Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Μπήκα στην ιστοσελίδα του υπουργείου εργασίας και αναζήτησα τις αμοιβές των ξενοδοχοϋπαλλήλων, όπως τις προβλέπει η συλλογική σύμβαση εργασίας που έχει υπογράψει η συνομοσπονδία τους με τους εργοδότες. Σημειωτέον ότι ο κλάδος των ξενοδοχοϋπαλλήλων είναι ένας από τους ελάχιστους στην Ελλάδα με υπογεγραμμένη διετή σύμβαση, η οποία ισχύει για όλες ανεξαιρέτως τις τουριστικές επιχειρήσεις της χώρας και για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Η αναζήτηση μου προήλθε από την δημόσια συζήτηση που άρχισε αμέσως μετά την πανδημία, πέρυσι έλαβε τεράστιες διαστάσεις και φέτος φαίνεται ότι θα είναι ακόμα εντονότερη. Οι εργοδότες του τουρισμού και της εστίασης ζητούν εναγωνίως εργαζόμενους, αλλά δεν βρίσκουν. Με τη ζέστη να έχει πάρει την ανιούσα, τις τουριστικές επιχειρήσεις να έχουν ανοίξει, τα αεροδρόμια να αρχίζουν να πήζουν και το υπουργείο τουρισμού να προβλέπει ήδη νέο ρεκόρ τουριστών στην χώρα, οι ξενοδόχοι όλων των κατηγοριών εμφανίζονται σχεδόν απελπισμένοι. Δεν βρίσκουν κόσμο να δουλέψει. Πως θα τα βγάλουν πέρα με την πελατεία;
Το ερώτημα είναι προφανές. Πληρώνουν καλά, για να προσελκύσουν εργαζόμενους; Διότι έτσι και αλλιώς η εργασία σε ξενοδοχεία είναι εποχιακή στο μέγιστο μέρος της, ενώ συχνά ο χώρος εργασίας είναι μακριά από τον τόπο κατοικίας του εργαζόμενου. Ειδικά σε βαριά τουριστικές περιοχές, είναι εντελώς αδύνατο όλο το ανθρώπινο δυναμικό να είναι ντόπιο. Γνωστά πράγματα αυτά, τις ιδιομορφίες της τουριστικής βιομηχανίας τις ξέρουμε καλά στην Ελλάδα, όπως ξέρουν οι Γερμανοί τι ισχύει στην αυτοκινητοβιομηχανία και οι Άραβες στις εξορύξεις πετρελαίου.
Σύμφωνα λοιπόν με την ισχύουσα (υποχρεωτική για όλες τις επιχειρήσεις) συλλογική σύμβαση εργασίας, «οι εισαγωγικοί νέοι μισθοί των ξενοδοχοϋπαλλήλων από την 1η Ιανουαρίου 2023 μετά την πρώτη αύξηση 5,5% διαμορφώνονται από 835 έως 911 ευρώ και στη συνέχεια προστίθενται το επίδομα γάμου 10%, το επίδομα σχολής, τα νυχτερινά, οι αργίες και η προϋπηρεσία. Δηλαδή, ο μεικτός μισθός για έναν υπάλληλο ξενοδοχείου με 10 χρόνια προϋπηρεσία ανέρχεται σε περίπου 1.200 ευρώ.»
Από την 1η Ιανουαρίου του 2024 έχει ισχύσει μια ακόμα αύξηση 5%, άρα ο μικτός μισθός σ’ αυτούς που θα δουλέψουν αυτό το καλοκαίρι λογικά πρέπει να είναι 1.260 ευρώ.
Οι ξενοδόχοι επιμένουν ότι οι υπάλληλοι τους είναι από τους καλύτερα πληρωμένους κλάδους εργαζομένων στην χώρα, καθώς ελάχιστες κατηγορίες υπάρχουν που μετά από 10 χρόνια δουλειάς ο επίσημος μισθός είναι περί τα 1.250 ευρώ. Θεωρητικά έχουν δίκιο, η αριθμητική όμως δεν λέει πάντα την αλήθεια και κυρίως, η αγορά δεν ακολουθεί πάντα τις καμπύλες της στατιστικής. Από την περυσινή σεζόν που έψαχναν εργαζόμενους και δεν έβρισκαν, η δημόσια συζήτηση είχε καταλήξει ότι δεν επρόκειτο για ένα φαινόμενο ξαφνικής μαζικής τεμπελιάς που κατέλαβε το εργατικό δυναμικό, αλλά για κάτι πολύ πιο σύνθετο.
