Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δ. Γιαννακόπουλου
Οι αριθμοί, ως αψευδείς μάρτυρες, αποτυπώνουν την πραγματικότητα. Από το 2019 έως σήμερα, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε σωρευτικά κατά 20%, παράλληλα όμως από το καλοκαίρι του 2021 οι τιμές στα βασικότερα αγαθά της καταναλωτικής αλυσίδας εκτινάχθηκαν από 80% έως 240%.
Έστω και λίγο, ο βασικός μισθός αναπροσαρμόστηκε 4 φορές. Από τα 650 ευρώ τον Φεβρουάριο του 2019, στα 663 ευρώ τον Ιανουάριο του 2022, στα 713 ευρώ τον Μάιο του ιδίου έτους και στα 780 ευρώ τον Απρίλιο του 2023. Τον ερχόμενο Απρίλιο, ο κατώτατος μισθός θα αυξηθεί σε επίπεδα άνω των 820 ευρώ, με προοπτική στο τέλος της 4ετίας να φτάσει στα 950 ευρώ.
Τα στοιχεία για τον κατώτατο μισθό
Πρόσφατα, το υπουργείο Εργασίας παρέθεσε ευρωπαϊκούς πίνακες όπου η Ελλάδα ανέβηκε στη 10η θέση μεταξύ των 22 χωρών-μελών της ΕΕ που έχουν κατώτατο μισθό, από τη 13η θέση προηγουμένως.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η σημαντική και δίκαιη αύξηση του κατώτατου μισθού, από 1ης Απριλίου 2023, «στηρίζει το εισόδημα των εργαζομένων, ιδίως των χαμηλόμισθων, που έχουν πληγεί από τον εισαγόμενο πληθωρισμό, χωρίς να υπερβαίνει τις αντοχές των επιχειρήσεων, οι οποίες επίσης επηρεάζονται από τη διεθνή οικονομική κρίση και την αύξηση του κόστους παραγωγής».
Επιπλέον, με την αύξηση του κατώτατου μισθού, αναπροσαρμόζονται βοηθήματα και επιδόματα που έχουν ως βάση υπολογισμού τον κατώτατο μισθό ή ημερομίσθιο. Σε αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το βοήθημα ανεργίας για τους αυτοτελώς απασχολούμενους, τα προγράμματα νέων θέσεων εργασίας, το ειδικό βοήθημα λήξης ανεργίας, το βοήθημα, λόγω επίσχεσης εργασίας, ειδικά εποχικά βοηθήματα για μισθωτούς τουριστικού και επισιτιστικού κλάδου, οικοδόμους, δασεργάτες κ.ά., η ειδική παροχή μητρότητας, το επίδομα γονικής άδειας, οι ανεξόφλητες αποδοχές, λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη, η παροχή διαθεσιμότητας, η αποζημίωση των μαθητών στις Επαγγελματικές Σχολές Μαθητείας της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), η αποζημίωση για τα προγράμματα εργασιακής εμπειρίας κτλ. «Πολύ λίγα και πολύ αργά. Χρειάζεται ριζικός ανασχεδιασμός με τέτοιου είδους τεχνάσματα δεν πάμε πουθενά», σχολιάζουν οι εκπρόσωποι των εργαζόμενων.
Ο μισθός ανεβαίνει με τις σκάλες
Η ακρίβεια παίρνει το ασανσέρ
Μέχρι τώρα, όσες προσπάθειες κι αν έγιναν για συγκράτηση των τιμών στα ράφια και την προστασία του χαμηλού και μέσου εισοδήματος, όχι μόνον αποδείχθηκαν άκαρπες αλλά λειτούργησαν και ως πυροκροτητές της ακρίβειας, η οποία ανεβαίνοντας τα πατώματα με το ασανσέρ βλέπει από το γυάλινο κλωβό τους μισθωτούς να αγκομαχούν στις σκάλες.
Το «τις πταίει;» έχει απαντηθεί καιρό ωστόσο δεν έχει αντιμετωπιστεί. Η κυβέρνηση νομοθέτησε νέα μείωση του ΦΠΑ στα αγροτικά μηχανήματα (13%) και στα αγροτικά εφόδια (6%), βάζοντας το χέρι στην τσέπη για την επιπλέον επιδότηση στο αγροτικό πετρέλαιο και στο ρεύμα.
