Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξέρει ότι η παντελής έλλειψη αντιπολίτευσης που υπάρχει σήμερα στην χώρα, μπορεί από πρώτη ματιά να φαίνεται ότι τον ευνοεί, στην πραγματικότητα όμως κάθε άλλο παρά έτσι είναι
Η κυβέρνηση πρέπει να τα αξιολογήσει τα προβλήματα της κοινωνίας κατά την σπουδαιότητα τους και τους επιτεθεί κατά μέτωπο επιδιώκοντας ριζική τους επίλυσή τους
Την ίδια ώρα που στην Κεντρική Επιτροπή του Σύριζα οι σύντροφοι μαλλιοτραβιούνταν με όλο τον ελληνικό λαό να παρακολουθεί εμβρόντητος το πρωτοφανές σώου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης περνούσε μάλλον αθόρυβα την πόρτα ενός σούπερ μάρκετ, συνοδευόμενος από τον υπουργό Ανάπτυξης Κώστα Σκρέκα. Δεν υπήρχαν κάμερες να καταγράψουν το γεγονός, το μάθαμε από μια ανάρτηση που έκανε ο πρωθυπουργός μετά το τέλος της επίσκεψης του. Τον είδαμε να ελέγχει τις τιμές κάποιων προϊόντων, να ζητά διευκρινήσεις για το «μείον 5%» και να συνομιλεί με κάποιον πελάτη που βρέθηκε τυχαία στο ίδιο κατάστημα. Ευχαριστημένος φάνηκε ο άνθρωπος με το «όλα καλά» που είπε στον κ. Μητσοτάκη, θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο πρωθυπουργός βρέθηκε μπροστά σε κάποιον οπαδό του, όχι σε κάποιον που πήγαν εκεί επί τούτου για να δείξουν καλή εικόνα. Εξάλλου τα στημένα, πάντα αποκαλύπτονται.
Θα πείτε ότι τέτοιους είδους επισκέψεις είναι πολύ συνηθισμένες στην πολιτική επικοινωνία. Κι εγώ όμως θα απαντήσω ότι δεν θυμάμαι άλλον πρωθυπουργό να κόβει βόλτες μπροστά στα ράφια ενός σούπερ μάρκετ και να κάνει ερωτήσεις για τις τιμές. Άλλες πρωθυπουργικές επισκέψεις σε διάφορους χώρους, κυρίως παραγωγικούς, θυμάμαι. Σε μπακάλικο ή πολυκατάστημα τροφίμων όχι. Βεβαίως, ο πληθωρισμός είναι πρόβλημα της τελευταίας τριετίας, παλιότερα οι πολιτικοί δεν εύρισκαν κανένα νόημα να ελέγξουν τιμές, αλλού εστιάζονταν τα προβλήματα της κοινωνίας. Όμως στον δρόμο του Μητσοτάκη έπεσε ο ξεχασμένος για δεκαετίες πληθωρισμός, άρα εκεί θα προσπαθήσει να κάνει πολιτική.
Είναι βέβαιο πάντως, ότι αυτή η συγκεκριμένη πρωτοβουλία του πρωθυπουργού δεν περιορίζεται στην τιμή του ρυζιού και του μακαρονιού, αλλά έχει γενικότερο πολιτικό ενδιαφέρον. Δείχνει ότι η κυβέρνηση δεν επαφίεται στις στάχτες που αφήνει πίσω της η αυτοανάφλεξη της αντιπολίτευσης, αντιθέτως έχει πλήρη συνείδηση του πεδίου πάνω στο οποίο θα κριθεί τελικά το παιχνίδι στο χρονικό διάστημα της επόμενης τριετίας-τετραετίας. Στα πραγματικά προβλήματα του κόσμου, στην καθημερινότητα του και πρωτίστως στην αύξηση ή την μείωση της οικονομικής και καταναλωτικής του ικανότητας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξέρει ότι η παντελής έλλειψη αντιπολίτευσης που υπάρχει σήμερα στην χώρα, μπορεί από πρώτη ματιά να φαίνεται ότι τον ευνοεί, στην πραγματικότητα όμως κάθε άλλο παρά έτσι είναι. Αυτή την στιγμή, ο πρωθυπουργός δεν έχει κανέναν πολιτικό μπαμπούλα να επιστρατεύσει ώστε να συσπειρώσει τον κόσμο γύρω από την δική του παράταξη. Η συσπείρωση και μια νέα νίκη της ΝΔ, μόνο από το κυβερνητικό έργο μπορεί να προκύψει, όχι πια από τον κακό αντίπαλο. Το φόβητρο του Σύριζα που είχε φτιάξει και διατηρούσε εκλογικά το αντι-Σύριζα μέτωπο (που δημιουργήθηκε το 2015-19 και συνέχισε ως ο 2023) εξέλειπε πλέον ολοκληρωτικά. Ο Κασσελάκειος Σύριζα είναι μια καρικατούρα κόμματος που δεν τρομοκρατεί κανέναν. Το ΠΑΣΟΚ του Αδρουλάκη επίσης, είναι ακόμα πολύ μικρό και άπειρο για να δημιουργήσει αντισυσπείρωση.