Η εργασία στην τουριστική βιομηχανία θεωρείται πλέον, ειδικά από τους νεώτερους, βαριά, ανθυγιεινή, προβληματική και κατά βάση κακοπληρωμένη, ανεξαρτήτως τι λέει η συλλογική σύμβαση ή η σύγκριση με άλλους κλάδους. Και μόνο το γεγονός ότι επτά-οκτώ μήνες του χρόνου ο εργαζόμενος φεύγει από τον τόπο κατοικίας του και ζει δίχως ποιότητα προσωπικής ζωής σε κάποιο άλλο μέρος, θεωρείται άκρως προβληματικό και ανασχετικό για να μπει ή να παραμείνει στον κλάδο. Οι μαρτυρίες που βλέπουμε καθημερινά, για εργαζόμενους, που ελλείψει ποιοτικής κατοικίας, στριμώχνονται σαν τις σαρδέλες σε κοντέινερς, αρκoύν για να αποτρέψουν πολλούς να γίνουν ξενοδοχοϋπάλληλοι. Πολλοί έχουν πάει για έναν χρόνο και μετά δεν ξαναπάτησαν.
Τα ωράρια είναι απολύτως εξαντλητικά. Δώδεκα ώρες εργασίας την ημέρα επί επτά μέρες την εβδομάδα για τουλάχιστον Ιούλιο και Αύγουστο, δεν αποτελούν δα και δελεαστικές συνθήκες εργασίας. Οι δε εργοδότες στην πλειοψηφία τους, παραβιάζοντας την σύμβαση που έχουν υπογράψει, ανεβάζουν την αρχική προσφορά μισθού από τα 1.260 στα 1.500 ή 1.600 ευρώ μικτά τον μήνα, με συμφωνία όμως να μην πληρώνουν νυχτερινά, υπερωρίες και άλλα παρεπόμενα που ο εργαζόμενος δικαιούται νόμιμα.
Το 1.600 ευρώ μισθός αρχικά ακούγεται ωραία, αλλά με δώδεκα ώρες εργασία και όλη την εβδομάδα δίχως ρεπό, το λούστρο γρήγορα ξεφτίζει. Ειδικά αν τις υπόλοιπες ώρες πρέπει να ξεκουραστεί σ’ ένα υπόγειο δωματιάκι ή σ’ ένα κοντέινερ παρέα με τέσσερις ακόμα συναδέλφους του.
Το 2023 είχε ανοίξει μια άλλη συζήτηση που αφορούσε την νόμιμη εισαγωγή μεταναστών-εργαζομένων από άλλες χώρες, πρόταση που έγινε επίσημα προς την κυβέρνηση από τις ενώσεις ξενοδόχων, αλλά βρήκε άγρια αντίδραση από την συνδικαλιστική εκπροσώπηση των ξενοδοχοϋπαλλήλων.
«Αν δεν φέρετε κόσμο απ’ έξω να δουλέψει η πολύτιμη αύξηση του τουριστικού ρεύματος προς την Ελλάδα θα πάρει αντίστροφη ροή», λένε στην κυβέρνηση οι εργοδότες.
«Αντί να κάνουν αύξηση στις αποδοχές για να βρουν Έλληνες να δουλέψουν, θέλουν να φέρουν σκλάβους από τον τρίτο κόσμο για να ρίξουν και τους σημερινούς δικούς μας μισθούς», απαντούν οι εργαζόμενοι.
Η αλήθεια όπως πάντα, βρίσκεται κάπου στην μέση. Στα στοιχεία του υπουργείου εργασίας αναφέρεται ότι οι εργαζόμενοι στον τουριστικό κλάδο είναι περίπου 120.000 άτομα, ενώ οι ξενοδόχοι φωνάζουν ότι τους λείπουν περί τις 50-60.000 εργαζόμενοι ακόμα. Άρα πάμε σ’ ένα νούμερο της τάξης των 250.000 ανθρώπων που είναι απαραίτητοι για να δουλέψει όπως πρέπει ο κλάδος.