Από την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, προκύπτει πως όσες παρεμβάσεις κι αν γίνουν, εάν δεν μπει φρένο στην υπερκερδοφορία και τις ανεξέλεγκτες «ελληνοποιήσεις» προϊόντων, η ακρίβεια θα αποτελέσει αφετηρία ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, όπως άλλωστε συμβαίνει στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ όπου ακραίοι λαϊκίστικοι μηχανισμοί υποδαυλίζουν πάθη, καταλαμβάνοντας κύριο μερίδιο εξουσίας.
«Οι περισσότερες κλαδικές συμβάσεις είναι ανενεργές ενώ μόλις το 25% – 26% των εργοδοτών εφαρμόζει τις αποφάσεις για τον κατώτατο μισθό», αναφέρουν οι επιτελείς της ΓΣΕΕ με τον πρόεδρο τους Γιάννη Παναγόπουλο να επισημαίνει σε όλους τους τόνους ότι «πρέπει να αποκατασταθεί η αγοραστική δύναμη των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα διότι βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχειας».
Εφιαλτικά στοιχεία
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών, το 55% των πολιτών έχει μειώσει συνολικά τις αγορές σε είδη τροφίμων και είδη παντοπωλείου, ενώ το 48% των καταναλωτών έχει αλλάξει μάρκα – επωνυμία προϊόντος, «προτιμώντας» κάποια άλλη φθηνότερη. Μόλις δε το 4% των πολιτών δήλωσε ότι δεν έχει λάβει κανένα μέτρο προκειμένου να αντιμετωπίσει τις πληθωριστικές τάσεις.
Αναφορικά με την ποσοστιαία αύξηση των τιμών την τριετία 2020-2023, η ίδια έρευνα κατέληξε στο ότι η τιμή στην κατηγορία «έλαια και λίπη» αυξήθηκε κατά 87,4%, στα λαχανικά, κατά 35,2%, στα γαλακτοκομικά και αυγά κατά 33,8%, στα κρέατα κατά 31,2% και στο ψωμί και τα δημητριακά κατά 25,3%. Οι παραγωγοί πωλούν τα μήλα στους χονδρέμπορους 0,55 ευρώ το κιλό, αλλά η τελική τους τιμή κυμαίνεται στο 1,60 ευρώ το κιλό.
Όσον δε για την έντονη διαφοροποίηση που παρατηρείται από την τιμή πώλησης των προϊόντων «από το χωράφι στο ράφι», σύμφωνα με στοιχεία της ΓΣΕΕ και της ΕΕΚΕ (Ένωσης Εργαζόμενων Καταναλωτών), τα μήλα στην Αγιά Λάρισας έχουν κόστος παραγωγής 40 λεπτά το κιλό. Οι παραγωγοί τα πωλούν στους χονδρέμπορους 0,55 ευρώ το κιλό, ενώ οι χονδρέμποροι τα πωλούν με 0,85 στο λιανεμπόριο. Η τελική λιανική πώληση των μήλων, μαζί με τον ΦΠΑ ανέρχεται στο 1,60 ευρώ.
Ελληνοποιήσεις
Κι ενώ οι παραγωγοί αγοράζουν τα αζωτούχα λιπάσματα προς 1.200 ευρώ τον τόνο όταν το 2017-2018, τα έπαιρναν με 420-460 ευρώ λαμβάνοντας επιδότηση μόλις 10%, την ίδια στιγμή εισάγονται τομάτες από την Τουρκία, την Πολωνία και την Αλβανία που έχουν αναπτυχθεί με απαγορευμένα στην Ευρωζώνη φυτοφάρμακα.
Σχολιάζοντας το ζήτημα της ακρίβειας, ο Χρήστος Γιαννακάκης, αντιπρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ), υπογραμμίζει πως οι μεγάλες επιχειρήσεις «θέλουν μεγάλους όγκους, οπότε δεν διαπραγματεύονται με μικρούς προμηθευτές. Στην Ελλάδα υπάρχουν συνολικά 1.127 συνεταιρισμοί, εκ των οποίων οι 600 έχουν κύκλο εργασιών κάτω από 200 χιλιάδες ευρώ». Ακόμη, η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ίδιο, ανταγωνίζεται πλέον μόνο φτωχές χώρες όπως «η Βουλγαρία, η Σερβία και η Ρουμανία που λόγω χαμηλών εισοδημάτων, δίνουν χαμηλές τιμές».
