδάφη, σε Ιωνία και Πόντο, οδηγούντο σε αναγκαστική εγκατάσταση στη νέα τους πατρίδα, αποτελεί μια σπαρακτική αλλά απτή πραγματικότητα. Αυτή, λοιπόν, η πραγματικότητα ήταν και το αναγκαστικό πεδίο δράσης της τότε κομμουνιστικής και λοιπής Αριστεράς και πάνω σε αυτούς τους συμπαγείς πλέον ελληνικούς πληθυσμούς στην Μακεδονία και την Θράκη, ήταν υποχρεωμένη να στήσει το δικό της μέτωπο απέναντι στο κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας.
Η Βουλγαρία και η Τρίτη Διεθνής
Κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα, όπως δεν προέκυψε ανάλογο στις περιοχές της Στερεάς, Πελοποννήσου, Θεσσαλίας, Νήσων Αρχιπελάγους κ.λπ., όπου και εκεί εγκαταστάθηκαν οι
ξεριζωμένοι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Όπως όμως τα ιστορικά γεγονότα
μαρτυρούν, η “φυσική” αυτή για όλη την υπόλοιπη Ελλάδα εξέλιξη, δεν ήταν ίδια στο ζήτημα της
Μακεδονίας και της Θράκης, στο οποίο παρενέβη ο βουλγαρικός παράγοντας, λειτουργώντας μέσω της υπό τον έλεγχό του Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, πριμοδοτούμενος και ενισχυόμενος
σταθερά από την Τρίτη Διεθνή ( Κομιντέρν ).
Το ζήτημα προέκυψε με έντονο τρόπο όταν η Κομιντέρν, εμφανώς επηρεασμένη από το ΚΚ Βουλγαρίας
υιοθετεί το σύνθημα για “Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία” και “Ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη” και
υποχρεώνει το ΚΚΕ, θέλοντας και μη, να προσχωρήσει στην άποψη αυτή. Είναι αρκετοί αυτοί, ιδίως από την συντηρητική παράταξη και κύκλους μεταλλαγμένων αριστερών, που υιοθετούν την άποψη ότι το ΚΚΕ “από τα γεννοφάσκια του”, είχε την άποψη της ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης,
υπερθεματίζοντας και συμπλέοντας πλήρως σε αυτό με τις απόψεις της Κομιντέρν, της Βαλκανικής
Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, του ΚΚ Βουλγαρίας και των ποικίλης κοπής Σλαβομακεδόνων.
Είναι όμως τα πράγματα έτσι;
Είναι αλήθεια αυτή η πλατιά, με την εκ νέου αναζωπύρωση του Μακεδονικού στον 21ο αιώνα, διαδεδομένη εκδοχή;
Στο άρθρο αυτό θα σταθώ –κυρίως– σε όσα ήδη έχω διατυπώσει πάνω στο παραπάνω ζήτημα, που όσον αφορά την Κομμουνιστική Διεθνή, την Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, το ΚΚ Βουλγαρίας και το ΚΚΕ, ξεκινάει με την υιοθέτηση από τους παραπάνω των θέσεων για την “Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη”.
Οι απόψεις Αποστολίδη και Κορδάτου
Στις θέσεις όμως αυτές υπήρξε έντονη αντίδραση όχι μόνο σημαντικού μέρους των στελεχών και της βάσης του ΚΚΕ, αλλά και τμήματος της ηγεσίας. Η αρχή έγινε από τους Θωμά Αποστολίδη και Γιάνη Κορδάτο. Ιδιαίτερα ο Γιάνης Κορδάτος αντιτάχθηκε σφοδρά σε οποιαδήποτε μορφή αυτονόμησης της Μακεδονίας και Θράκης, επισημαίνοντας τεκμηριωμένα το απόλυτα κατασκευασμένο και λαθεμένο σκεπτικό της. Οι απόψεις του δεν έγιναν δεκτές κατά το Γ’ Έκτακτο Συνέδριο του Κόμματος, με αποτέλεσμα την διεύρυνση του χάσματος και την οριστική του αποχώρηση από αυτό. Παραπλήσια, αλλά σε ηπιότερους τόνους, και όχι πάντα με τα ίδια επιχειρήματα ήταν η αντίδραση που είχε και ο Σεραφείμ Μάξιμος, ο οποίος αντιτάχθηκε στα συνθήματα αυτά ανοικτά στο Ε’ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στο οποίο είχε μεταβεί μαζί με τον Παντελή Πουλιόπουλο. Τελικά, όμως, υποχώρησε υιοθετώντας τις θέσεις της Διεθνούς.