Ίσα-ίσα που ο Μητσοτάκης εμφανίζεται τόσο παντοδύναμος και ανεξέλεγκτος σε όλους τους τομείς, που ο απλός πολίτης δεν του δίνει το παραμικρό ελαφρυντικό αν δεν κάνει κάτι ή αν ακολουθήσει μια λάθος πολιτική. «Μόνος σου είσαι, έχεις την μεγαλύτερη δύναμη που είχε ποτέ πρωθυπουργός, λύσε λοιπόν τα προβλήματα εδώ και τώρα» του λένε εμφαντικά. Αν το καλοσκεφτούμε, ο μέσος Έλληνας δεν κάνει λάθος να σκέφτεται κατ’ αυτό τον τρόπο. Η ΝΔ τρέχει μόνη της σ’ έναν αγώνα δρόμου, στον οποίο ο μοναδικός αντίπαλος είναι ο εαυτός της. Το πολιτικό δίλημμα από δω και πέρα, είναι απλό και δίχως ιδιαίτερες κομματικές παραμέτρους. Έλυσε η κυβέρνηση της ΝΔ τα προβλήματα; Θα κερδίσει πάλι. Δεν τα έλυσε; Θα χάσει κι ας μην διαφαίνεται αυτή την στιγμή το πρόσωπο και ο φορέας που θα πάρει την θέση της στην εξουσία.
Τι σημαίνει «να λύσει τα προβλήματα»; Πρώτα απ’ όλα ότι η κυβέρνηση πρέπει να τα αξιολογήσει κατά την σπουδαιότητα τους και τους επιτεθεί κατά μέτωπο επιδιώκοντας ριζική τους επίλυση. Όχι μπαλώματα ή κουκούλωμα. Φυσικά, ποτέ δεν λύνονται όλα τα μεγάλα προβλήματα μιας κοινωνίας στο 100%, αλλά για τον Μητσοτάκη που διανύει την δεύτερη τετραετία του δεν αρκεί πλέον το «προσπάθησε», χρειάζονται πια μετρήσιμα αποτελέσματα. Και δεν χρειάζεται να ψάξει πολύ για να βρει τον κατάλογο των προβλημάτων που ταλανίζουν τον κόσμο. Τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνειών, άλλωστε στο Μέγαρο Μαξίμου χειρίζονται περίφημα το εργαλείο των μετρήσεων της κοινής γνώμης.
Πρώτο πρόβλημα είναι ο πληθωρισμός, η ακρίβεια κατά το λαϊκότερο και ειδικά η ακρίβεια στα τρόφιμα και μετά στην ενέργεια. Ακολουθούν η ασφάλεια του πολίτη, η οικονομική ανάπτυξη που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το επίπεδο των μισθών, ενώ διόλου ευκαταφρόνητα δεν είναι και τα ποσοστά ενδιαφέροντος για την υγεία. Το μεταναστευτικό παραμένει σχετικά ψηλά, η αντιμετώπιση της ανεργίας είναι πλέον πολύ χαμηλά, ενώ τα εθνικά θέματα που για χρόνια ήταν πρώτης προτεραιότητας έχουν κι αυτά υποχωρήσει. Βεβαίως τα εθνικά και πατριωτικά ζητήματα μαζί με το μεταναστευτικό, ξεπετάγονται ως κυρίαρχα από το βράδυ ως το πρωί ανάλογα με την συγκυρία, ενώ ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε τις φυσικές καταστροφές που έρχονται απροειδοποίητα και μια αποτυχημένη διαχείριση τους είναι ικανή να ανατρέψει μέσα σε λίγες ώρες το πολιτικό κλίμα.
