Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Πάνου Μπαίλη
Από το 1830 που ανακηρύχτηκε η Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος και ως τις μέρες μας η Εκκλησία είχε και συνεχίζει να έχει ουσιαστικό ρόλο και λόγο. Όλα αυτά τα χρόνια οι κρίσεις στις σχέσεις της με το κράτος αν και πέρασαν από σαράντα κύματα έμειναν αναλλοίωτες. Αφορμή για εντάσεις αποτέλεσε και το θέμα του διαχωρισμού το οποίο απασχόλησε πολλές φορές κυβερνήτες και αρχιεπισκόπους αλλά μέχρι σήμερα κανείς δεν ανέλαβε το κόστος ενός διαζυγίου. Το θέμα, εμμέσως, έχει επανέλθει και σήμερα στην επικαιρότητα μετά την απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου να εορτάσει την Κυριακή της Ορθοδοξίας στη Μονή Πετράκη αντί της μητρόπολης σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την ψήφιση του νομοσχεδίου για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.
Πόσο εύκολο όμως είναι κάτι τέτοιο;
Κατά καιρούς συνταγματολόγοι και νομικοί προσπάθησαν να προσεγγίσουν το θέμα το οποίο από πολλούς έχει χαρακτηριστεί «Γόρδιος Δεσμός» καθώς δεν έχει να κάνει μόνο με τη μισθοδοσία του κλήρου αλλά και από μια σειρά άλλα ζητήματα που έχουν να κάνουν με το σύνολο των θρησκειών που δραστηριοποιούνται στη χώρα αλλά και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα σε μια ενδεχόμενη προσπάθεια διαχωρισμού είναι ο κίνδυνος διχασμού του λαού καθώς θα πρέπει παραδόσεις και συνήθειες αιώνων να ανατραπούν.
Τι όμως θα μπορούσε να αλλάξει σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
Αυτόματα θα έπρεπε:
-Να γίνει υποχρεωτικός ο πολιτικός όρκος για τον πρόεδρο της Βουλής και τους βουλευτές.
-Να μην γίνεται αγιασμός στη Βουλή.
-Να καταργηθούν η προσευχή και ο αγιασμός στα σχολεία και να γίνει αντικατάσταση των θρησκευτικών από να μάθημα θρησκειολογίας.
-Να απομακρυνθούν τα θρησκευτικά σύμβολα από δημόσια κτήρια και υπηρεσίες.
-Να υπάρξει διακανονισμός των εκατέρωθεν οικονομικών εκκρεμοτήτων και βεβαίως να σταματήσει το δημόσιο να μισθοδοτεί και να ασφαλίζει τους κληρικούς.
-Να μετατραπεί η Εκκλησία (μητροπόλεις και ιερές μονές) καθώς θεωρούνται μη κυβερνητικοί οργανισμοί όπως έχει κρίνει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Εκκλησία θα απωλέσει την προστασία και τα προνόμια που έχουν τα κρατικά Ν.Π.Δ.Δ. Έτσι ούτε θα διορίζονται με Προεδρικά Διατάγματα οι επίσκοποι ούτε θα υπάρχει υποχρέωση χρήσης του ΑΣΕΠ για τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους ούτε βέβαια θα έχει η Εκκλησία ατέλειες ή δικονομικά προνόμια.
-Να καταργηθούν όλες οι διοικητικές αρμοδιότητες της εκκλησίας (πλην της ονοματοδοσίας με το βάπτισμα και της τέλεσης θρησκευτικού γάμου).
-Να γίνει υποχρεωτικός ο πολιτικός γάμος
-Να μην υπάρχουν ιερείς σε αστυνομία και στρατό .
Οι άλλες «απώλειες»
Οι συνταγματολόγοι θα αναλάβουν δράση σε ό,τι αφορά το άρθρο 3 του Συντάγματος στο οποίο αναφέρεται ρητά ότι: Eπικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Aνατολικής Oρθόδοξης Eκκλησίας του Xριστού. H Oρθόδοξη Eκκλησία της Eλλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Kύριο ημών Iησού Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Eκκλησία του Xριστού τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Για πολλούς να αλλαγή αυτού του άρθρου θα φέρει κάτι παραπάνω από διχασμό…
Επίσης θα πρέπει να ρυθμιστούν θέματα που έχουν να κάνουν με το «αναπαλλοτρίωτο» της περιουσίας των πατριαρχείων αλλά και του καθεστώτος του Αγίου Όρους.
Στο πλαίσιο των «νέων ρυθμίσεων» θα πρέπει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας να μην περνάει πλέον από τη Βουλή, αλλά από τη Σύνοδο η οποία θα έχει και την ευθύνη για την τήρησή του.
Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση της Εκκλησίας αυτή πλέον θα πρέπει να προέρχεται αποκλειστικά από τις εισφορές των πιστών της (παγκάρια κλπ) οι οποίες θα φορολογούνται κανονικά με τις διατάξεις περί φόρου δωρεάς. Επίσης, θα πρέπει οι πιστοί να δηλώνουν αν θα καταβάλουν ένα ποσό για τον κλήρο. Είναι όμως τόσο μπερδεμένο το περιουσιακό με τις συνεχείς απαλλοτριώσεις εκτάσεων που θα ανακύψουν τεράστια νομικά προβλήματα.
Σε περίπτωση που η Εκκλησία γίνει ΝΠΙΔ, θα πρέπει το μέτρο να εφαρμοστεί στις Ισραηλιτικές και μουσουλμανικές κοινότητες και βεβαίως οι μουφτείες.