Είναι αρκετά τα όσα έχουν γραφτεί για το Μακεδονικό Ζήτημα. Λίγα είναι όμως όσα έχουν γραφτεί για το συγκεκριμένο επεισόδιο της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Ε’ Συνέδριο της Κομμουνιστικής
Διεθνούς. Παραθέτω ορισμένα στοιχεία που φωτίζουν κάποιες πτυχές και συμβάλλουν στην κατανόηση
τόσο της θέσης του Μάξιμου, όσο και αυτής του Πουλιόπουλου, ανεξάρτητα από τον βαθμό συμφωνίας που μπορεί να έχει κανείς με αυτές.
Είναι γνωστό ότι στην ΣΤ’ Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας που έγινε στη
Μόσχα στις 8-26 Νοεμβρίου 1923 ο Κολάρωφ υποστήριξε στην εισήγησή του ότι οι εθνικές ομάδες που
ζουν στην Μακεδονία «επιθυμούν να δημιουργήσουν ένα νέο ξεχωριστό έθνος, το οποίο θα έχει δικό του έδαφος και θα είναι ανεξάρτητο από κάθε άλλο ξένο έθνος». Η θέση αυτή υιοθετήθηκε ως ορθή και
επαναστατική και από το Ε’ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Ο Δημητρώφ και η στάση του ΚΚΕ
Αυτή την άποψη που κατ’ ουσίαν απηχούσε την οπτική του ΚΚ Βουλγαρίας, του οποίου η θέση
αναβαθμίστηκε με την τοποθέτηση του Γκεόργκι Δημητρώφ στην θέση του γραμματέα της Βαλκανικής
Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, αυτή προσπάθησε να την επιβάλει στο ΣΕΚΕ/ΚΚΕ, πλην όμως συνάντησεισχυρή αντίσταση τόσο από την βάση, όσο και από την ηγεσία του, που τότε ήταν οι Κορδάτος- Αποστολίδης.
Η άρνηση αυτή αποτέλεσε πηγή συνεχών προστριβών, με την δυσαρέσκεια της Βαλκανικής
Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας να αποτυπώνεται στα διάφορα ντοκουμέντα ή επιστολές:
«Στην Ελλάδα η δουλειά που αναπτύχθηκε για το εθνικό ζήτημα είναι ακόμη ελλιπής και μη ικανοποιητική… οι διαμαρτυρίες σας ενάντια στη δημοσίευση των αποφάσεων της 6ης Βαλκανικής Συνδιάσκεψης για το μακεδονικό και το θρακικό ζήτημα είναι όχι μόνο αβάσιμες αλλά και περίεργες. Αυτές οι αποφάσεις έπρεπε να δημοσιευτούν και να εκλαϊκευθούν από εσάς τους ίδιους».
Το αποτέλεσμα ήταν το ζήτημα να μετατεθεί προς επίλυση στο Ε’ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στο οποίο ο Γιάνης Κορδάτος αρνήθηκε να παραστεί και η εκπροσώπηση του κόμματος έγινε από τους Σεραφείμ Μάξιμο και Παντελή Πουλιόπουλο. Διαβάζοντας την εισήγηση Μάξιμου στην 22η Συνεδρίαση (1 Ιουλίου 1924) στο Ε’ Συνέδριο, διαπιστώνουμε ότι ο Μάξιμος παρουσιάζει μια διαφορετική εικόνα για την θέση του ΚΚΕ, από αυτή που παρουσιάζουν ο Μανουΐλσκυ και η ηγεσία της Διεθνούς.