Βεβαίως η κυβέρνηση έχει ένα διαρκές σύνθημα, μέσα από το οποίο δείχνει να αντιλαμβάνεται αυτό τον οδικό χάρτη. Λέει «να συνεχιστούν και να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις», όμως δεν αρκεί ο κάθε υπουργός να κατεβάζει μια σειρά από καινούριους νόμους που τους ονομάζει «μεταρρύθμιση». Πρέπει σε εύλογο χρονικό διάστημα, οι μεταρρυθμίσεις αυτές να μετουσιωθούν σε πρακτικά αποτελέσματα ανακούφισης και διευκόλυνσης των πολιτών. Καθότι μεταρρύθμιση ονομάζει ο Πιερρακάκης την καθιέρωση διαδραστικών πινάκων σε όλα τα σχολεία, μεταρρύθμιση ο Χατζηδάκης το φορολογικό νομοσχέδιο για τους αυτοαπασχολούμενους, μεταρρύθμιση το υπουργείο ενέργειας την χρωματική αποτύπωση των λογαριασμών ρεύματος, μεταρρύθμιση και ο Σκρέκας την καθιέρωση του -5% στις τιμές λίγων εκατοντάδων προϊόντων στα σούπερ μάρκετ.
Σύμφωνοι, μπορεί όλα αυτά να είναι μεταρρυθμιστικές πινελιές ή πρωτοβουλίες, πλην αν τα αποτελέσματα τους δεν φθάσουν χειροπιαστά στον πολίτη και μάλιστα στον κατώτατο της κοινωνικής ιεραρχίας, πολύ γρήγορα η έννοια αυτή θα γίνει συνώνυμη της αποτυχίας. Εδώ υπάρχει και μία αντίφαση. Αυτό που οι μεν αντιλαμβάνονται ως άλυτο, οι δε το θεωρούν εύκολο να λυθεί. Οι τεχνοκράτες ξέρουν ότι το διεθνές περιβάλλον και η πολυπλοκότητα του κόσμου μας δεν ευνοούν απλές και εύκολες λύσεις. Για παράδειγμα, όταν έχεις δυο πολέμους στην γειτονιά σου, πως γίνεται να μην επηρεαστείς ως χώρα; Και όταν έχεις ανθεκτική ανεργία πάνω από το 10% και παράλληλα τεράστια κενά στις θέσεις εργασίας που μοιάζουν αδύνατο να καλυφθούν, ποια εύκολη λύση υπάρχει σ’ αυτό; Σύμφωνοι, μόνο που αυτό που ο τεχνοκράτης κοιτάζει ξέροντας ότι δεν λύνεται εύκολα, ο μέσος πολίτης που δεν έχει ειδικές γνώσεις το αντιμετωπίζει ως εφικτό προς αντιμετώπιση από την πολιτική ηγεσία που έχει επιλέξει. Απαιτεί να λυθεί εδώ και τώρα, ειδικά από έναν πανίσχυρο πρωθυπουργό, που κανένας δεν δείχνει ικανός να παρεμποδίσει.
Η κυβέρνηση τρέχει μόνη της στον αγώνα. Έχει αντίπαλο μόνο το χρονόμετρο και τα προβλήματα, άρα τον εαυτό της. Η δεύτερη τετραετία της πρέπει υποχρεωτικά να είναι τετραετία χειροπιαστού έργου και πραγματικής αύξησης των εισοδημάτων. Εισοδημάτων, όχι επιδομάτων. Τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης που είναι πάρα πολλά και η αύξηση των ξένων επενδύσεων στην χώρα θα πρέπει να μεταφραστούν σε μια ραγδαία αύξηση των εισοδημάτων που θα μετατρέψει τον Έλληνα πολίτη σε Ευρωπαίο πολίτη, δηλαδή σε καλά αμειβόμενο εργαζόμενο. Και παράλληλα, μια σταδιακή βελτίωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας που προς το παρόν δεν πολυφαίνεται, μια άνθηση της παιδείας μέσα από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και μια αντιμετώπιση με δραστικό τρόπο των κερδοσκοπικών τάσεων των πολυεθνικών που ανεβάζουν ανεξέλεγκτα τις τιμές, μπορεί να δώσει το δικαίωμα στον Μητσοτάκη να πει «τα κατάφερα αρκετά καλά». Διότι το «δεν τα κατάφερα» ή το «τα πήγα μέτρια» δεν παίζει πλέον.