Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
«O κατώτατος μισθός ήταν 650€ όταν η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές το 2019 και τώρα ανέβηκε στα 830€», σχολίασε ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών μετά την ανακοίνωση της 4ης κατά σειρά αύξησης της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Με τη συμπλήρωση μιας εβδομάδας ισχύς του νέου μέτρου, δυο έμπειροι άνθρωποι «της αγοράς», ο προέδρος ΕΒΕΠ & ΠΕΣΑ Βασίλης Κορκίδης και ο Προέδρος Ε.Ε.Α και Επίτιμος Διδάκτορας ΠΑ.ΠΕΙ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, γράφουν στην TODAY PRESS κάνοντας τον δικό τους πρώτο απολογισμό.
Άρθρο προέδρου ΕΒΕΠ & ΠΕΣΑ Βασίλη Κορκίδη
«Η επόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού πρέπει να συνοδευτεί με μείωση των αποκλίσεων μεταξύ καθαρού, μεικτού και συνολικού μισθολογικού κόστους»
Σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που βελτιώνεται διαρκώς οι ισορροπημένες μισθοδοτικές αυξήσεις θα συνεχίσουν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας διατηρώντας το εργατικό δυναμικό με δεξιότητες στη χώρα μας, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι θα ακολουθήσει και μια επιπλέον μείωση 0,5% των ασφαλιστικών εισφορών. Επισημαίνω μάλιστα ότι υπάρχει αυτή η δέσμευση από τη κυβέρνηση και έχει προγραμματιστεί να υλοποιηθεί την επόμενη διετία. Σημειωτέον πως ο κατώτατος μισθός αφορά 560.000 εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, ενώ αυτή ήταν η 4η διαδοχική αύξηση με συνολικό ποσοστό 27% από το 2019 έως το 2024. Επιπρόσθετα η αύξηση θα οδηγήσει προς τα πάνω και τα εισοδήματα των υπόλοιπων εργαζομένων. Οι βασικές παροχές εκτός του επιδόματος γάμου και τριετιών που αναπροσαρμόζονται, είναι το επίδομα ανεργίας στα 509 ευρώ, η ειδική παροχή μητρότητας μισθωτών, αλλά και μη μισθωτών ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών στα 830 ευρώ, το εφάπαξ ειδικό βοήθημα ευάλωτων ομάδων στα 764 ευρώ, το ειδικό βοήθημα των εποχικά εργαζόμενων καθώς και των ωφελούμενων από προγράμματα της ΔΥΠΑ και επαγγελματικών σχολών.
Ο νέος κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 6,4% και διαμορφώθηκε από τα 780 στα 830 ευρώ, με τον εργαζόμενο να λαμβάνει 706 ευρώ καθαρά, ενώ το συνολικό μισθολογικό κόστος της επιχείρησης ανέρχεται σε 1.015 ευρώ. Στην πράξη, δηλαδή, ο εργαζόμενος λαμβάνει 39,11 ευρώ επιπλέον τον μήνα, για 14 μήνες τον χρόνο, ενώ το κράτος θα εισπράτει επιπλέον 22,04 ευρώ από εισφορές και φόρο. Εάν μάλιστα ο μισθωτός δικαιούται και μία τριετία, λόγω φορολογικής κλίμακας, θα έχει καθαρές αποδοχές αυξημένες κατά 36,95 ευρώ, αφού ο νέος κατώτατος θα διαμορφωθεί στα 913 ευρώ με το συνολικό όμως κόστος να ανέρχεται σε 1.116,51 ευρώ και με το Δημόσιο να έχει επιπλέον έσοδα 30,31 ευρώ. Αντίστοιχα, ένας μισθωτός με τρεις τριετίες λαμβάνει πλέον 1.079 ευρώ μεικτά, εκ των οποίων τα 871,80 ευρώ καθαρά, ενώ το κόστος για τον εργοδότη σε εργαζόμενο και κράτος ανέρχεται στα 1.319,51 ευρώ. Το Δημόσιο σε αυτή την περίπτωση θα εισπράξει από φόρο και εισφορές εργοδότη και εργαζομένου επιπλέον 36,94 ευρώ.
Δεν πρέπει ασφαλώς να ξεχνάμε ότι ο κατώτατος μισθός είναι το καλύτερο εργαλείο για την προσαρμογή της αγοράς εργασίας σε καλές και κακές περιόδους της οικονομίας. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε, ότι η παραγωγικότητα στην εργασία είναι στοιχείο που συμβάλει στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, άρα και δικαιολογεί, τόσο την διατήρηση των θέσεων εργασίας, όσο και την αύξηση της πλήρους απασχόλησης. Οφείλω ωστόσο να υπενθυμίσω την κυκλικότητα της οικονομίας αλλά και να επισημάνω το γεγονός ότι η κυβέρνηση επιχείρησε να συγκεράσει δύο διαφορετικές ανάγκες μέσα στα όρια αντοχών της οικονομίας και των επιχειρήσεων. Πρώτον την πίεση που έχουν οι μισθωτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, και από την άλλη τις αντοχές των επιχειρήσεων. Υπάρχει μία λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, σημαντική θα έλεγα, η οποία συμβαδίζει με αυτό που δίνει και αντέχει η ίδια η αγορά. Το βέβαιο είναι πως οι μικρότεροι, αλλά και μεγαλύτεροι εργοδότες δεν προσέγγισαν ποτέ φοβικά τις αυξήσεις των αμοιβών των εργαζόμενων τους, όταν αυτές ήταν λελογισμένες. Καθίσταται προφανές ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα διατηρήσει αφενός την κατανάλωση στην αγορά, λειτουργώντας ως ανάχωμα στο κύμα ακρίβειας και αφετέρου ως ενίσχυση στην οικονομία.
