Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
του Δημήτρη Καμπουράκη
«Μα τι διάβολο συμβαίνει σ’ αυτό τον τόπο; Τι έγινε ξαφνικά και μέσα σε δυο χρόνια, μοιάζει σαν να έχουν ανοίξει οι πύλες της κοινωνικής κόλασης κι έχουν πεταχτεί έξω όλα τα φρικτά εγκλήματα που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς; Τι στο καλό έχει συμβεί, μας τρέλανε όλους ο εγκλεισμός του κορωνοϊού, μας αποτέλειωσαν ομαδικώς οι απανωτές και δίχως διακοπή οικονομικές κρίσεις ή άλλαξε τόσο ραγδαία η κοινωνία μας που αδυνατούμε να την αναγνωρίσουμε;»
Τα ‘χετε ακούσει και ξανακούσει αυτά τα ερωτήματα, σε παρέες, σε επίσημες εκδηλώσεις, σε τηλεοπτικές συζητήσεις. Από τον Μπάμπη τον πιλότο που σκότωσε την γυναίκα του, κρέμασε τον σκύλο του και έβαλε το μωρό τους πάνω στην δολοφονημένη μάνα του, μέχρι την Πισπιρίγκου που κατηγορείται για την δολοφονία των τριών παιδιών της για λόγους αντιζηλίας με τον σύντροφο της, μισή τηλεοπτική σεζόν δρόμος. Κι από τον καθωσπρέπει κύριο που εκπόρνευσε την δωδεκάχρονη σε 200 βιαστές ανηλίκων, μέχρι την σημερινές σοκαριστικές καταγγελίες για κακοποίηση παιδιών στην Κιβωτό του Κόσμου, ούτε ένας μήνας απόσταση.
Θεατές σε « διαγωνισμό φρίκης»
Το ένα ανήκουστο έγκλημα διαδέχεται το άλλο στην ελληνική κοινωνία, θαρρείς με τέλειο χρονικό συντονισμό. Με το που ολοκληρώνεται η καταβύθιση όλων μας στις λεπτομέρειες της μιας φρικτής υπόθεσης, πάνω που πάμε να ανασάνουμε καταναλώνοντας φυσιολογικές ειδήσεις, σκάει η επόμενη τρομακτική ιστορία που από την πρώτη μέρα της μοιάζει πολύ χειρότερη από την προηγούμενη. Σαν να έχει χαθεί το έρμα, το όριο, ο πάτος, σαν να είμαστε θεατές ενός ατέλειωτου διαγωνισμού φρίκης.
Οι αστυνομικοί συντάκτες των καναλιών μας πυροβολούν κάθε πρωί από την ΓΑΔΑ κι από τους τόπους των εγκλημάτων. Πληροφορίες πάνε κι έρχονται, σοκαριστικές λεπτομέρειες για τους πρωταγωνιστές αναδεικνύονται από πρωινάδικα και μεσημεριανάδικα, το διαδίκτυο και τα social media βρίθουν από εικασίες και βεβαιότητες, οι ψυχολόγοι αναλύουν δίχως κλινική εξέταση, οι αυτόκλητοι κατήγοροι κατηγορούν δίχως στοιχεία, οι Κατίνες κάθε τόπου και χώρου διαπρέπουν. Ο μέσος άνθρωπος ανησυχεί, υποπτεύεται, φοβάται, ταμπουρώνεται.
Ομαδική εγκληματική παράκρουση
Ζούμε σε μια ομαδική εγκληματική παράκρουση. Κάτι σαν επιδημία, που τροφοδοτείται διαρκώς από καινούριες μεταλλάξεις κάποιου ιού. Ο μέσος Έλληνας, ο κανονικός οικογενειάρχης άνθρωπος, νιώθει σαν να απλώνεται στην κοινωνία του μια σκούρα κηλίδα την οποία ούτε μπορεί να κατανοήσει, ούτε να αναλύσει, ούτε βέβαια να αντιμετωπίσει. Το συναίσθημα αυτό δεν είναι παράλογο, αντιθέτως είναι η φυσική κατάληξη αυτού του ορυμαγδού εικόνων και πληροφοριών που βιώνει καθημερινά το μέσο νοικοκυριό.