Όμως καμιά αύξηση αποδοχών, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν πρόκειται να αυξήσει αστραπιαία κατά 20-25% την προσφορά εργασίας σ’ έναν κλάδο. Ούτε όμως είναι εφικτό να βρεθούν 50-60.000 Φιλιππινέζοι, Μπαγκλαντεσιανοί, Αιγύπτιοι ή Ινδοί, που θα μεταφερθούν μαζικά για λίγους μήνες, θα προσληφθούν και θα προσαρμοστούν άμεσα σε μια απαιτητική αγορά σαν αυτή του τουρισμού. Ακόμα και λαντζέρης να είσαι, πρέπει στοιχειωδώς να μπορείς να συνεννοηθείς.
Προφανώς η εισαγωγή νόμιμων μεταναστών μπορεί να λύσει ένα μέρος του προβλήματος, αλλά κι αυτό απαιτεί κάποια χρόνια με ανακύκλωση των ίδιων εργαζόμενων που θα αποκτούν σταδιακά τις δεξιότητες που χρειάζονται και θα μαθαίνουν την ελληνική αγορά με τα χούγια και τις ιδιορρυθμίες της.
Προφανώς επίσης, οι εργοδότες είναι υποχρεωμένοι να αυξήσουν το μερίδιο του εργατικού κόστους στο συνολικό προϋπολογισμό της επιχείρησης τους, αρκετά πάνω από τα σημερινά επίπεδα.
Να προβλέψουν σημαντικές αυξήσεις και για μισθούς και για ανθρώπινη στέγαση, όσο κι αν αυτό θα ανεβάσει το κόστος τους και θα μειώσει τα κέρδη τους. Αυτό θα φέρει μεσοπρόθεσμα περισσότερους Έλληνες στον κλάδο. Αλλιώς, η επένδυση τους σταδιακά θα απαξιώνεται, αντί να παίρνει αξία.
Επί του παρόντος, με αυτά τα θέματα άλυτα και φέτος, θα ξαναζήσουμε ένα καλοκαίρι που στην τούρλα του Αυγούστου η γκαρσόνα του πρωινού θα είναι και καθαρίστρια δωματίων το απόγευμα, γίνονται αυτά, δεν τα γράφω τυχαία.
Ξενοδόχοι και ξενοδοχοϋπάλληλοι θα αλληλοκατηγορούνται στις τηλεοράσεις, οι μεν θα μιλούν για ράθυμους και τεμπέληδες που δεν θέλουν να δουλέψουν αλλά να ζουν απ’ τα επιδόματα, οι δε θα ουρλιάζουν για αδίστακτα αφεντικά που πλουτίζουν ξεζουμίζοντας τον ανυπεράσπιστο εργαζόμενο.
Και ενώ τα εστιατόρια και τα λόμπι των ξενοδοχείων θα είναι γεμάτα κόσμο που περιμένει να εξυπηρετηθεί, ο ταβερνιάρης νούμερο ένα θα κλέβει τον μάγειρα του ταβερνιάρη νούμερο δύο δίνοντας του ένα κατοστάρικο παραπάνω και το γωνιακό ξενοδοχείο θα κλέβει τον ρεσεψιονίστ του παραδιπλανού του με την προσφορά ενός καλύτερου υπνοδωματίου που έτυχε να βρεί.
Και μέσα σ’ όλα αυτά, πάντα θα σκάνε μύτη και κάτι εξυπνάκηδες εργοδότες, που στην συμφωνία που υπογράφουν με τον προσλαμβανόμενο, θα έχουν στα ψιλά γράμματα όρο ότι το 85% των φιλοδωρημάτων θα πηγαίνει στο αφεντικό και μόνο το 15% στον εργαζόμενο.
Λες και ο τουρίστας αφήνει tip όχι σ’ εκείνον που τον εξυπηρέτησε χαμογελαστός παρά την κούραση του, αλλά στον ιδιοκτήτη του κτιρίου που κάθεται στο γραφείο του και καπνίζει το πούρο του. Αλλά για να μην τους τσουβαλιάζω όλους, μέσα στην γενική φασαρία υπάρχουν και μεγάλοι ξενοδόχοι που δηλώνουν ότι δεν έχουν πρόβλημα προσωπικού.
«Τους πληρώνω καλά, τους φέρομαι ανθρώπινα, τους έχω μαζί μου 35 χρόνια», λένε χαμογελώντας.