Θεωρώ πως ορθώς μελέτησε η κυβέρνηση και αποφάσισε το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού, καλώς οι εργαζόμενοι επωφελούνται και δικαίως οι εργοδότες πληρώνουμε, αφού μόνο έτσι θα ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα σε μια τριετή περίοδο ακρίβειας, ώστε να διατηρηθεί η «ροπή κατανάλωσης» στην αγορά. Ο επόμενος στόχος της κυβέρνησης τα επόμενα δύο χρόνια είναι να δημιουργηθεί η οικονομική δυνατότητα στην επιχειρηματικότητα της χώρας, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί σε ένα κατώτατο μισθό στα επίπεδα των 950 ευρώ, αλλά και με το μέσο μισθό να ξεπεράσει τα 1500 ευρώ. Υπενθυμίζω τέλος, πως ένα πάγιο αίτημα των επιχειρήσεων είναι να εξαιρεθούν τα δώρα και τα επιδόματα από τις ασφαλιστικές εισφορές, προς όφελος εργοδοτών και εργαζομένων. Ευελπιστούμε πως οι επόμενες αυξήσεις του κατώτατου μισθού θα συνοδευτούν με μείωση των αποκλίσεων μεταξύ καθαρού, μεικτού και συνολικού μισθολογικού κόστους.
Άρθρο Προέδρου Ε.Ε.Α και Επίτιμου Διδάκτορα ΠΑ.ΠΕΙ. κ. Γιάννη
Χατζηθεοδοσίου
«Είχαμε καταθέσει την πρόταση για αύξηση του κατώτατου μισθού με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις»
Από την 1 η Απριλίου ισχύει η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, ο οποίος ανέβηκε από τα 780 στα 830 ευρώ. Πρόκειται για μία εξέλιξη που εννοείται πως θα βοηθήσει μεγάλο αριθμό εργαζομένων, θα στηρίξει το εισόδημα τους, ενώ αναμένεται να τονώσει και την αγορά μέσω της αύξησης της κατανάλωσης η οποία έχει υποχωρήσει σημαντικά εξαιτίας της παρατεταμένης ακρίβειας.
Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της ενίσχυσης των εισοδημάτων των πολιτών και αυτή του η θέση είναι διαχρονική.
Διαχρονική όμως είναι και η θέση μας για την ανάγκη στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Και αυτή η αύξηση του κατώτατου μισθού χωρίς να έχει ληφθεί καμία μέριμνα για το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στις ΜμΕ.
Ως Επιμελητήριο είχαμε καταθέσει την πρόταση για αύξηση του κατώτατου μισθού με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Την ίδια θέση είχαν και άλλοι φορείς, δείγμα της ορθότητας της πρότασης μας, οποία όμως μέχρι τώρα δεν έχει εισακουστεί. Το αποτέλεσμα είναι η επιπλέον επιβάρυνση των επιχειρήσεων και το μεγάλο ερώτημα είναι αν τελικά θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στις αυξημένες υποχρεώσεις τους.
Υπενθυμίζω ότι ήδη πρέπει να αντιμετωπίσουν ένα πολύ υψηλό λειτουργικό κόστος εξαιτίας της ακρίβειας, του μεγάλου ενεργειακού κόστους, των αυξημένων τιμών των ενοικίων, τη μείωση του τζίρου τους, την αύξηση της φορολογίας, τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, αλλά και την πληρωμή φόρων που έχουν μείνει από τη μνημονιακή περίοδο.
Συγκεκριμένα αναφέρομαι στην προκαταβολή φόρου αλλά και το τέλος επιτηδεύματος.
Υποχρεώσεις που κανονικά θα έπρεπε να έχουν καταργηθεί εδώ και χρόνια αλλά που συνεχίζουν να απασχολούν όλη την επιχειρηματική κοινότητα.
Η εκτίμηση μου είναι ότι εξαιτίας όλων αυτών των προβλημάτων αλλά και των επιπλέον επιβαρύνσεων όπως της νέας αύξησης του κατώτατου μισθού, θα υπάρξουν μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν θα αντέξουν και θα αναγκαστούν να σταματήσουν τη λειτουργία τους.
Μία άλλη ρεαλιστική ανησυχία είναι μήπως κάποιες επιχειρήσεις, στην προσπάθεια τους να επιβιώσουν σε τόσο αντίξοες συνθήκες, αναγκαστούν να προχωρήσουν σε μείωση προσωπικού.
Κάτι που θα είναι σε βάρος της κοινωνίας. Η κυβέρνηση οφείλει να καταλάβει ότι οι επιχειρήσεις δεν έχουν απεριόριστες δυνατότητες, ήδη έχουν αναλάβει περισσότερα βάρη από αυτά που αντέχουν και οι περισσότερες από αυτές δίνουν εδώ και καιρό έναν σκληρό αγώνα επιβίωσης.
Μοναδική λύση για να ανταποκριθούν σε όσα τους ζητούνται, είναι να στηριχθούν ουσιαστικά με στοχευμένα μέτρα όπως περισσότερα χρηματοδοτικά εργαλεία, ελάφρυνση βαρών, εφαρμογή πολιτικών που θα τις βοηθήσει να αναπτυχθούν.