Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
του Δημήτρη Καμπουράκη
Αν υπήρξε κάποια αξιοπρόσεκτο πολιτικό θέμα την βδομάδα που πέρασε, ήταν η αποσαφήνιση του τελικού συνθήματος των δύο κομμάτων που διασταυρώνουν τα ξίφη τους για την εξουσία. Είχε αρχίσει από καιρό να διαφαίνεται ότι ενώ η ΝΔ παρέμενε σταθερή στο σύνθημα που έχει επιλέξει πολύ πριν αναγγελθούν οι εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ πελαγοδρομούσε προσπαθώντας να καταλήξει κάπου. Φαίνεται ότι αυτό οριστικοποιήθηκε την Μεγαλοβδομάδα και τώρα πάμε φουλαριστοί για τις εκλογές με τα δύο βασικά συνθήματα-διλήμματα να στέκονται απέναντι και να κονταροχτυπιούνται.
Η ΝΔ πάει με σύνθημα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας;». Το δίλημμα αυτό το θέτει αδιάλειπτα και καθαρά ο πρωθυπουργός, εδώ και δυο τουλάχιστον χρόνια. Είχε ευθύς εξ αρχής πεποίθηση ότι η εκλογική μάχη θα είναι μια σύγκρουση όχι μόνο πολιτική και ιδεολογική, αλλά και ανάμεσα σε δυο ηγέτες, δηλαδή σύγκρουση κατ’ ουσία προσωπική. Δεν είναι παράλογο, ούτε απολίτικο όπως θέλουν κάποιοι να το παρουσιάσουν. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα όπου το πολιτικό σύστημα είναι καθαρά πρωθυπουργοκεντρικό, το πρόσωπο του μελλοντικού πρωθυπουργού είναι το κομβικότερο σημείο πάνω στο οποίο δίνεται η εκλογική μάχη. Αλλά και γενικώς στην υφήλιο, ανεξαρτήτως συστήματος, το πρόσωπο του ηγέτη είναι που καθορίζει τις αναμετρήσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιθέτως, μετά από αμφιταλαντεύσεις και απανωτές δοκιμές διαφόρων συνθημάτων, φαίνεται τελικά να κατέληξε στο «Μητσοτάκης ή αλλαγή;». Είναι σύνθημα κατά το ήμισυ προσωποκεντρικό, απλώς μοιάζει αλλόκοτο να μην περιέχεται σ’ αυτό το πρόσωπο του δικού του αρχηγού αλλά το πρόσωπο του αντιπάλου. Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν σήκωσε το γάντι που πέταξε ο Μητσοτάκης, να υιοθετήσει κι αυτός ευθέως το ερώτημα «Τσίπρας ή Μητσοτάκης». Αντιθέτως, στην θέση του άλλοτε κραταιού και επικοινωνιακά πανίσχυρου Αλέξη που ήταν η ατμομηχανή του κόμματος του, τώρα προτιμήθηκε η αναπαλαιωμένη «αλλαγή».
Μπορεί ο απλός πολίτης να μην είναι σε θέση να αποκρυπτογραφήσει τα πολιτικά μηνύματα που κρύβονται πίσω από την υιοθέτηση του ενός ή του άλλου συνθήματος, όμως η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει καλύτερος καθρέπτης από τα βασικά διλήμματα που οι δυο αντίπαλοι υιοθετούν και προσπαθούν να επιβάλλουν ως κυρίαρχα στην εκλογική μάχη. Πρώτα απ’ όλα, τόσο το νεοδημοκρατικό «Μητσοτάκης ή Τσίπρας;» όσο και το ΣΥΡΙΖΑικό «Μητσοτάκης ή αλλαγή;», δείχνουν ότι τα δυο κόμματα είναι οι καλύτεροι πελάτες των δημοσκόπων και ότι κινούνται με βάση τις οδηγίες τους. Επίσης, από την επιλογή και μόνο, είναι ολοφάνερο ποιο κόμμα είναι πρώτο και ποιο δεύτερο. Τρίτον, φαίνεται αμέσως ποιο κόμμα και με ποιον ηγέτη έχει αυτή την στιγμή την πολιτική κυριαρχία, την λεγόμενη πολιτική ηγεμονία, δηλαδή τις πιθανότητες με το μέρος του. «Όλα αυτά τα συμπεράσματα με δυο συνθήματα;» θα ρωτήσετε. Και όμως, ναι.
Διότι η επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να εξαφανίσει το όνομα του από το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα του κόμματος του, δείχνει ότι έχει πλήρη επίγνωση της προσωπικής πολιτικής του αδυναμίας έναντι του αντιπάλου του. Ξέρει ότι στην σύγκριση των δυο τους, χάνει. Αντιθέτως, ο Μητσοτάκης ξέρει ότι κερδίζει και γι αυτό επιμένει να βάζει το πρόσωπο του και το όνομα του σε πρώτο πλάνο. Η επιστράτευση εκ μέρους του Τσίπρα της λέξης «αλλαγή», προσδίδει στο κόμμα του ένα παλαιοπασοκικό άρωμα. Δίχως να το λέει ευθέως, παριστάνει τον Ανδρέα Παπανδρέου του οποίου παιδί ήταν η «αλλαγή». Μόνο που χρησιμοποιήθηκε πριν μισό αιώνα. Παράλληλα, επειδή η «αλλαγή» είναι κάτι γενικότερο και απροσδιόριστο, ο Τσίπρας προσπαθεί να περάσει από την πίσω πόρτα την εικόνα ότι δεν ηγείται ενός κόμματος αλλά ενός κοινωνικοπολιτικού ρεύματος. Ίσως και κάποιου πολιτικού μετώπου.
Η ουσία είναι ότι το κεντρικό σύνθημα-δίλημμα της ΝΔ δείχνει κόμμα με σαφή στόχο και αυτοπεποίθηση. Διαφημίζει τον ηγέτη του, δεν τον κρύβει. Επιμένει στην πιθανότητα αυτοδυναμίας (την δεύτερη φορά), εξηγώντας ευθαρσώς τους λόγους αυτής της επιμονής. Αντιθέτως, το σύνθημα-δίλημμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι περισσότερο ένα καμουφλάζ, απ’ όσο ένα κάλεσμα προς τους ψηφοφόρους. Δεν έχει πρόσωπο, δεν έχει στόχο. Καλεί τους ψηφοφόρους να καταψηφίσουν τον Μητσοτάκη (που κατονομάζει), αλλά δεν κατονομάζει αυτόν που τους ζητά να υπερψηφίσουν. Τον κρύβει πίσω από το θολό σύνθημα της «αλλαγής» που θα προέλθει αν θα καταψηφίσουν τον Κυριάκο.
Προφανώς τα δυο εκλογικά επιτελεία κάνουν το καλύτερο δυνατό, για τις συνθήκες μέσα στις οποίες σχεδιάζουν τον εκλογικό τους αγώνα. Απλώς γίνεται φανερό από τον τρόπο που θα πολιτευτούν ότι η ΝΔ και ο Μητσοτάκης ξεκινούν από σαφώς καλύτερο σημείο. Ο ένας πρέπει απλώς να διατηρήσει τα σημερινά δεδομένα, ο άλλος πρέπει να τα ανατρέψει. Για να δούμε…