Για το λάδι
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Οργάνωσης Αμπελουργών και Ελαιοκαλλιεργητών Κρήτης, Πρίαμος Ιερωνυμάκης, επισημαίνει ότι πέρσι στην Κρήτη παρήχθησαν 130 χιλιάδες τόνοι ελαιολάδου, εκ των οποίων «το 95% πωλήθηκε από τους παραγωγούς από 4,20 ευρώ έως 5,50 ευρώ», αλλά πωλείται πολύ ακριβότερα στους καταναλωτές. Μάλιστα, σχολίασε ότι «το ελαιόλαδο που κυκλοφορεί αυτήν τη στιγμή στην αγορά είναι περσινό». Ο ίδιος δήλωσε επίσης ότι «στην Κρήτη βγάζαμε ετησίως 100 χιλιάδες τόνους σταφίδα, ενώ τώρα μόλις δύο τόνους. Οι Τούρκοι παραγωγοί την πωλούν 0,7 ευρώ το κιλό, αλλά αυτό ισοδυναμεί με 4 ευρώ αγοραστική αξία για τους ίδιους. Εμείς παίρνουμε 1,60 ευρώ το κιλό».
Εφόδια
Για τις επιδοτήσεις, ο Σύνδεσμος Ελλήνων κτηνοτρόφων παραθέτει αναλυτικά στοιχεία ότι έχουν μειωθεί στους κτηνοτρόφους κατά 50%, που αντιστοιχεί στο 33% του κόστους παραγωγής. Παράλληλα, η αύξηση των τιμών σε εφόδια και ζωοτροφές, οδηγεί μεσοσταθμικά σε περαιτέρω αύξηση του κόστους παραγωγής κατά 17%. Είναι ενδεικτικό ότι το λίπασμα πωλείται 35% πιο ακριβά στην Ελλάδα σε σχέση με υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Προϊόντα
Το 2022 το μαλακό σιτάρι πωλούνταν 35 λεπτά το κιλό, ενώ το 2023 πωλούνταν έως 17 λεπτά το κιλό. Παρ’ όλα αυτά το ψωμί ακρίβυνε. Στο γάλα, το πρόβειο που πωλείται στα ράφια στα 3,29 ευρώ, έχει πωληθεί από τους παραγωγούς για 1,6 ευρώ το κιλό, ενώ αντίστοιχα το κατσικίσιο γάλα πωλείται 1 ευρώ το κιλό από τους παραγωγούς, στο λιανεμπόριο η τιμή του ανέρχεται στα 2,84-2,86 ευρώ το κιλό. Το κοτόπουλο από 1,07 ευρώ το κιλό που το πουλά ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ιωαννίνων, η τιμή στο ράφι φτάνει έως 4,2 ευρώ το κιλό. Και στο μέλι ομοίως: 3,8 ευρώ το κιλό πωλούν οι παραγωγοί, 12-15 ευρώ το κιλό και παραπάνω τα καταστήματα τροφίμων.
Και στην αλιεία
Οι «ελληνοποιήσεις» έχουν δυσάρεστες συνέπειες και στον κλάδο της αλιείας. Ποιος θα το πίστευε ότι μια κατεξοχήν νησιωτική χώρα θα εισήγαγε με 2 ευρώ το κιλό κουτσομούρα από τη Βουλγαρία και στον πάγκο ο ιχθυοπώλης θα την πωλούσε 10 και 12 ευρώ; Επίσης, μια συναγρίδα ή ένα φαγκρί που έχει αλιευτεί στο Μαρόκο, συνήθως πουλιέται σαν πελαγίσιο ψάρι του Αιγαίου.
Στις τουριστικές περιοχές, μπορεί να νομίζει κανείς ότι τρώει πελαγίσιο λαβράκι ή τσιπούρα αλλά να είναι υδατοκαλλιέργειας. Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα παραγωγής, μετά την Τουρκία, σε λαβράκι και τσιπούρα. Ακολουθούν η Ιταλία και η Ισπανία.
Η Πανελλήνια Ένωση Μέσης Αλιείας στέκεται και στις απάτες σε προϊόντα μεταποιημένα και συσκευασμένα που εισάγονται από το εξωτερικό. Για παράδειγμα, σε συσκευασία με κροκέτες γαρίδας μπορεί να αναγράφεται ότι το προϊόν περιέχει 30% γαρίδα, αλλά να μην αναφέρει τι είναι το υπόλοιπο 70%, οπότε μπορεί να είναι ακόμη και χοιρινό, όπως ανιχνεύτηκε από ερευνητές σε προϊόντα της Σιγκαπούρης.