Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Λίνας Ευγενή, Βιολόγος Αναπαραγωγής, Μέλος ΔΣ Ελληνικής Ανδρολογικής Εταιρίας, Ιδρύτριας Κρυογονίας
Ως υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία επίτευξης εγκυμοσύνης σε ένα ζεύγος εντός 12 μηνών ελεύθερων επαφών. Το πρόβλημα αγγίζει περίπου το 15-24% των ζευγαριών αναπαραγωγικής ηλικίας. Έχει υπολογισθεί ότι 190.000.000 άνθρωποι παγκοσμίως αντιμετωπίζουν υπογονιμότητα, ενώ στο 50% των περιστατικών αυτών εμπλέκεται αιτιολογικά ο ανδρικός παράγοντας.
Τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα καταρρίπτουν την ευρέως επικρατή στερεοτυπική άποψη ότι ο άνδρας μπορεί να τεκνοποίησει εύκολα μέχρι ακόμα και σε πολύ προχωρημένη ηλικία. Μελέτες από έγκριτους διεθνείς επιστημονικούς φορείς, όπως η Society of Obstetricians and Gynecologists of Canada (SOGC) και American College of Obstetricians and Gynecologists (ACOG) υποστηρίζουν ότι ήδη τα 40 έτη χαρακτηρίζουν τους άνδρες ως «μεγάλης ηλικίας πατέρες». Στην πραγματικότητα, μόνο ένα 3% των γυναικών και 7% των ανδρών άνω των 40 ετών επιτυγχάνουν φυσική σύλληψη.
Αν και το επιστημονικό ενδιαφέρον έχει στραφεί κατά τα τελευταία χρόνια στη μελέτη του ανδρικού παράγοντα υπογονιμότητας, ένα 40 – 60% των περιστατικών παραμένει αιτιολογικά αδιευκρίνιστο, χαρακτηρίζοντας τα περιστατικά αυτά ως ανεξήγητα ή ιδιοπαθή.
Επίσης, η παρουσία υπογονιμότητας σε έναν άνδρα κατά τη νεαρή του ηλικία, αυξάνει το ρίσκο συσχέτισης με την εκδήλωση άλλων νοσημάτων σε προχωρημένη ηλικία, όπως π.χ. καρδιαγγειακών, μεταβολικών κλπ.
Είναι ως εκ τούτου σκόπιμο να γίνει αντιληπτό από το ευρύ κοινό ότι η γονιμότητα για τον άνδρα είναι μία σημαντική πτυχή της γενικότερης υγείας του. Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται η αξία της πρόληψης, μέσω της οποίας ο άνδρας θα επιδιώκει την προληπτική ανδρολογική αξιολόγηση και τη διενέργεια εργαστηριακών ελέγχων της ποιότητας του σπέρματός του ήδη από νεαρή ηλικία. Μετά τα 18 έτη, θα ήταν σκόπιμο να απευθύνονται οι νεαροί άνδρες στον κλινικό ανδρολόγο για μία αρχική αξιολόγηση και συμβουλευτική τόσο για την θεραπευτική αντιμετώπιση τυχόν ευρημάτων, π.χ. λοιμώξεων του γεννητικού συστήματος, κιρσοκήλης, κ.α., όσο και για την καθοδήγηση αναφορικά με την υιοθέτηση των ενδεδειγμένων ‘καλών’ συνηθειών που θα βελτιώσουν και θα προφυλάξουν την γονιμότητά τους.
Στο πλαίσιο αυτό εφαρμόζεται μία σειρά από εργαστηριακόυς ελέγχους της ποιότητας του σπέρματος, ήτοι:
• η βασική ανάλυση (σπερματοδιάγραμμα)
• ο έλεγχος λειτουργικών παραμέτρων που αξιολογεί ειδικές πτυχές της σπερματικής λειτουργίας, όπως η ακεραιτότητα του DNA των σπερματοζωαρίων, το οξειδωτικό στρες του σπέρματος
• ο βιοχημικός έλεγχος του σπερματικού υγρού, που παρέχει ενδείξεις για τη λειτουργία των επικουρικών αδένων του γεννητικού συστήματος (προστάτη, επιδιδυμίδα, σπερματοδόχων κύστεων)
• ο μικροβιολογικός έλεγχος του σπέρματος, που εντοπίζει την παρουσία μικροβιακών λοιμώξεων ή φλεγμονών στο γεννητικό σύστημα.
Ιδίως, όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η τεράστια αξία της προληπτικής κρυοσυντήρησης σπέρματος, ως μέσου για τη διατήρηση της ανδρικής γονιμότητας. Η κατάψυξη και κρυοσυντήρηση του ανδρικού σπέρματος παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης του γονιμοποιητικού δυναμικού ενός άνδρα για απεριόριστο χρονικό διάστημα, όπως προβλέπεται και από το νόμο στη χώρα μας. Αυτό δίνει τη δυνατότητα σε έναν άνδρα να συντηρήσει το γεννητικό του υλικό νεαρής ηλικίας και να το χρησιμοποιήσει για τεκνοποίηση ακόμα και μετά από πολλές δεκαετίες. Ιδιαίτερα χρήσιμη αυτή η διαδικασία είναι για ασθενείς οι οποίοι πάσχουν από νεοπλασίες ή άλλες νόσους, απειλητικές για τη γονιμότητά τους. Η κατάψυξη και κρυοσυντήρηση σπέρματος τους δίνει την ελπίδα για τη δημιουργία οικογένειας μετά την αντιμετώπιση της νόσου.