Ο μέσος Έλληνας σκέφτεται πως σε μια κοινωνία στην οποία παιδιά υπόκεινται σε παντοειδείς κακοποιήσεις σε εκκλησιαστικές δομές και δωδεκάχρονα κορίτσια εκπορνεύονται σε δεκάδες κρυμμένους παιδόφιλους, ο κίνδυνος για τον ίδιο, το σπίτι του, τα παιδιά του ελλοχεύει παντού. Σκέφτεται ότι σε μια κοινωνία στην οποία απαστράπτοντες πιλότοι δολοφονούν τις γυναίκες τους και μετά παίζουν θέατρο ή μανάδες σκοτώνουν βασανιστικά τα παιδιά τους για το γινάτι του συντρόφου τους, δεν είναι κοινωνίες της προκοπής μέσα στις οποίες μπορούν να ζήσουν με ασφάλεια.
Παράνοια και λογική
Κάποιοι από τους αναγνώστες θα πουν ότι δραματοποιώ πολύ τα πράγματα και ότι αυτά τα εξωφρενικά που βιώνουμε ως θεατές τα τελευταία δυο χρόνια δεν είναι ο γενικός κανόνας. Συμφωνώ εν μέρει, πλην η γραμμή ανάμεσα στην κοινωνική παράνοια και την λογική είναι εξαιρετικά λεπτή και δυσδιάκριτη. Αυτή η έξαρση ειδεχθών εγκλημάτων που κατακλύζουν τον δημόσιο διάλογο, αυτή η συνεχιζόμενη γραμμή αίματος και φρίκης, δεν μπορεί να καταχωρηθεί στο κοινωνικό υποσυνείδητο ως μια τυχαία αλληλουχία δίχως άλλες ρίζες. Η εύκολη λύση είναι να πούμε ότι τρελαθήκαμε όλοι από τον δίχρονο εγκλεισμό και τώρα ξεσπάμε ανορθόδοξα, με τους πιο ευάλωτους και ψυχικά άρρωστους της κοινωνίας μας να ξεσπούν εγκληματικά.
Μα δεν είναι ακριβώς έτσι. Ποτέ η βιαιότητα (ατομική και μαζική) δεν έχει μόνο μια αιτία και ποτέ η βαριά παραβατικότητα ή οι εγκληματικές συμπεριφορές δεν έχουν μια μοναδική πηγή. Οι επαγγελματίες ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι μπορούν εύκολα να αραδιάσουν έναν κατάλογο αιτιών και αφορμών γι’ αυτό που συμβαίνει στο διπλανό μας σπίτι, στο τετράγωνο, στην γειτονιά, στην πόλη μας, στην χώρα μας. Θα πουν για την ανταγωνιστικότητα που έχει γίνει τρόπος ζωής, για την απορρύθμιση της παιδείας ως μηχανισμό καλλιέργειας πολιτισμού και πειθαρχίας, για την παρακμή της οικογένειας ως κυττάρου ένταξης και συγκράτησης του ατόμου, για την γενικευμένη αίσθηση ατιμωρησίας σε μια χαοτική κοινωνία, για την διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων που εξωθεί άτομα και ομάδες στα άκρα και άλλα πολλά.
Δεν αρκεί η διάγνωση!
Έχουν δίκιο σε όλα, πλην η διάγνωση του προβλήματος δεν αρκεί. Χρειάζεται θεραπεία, η οποία δεν μπορεί να είναι απλώς κατασταλτική. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ένας αστυνομικός σε κάθε σαλόνι ή υπνοδωμάτιο σπιτιού, ούτε σε κάθε προνοιακή δομή, ούτε είναι εφικτό οι κρατικοί μηχανισμοί να προβλέπουν εκ των προτέρων τι πρόκειται να συμβεί στα σκοτεινά δωμάτια της ψυχής κάθε πολίτη και να τον προλαβαίνει πριν εκδηλώσει την εγκληματική του συμπεριφορά. Ούτε η διαρκής αυστηροποίηση των ποινών που την έχουμε κάνει ψωμοτύρι, μπορεί να λειτουργήσει ως κόφτης τέτοιων συμπεριφορών. Η διεθνής εμπειρία επί της εγκληματολογίας έχει απαντήσει και σ’ αυτό.