Βεβαίως ένας ενδεχόμενος διαχωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος δεν υπονοεί σε καμία περίπτωση πως οι θρήσκοι άνθρωποι δε θα μπορούν να εκτελούν ελεύθερα και απρόσκοπτα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Αυτό που προφανώς επιθυμούν όσοι τάσσονται υπέρ του διαχωρισμού είναι να σταματήσει η επιβολή της Εκκλησίας στην κοινωνία.
‘‘Το μεγαλύτερο πρόβλημα σε μια ενδεχόμενη προσπάθεια διαχωρισμού είναι ο κίνδυνος διχασμού του λαού καθώς θα πρέπει παραδόσεις και συνήθειες αιώνων να ανατραπούν
Η Εκκλησία αρνείται κάθε σκέψη για διαχωρισμό
Ο διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας μπορεί να απασχολούσε τους πολιτικούς αλλά προκαλούσε εκνευρισμό στη Σύνοδο. Το 2016, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ είχε ανοίξει μια συζήτηση για το θέμα. Ο Αρχιεπίσκοπος τότε, αν και διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Αλέξη Τσίπρα αντέδρασε άμεσα.
«Η Εκκλησία κατά την άποψή μου δεν πρέπει να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από το λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Εκεί αποβλέπει το εγχείρημα. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία, αν το θελήσει και έχει την συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι της Εκκλησίας και τις σχετικές συμβάσεις», είπε. Όπως είχε τονίσει τότε «η Πολιτεία ούτε θέλει, αλλά ούτε μπορεί πράγματι να χωρισθεί από την Εκκλησία με όρους κοινωνίας, όπως δεν μπορεί να χωρισθεί από οποιαδήποτε γνωστή θρησκεία».
Ο Αρχιεπίσκοπος, σχολιάζοντας τις προθέσεις της τότε κυβέρνησης επικαλέστηκε δηλώσεις του μητροπολίτη Πειραιώς κ.Σεραφείμ:
«Τα κόμματα της Αριστεράς με τη γνωστή φιλοσοφικο-κοινωνική βιοκοσμοθεωρία του κομμουνιστικού κοσμοειδώλου, όπως γνώρισε τον χωρισμό αυτό ο καταρρεύσας υπαρκτός σοσιαλισμός στο ανατολικό μπλοκ, που στην ουσία ήταν ο διωγμός της θρησκευτικής πίστεως, ελαύνονται από αποτυχημένα αθεϊστικά ιδεολογήματα και συναντώνται με τα υπόλοιπα κόμματα του νεοφιλελεύθερου χώρου κάτω από τις ντιρεκτίβες της νέας εποχής και της νέας τάξεως. Μιλούν για χωρισμό εκκλησίας και Κράτους επικαλούμενοι δήθεν προοδευτικά συνθήματα. Οι αντιλήψεις, όμως, περί χωρισμού είναι του περασμένου αιώνα που γεννήθηκαν κάτω από μισαλλόδοξο αντιθρησκευτικό και αντικληρικαλιστικό λαϊκιστικό πνεύμα που δεν συμβιβάζεται με τις σημερινές πολιτειακές και θρησκευτικές αντιλήψεις».
Η αντίδραση Ιερώνυμου είχε αποτέλεσμα. Ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας εγκατέλειψε την ιδέα του διαχωρισμού και μίλησε για «εξορθολογισμό των σχέσεων».
Ιδιαίτερα σκληρός ήταν στις εκφράσεις του για τις παρεμβάσεις σε βάρος της Εκκλησίας ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, στέλνοντας μηνύματα σύγκρουσης: «Την Ελλάδα θέλουν να την κάνουν να προσποιείται τον άθεο, για να φαίνεται δήθεν εκσυγχρονισμένη και προοδευτική. Πόσο επίκαιρος είναι ο Αρχιεπίσκοπος της καρδιά μας. Εκκλησία όποιο χέρι θέλησε να την αγγίξει, ξεράθηκε το χέρι αυτό. Αλλά με τη σπάθη της εξουσίας θα επιτύχετε τα σχέδιά σας; Είστε γελασμένοι, είστε νυχτωμένοι. Σας το επαναλαμβάνω: θα μείνετε και πάλι μόνοι σας. Ο λαός δεν σας ακολουθεί, γιατί αντιστέκεται στα σχέδιά σας».
Μέσα σε εκείνο το κλίμα ο μητροπολίτης Δημητριάδος κ.Ιγνάτιος μιλώντας στους πιστούς ανέφερε:
«Στην πατρίδα μας μπορεί να μη χρειάζεται το μαρτύριο του αίματος, αλλά χρειάζεται η μαρτυρία της αλήθειας, γιατί κάποιοι, που έχουν στα χέρια τους την κοσμική εξουσία, προς καιρόν, νομίζουν πως μπορούν να επιβάλουν την διατάραξη σχέσεων αιώνων, να φέρουν τη δική τους άποψη περί της Εκκλησίας, σε τούτη την πατρίδα των ηρώων και των Μαρτύρων. Όσοι μεθούν από την εξουσία χάνουν την πραγματικότητα κι αυτός είναι μεγάλος κίνδυνος. Όσοι νομίζουν ότι μπορούν να εφαρμόσουν όσα άλλοι προσπάθησαν πριν 70 και 80 χρόνια και απέτυχαν, είναι εκτός πραγματικότητας. Κι όταν αυτό συμβαίνει και διακυβεύεται η ενοποιός δύναμη του λαού μας, που είναι η Ορθόδοξη πίστη μας, προσβάλλεται η ιστορία και το μέλλον της πατρίδας μας».