Συντονισμένες, συνειδητές και πολυπλόκαμες δράσεις
Εδώ χρειάζονται διαρκείς, συντονισμένες, συνειδητές και πολυπλόκαμες δράσεις, οι οποίες δεν θα λύσουν αλλά θα απαλύνουν το πρόβλημα και θα δημιουργήσουν ένα στοιχειώδες αίσθημα ασφάλειας στον μέσο πολίτη. Ακριβώς επειδή υπάρχει γύρω μας μια έκρηξη βίας και παραβατικότητας, χρειάζεται ως απάντηση μια έκρηξη του κράτους πρόνοιας, και θεραπευτικού και προληπτικού χαρακτήρα. Οι λιγοστοί πόροι, τα πενιχρά μέσα αι οι ελάχιστοι εξειδικευμένοι άνθρωποι που ως σήμερα στελέχωναν τις υπηρεσίες πρόνοιας, πρέπει πλέον να δώσουν την θέση τους σε κάτι πιο πλουσιοπάροχο και πιο επαρκές απέναντι στις καινούριες ανάγκες.
Η γυναίκα που κακοποιείται, η ανήλικη που σπρώχνεται στον δρόμο, το παιδάκι που κακοποιείται, ο γείτονας ή ο συγγενής που βλέπει βίαιες συμπεριφορές στο διπλανό σπίτι, πρέπει να έχουν κάπου να απευθυνθούν. Ο ψυχοπαθής που μισοθεραπεύεται και κυκλοφορεί έξω, πρέπει να διαθέτει κάποιο διαρκές στήριγμα. Το σχολείο πρέπει απαραιτήτως να έχει κοινωνικό λειτουργό, οι δήμοι πρέπει απαραιτήτως να έχουν δίκτυα ψυχολόγων ανά γειτονιά ή περιοχή. Το παιδί που εμφανίζεται ασυνόδευτο ή που διαχωρίζεται από την οικογένεια του με εισαγγελική παραγγελία πρέπει να βρίσκει συγκροτημένη δομή που θα το υποδεχτεί, όχι να το παρκάρουν για μήνες στα νοσοκομεία παίδων μέχρι να δραπετεύσουν.
Επεξεργασμένο, ενιαίο, αυστηρό λειτουργικό πλαίσιο των δομών
Η αστυνομία πρέπει να εκπαιδευτεί όχι μόνο στην αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών, αλλά να ακονίσει την ικανότητα της να τα καταλαβαίνει με την πρώτη ανεπαίσθητη αναφορά. Τα γηροκομεία (ξεχάσαμε τα Χανιά με τις κακοποιήσεις των γερόντων;), τα κέντρα αποκατάστασης, οι διάφοροι οίκοι ευγηρίας πρέπει να μπουν κάτω από ένα πέπλο ελέγχων και κρατικής προστασίας. Οι δομές που ασχολούνται με παιδιά, δεν μπορεί να διαχωρίζονται σε ιδιωτικές, σε δημόσιες ή σε κοινωνικές, λειτουργώντας η κάθε μία κατά την κρίση και τα πρωτόκολλα των ιδιοκτητών και των διευθυντών. Είναι απαραίτητο ένα επεξεργασμένο, ενιαίο, αυστηρό και λειτουργικό πλαίσιο.
Δεν περισσεύει κανείς
Όλα τούτα είναι το λεγόμενο κοινωνικό κράτος. Το οποίο δεν μηδενίζει τις εγκληματικές συμπεριφορές μιας κοινωνίας, δίνει όμως διεξόδους στο κομμάτι της κοινωνίας που προσπαθεί να βοηθήσει. Μια τέτοια προνοιακή επανάσταση όμως, δεν είναι μόνο θέμα αύξησης των χρημάτων που διατίθενται και που στην Ελλάδα παγίως ήταν ελάχιστα. Είναι μια επανάσταση στο σύνολο των κρατικών, αυτοδιοικητικών και κοινωνικών θεσμών, που θα σπρώξει προς τα πάνω το δίχτυ προστασίας των ευάλωτων και των κοινωνικά καταπονημένων.
Και είναι πραγματικά ανόητο, σε μια χώρα όπου οι μηχανισμοί πρόληψης πάσχουν και οι δομές θεραπείας είναι λειψές, να τσακωνόμαστε πολυτελώς επί ιδεολογικής βάσης, για το αν το κράτος πρόνοιας πρέπει να είναι κρατικό ή ιδιωτικό. Και τα δυο πρέπει να είναι, δεν έχουμε την πολυτέλεια του ενός. Οι κανόνες κρατικοί, η προσφορά απ’ όλους όσους διατίθενται. Δεν περισσεύει κανείς, αλλά και κανείς δεν θα κινείται κάτω από την κρατική ομπρέλα ελέγχου, ούτε θα έχει δικά του πρωτόκολλα λειτουργίας και συμπεριφορών.