Είναι αυτό που ζούμε όλοι μας. Ακόμη και αν δεν τι σημαίνει, όλοι μας το πληρώνουμε και όλα τα στοιχεία της αγοράς προμηνύουν ότι έχει έρθει για τα καλά στη ζωή μας και είναι άγνωστό πότε θα εξαφανιστεί. Ο λόγος για την «επιβάρυνση ενέργειας» όπως θα μεταφράζαμε τν επαχθή σημείωση / όρο που στέλνουν όλες, η μία μετά την άλλη, οι προμηθεύτριες εταιρίες αγαθών και προϊόντων σε χονδρεμπόρους και λιανεμπόρους.
Υπεύθυνη πωλήσεων σε μεγάλη εταιρία που δραστηριοποιείται στα προϊόντα χημικών και αναλώσιμων καθαριότητας, μου έλεγε ότι πριν από λίγα 24ωρα τους ήρθαν οι νέοι τιμοκατάλογοι με όλους τους κωδικούς προϊόντων να έχουν επιβάρυνση “energy surcharge” σε ποσοστό 20%! Οι προμηθεύτριες εταιρίες είναι ελβετικές, αυστριακές και σκανδιναβικές…
Αντίστοιχα, η LyondellBasell, μία από τις κορυφαίες εταιρίες χημικών -με παρουσία σε πάνω από 100 διεθνείς αγορές- που παράγει πρώτες ύλες για τον κλάδο τροφίμων, την επεξεργασία του νερού, την παραγωγή ιατροτεχνολογικού υλικού και καυσίμων, ανακοίνωσε στους πελάτες της ότι αποφάσισε να εφαρμόσει ενεργειακές επιβαρύνσεις στην Ευρώπη για τις προμήθειες πολυαιθυλενίου και πολυπροπυλενίου από την 1η Σεπτεμβρίου. Η εταιρεία – κολοσσός αποδίδει αυτή την απόφαση στην «πολύ σημαντική αύξηση του κόστους φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας και φορτίου σε όλες τις χώρες της Ευρώπης» τους τελευταίους μήνες και διαμηνύει ότι αυτό το αυξημένο κόστος παραγωγής «δεν μπορεί να απορροφηθεί πλήρως».
Οι προσαυξήσεις “charge surenergy” ήταν ήδη 160 ευρώ/τόνο, με βάση τις μέσες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας 463 ευρώ/MWh στο Γερμανικό Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ενέργειας (EPEX) κατά τις πρώτες 25 ημέρες του Αυγούστου. Εφεξής, η εταιρεία θα αναπροσαρμόζει τις προσαυξήσεις μηνιαίως χρησιμοποιώντας έναν παρόμοιο μηχανισμό, στον οποίο κάθε αύξηση ή μείωση 30 €/MWh στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας θα οδηγεί σε αλλαγή 10 €/τόνο στην τιμολόγηση των πολυμερών.
Δεν είναι σαφές εάν οι αγοραστές θα είναι διατεθειμένοι να δεχτούν αυτές τις προσαυξήσεις ή πόση μείωση στην απορρόφηση θα μπορούσε να φανεί από τέτοιες αυξήσεις τιμών, σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς, ωστόσο, η LyondellBasell δηλώνει ότι «επιφυλάσσεται του δικαιώματος» να μειώσει τις προμήθειες σε αγοραστές που απορρίπτουν τις ενεργειακές επιβαρύνσεις και είναι ανοιχτή σε συζητήσεις για τη μείωση των συμβατικών όγκων…
Το παράδειγμα του κολοσσού της χημικής βιομηχανίας είναι απλά ενδεικτικό του τι μάς περιμένει. Και τώρα τι κάνουμε πέραν της διαπίστωσης;
Αναμένουμε ισχυρή δράση από την Ευρώπη. Όπως πολύ ορθά τονίζει σε άρθρο του ο δρ. Θεόδωρος Τσακίρης, αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας «Το ενεργειακό πρόβλημα της Ε.Ε. δεν προέκυψε μόνο λόγω των προβλέψιμων τακτικισμών του κ. Πούτιν» και σημειώνει ότι «ο Πούτιν ουδέποτε έκρυψε τη βούλησή του να εργαλειοποιήσει τις ροές ενέργειας για την εξυπηρέτηση ζωτικών γεωπολιτικών στόχων της ρωσικής υψηλής στρατηγικής, μεταξύ των οποίων η μερική παλινόρθωση της ρωσικής αυτοκρατορίας στα μετασοβιετικά εδάφη, που δεν έπρεπε ποτέ να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ κατά τη ρωσική οπτική».
Εξηγεί δε ότι το πρόβλημα εκτός από τον καθορισμό μέσω ΟΤΣ της τιμής ηλεκτρισμού βρίσκεται στη σύζευξη των αγορών ηλεκτρισμού που μεταφέρει την τιμή της μιας χώρας στην άλλη μέσω των ηλεκτρικών διασυνδέσεων, ανεξαρτήτως του επιπέδου συμμετοχής του φυσικού αερίου. Δηλαδή, με απλά λόγια, οι χώρες που έχουν πολύ υψηλή εξάρτηση από το φυσικό αέριο «μεταδίδουν» τις υψηλές τιμές τους σε εκείνες που εξαρτώνται λίγο ή και καθόλου, όπως η Ισπανία και η Γαλλία. Σε αυτό το ζοφερό παρόν και μέλλον, στη συζήτηση για το πλαφόν στο φυσικό αέριο, προτείνει ότι «για να είναι αποτελεσματικό ένα πλαφόν θα πρέπει:
α) Να τεθεί στη χρηματιστηριακή τιμή φυσικού αερίου γενικά και να μη στοχεύσει έναν παραγωγό,
β) αυτό να εφαρμοσθεί πανευρωπαϊκά και
γ) να στηριχθεί χρηματοδοτικά από ένα ενεργειακό «ευρωομόλογο» που θα επιτρέψει μεταβατικά την κάλυψη του κενού ανάμεσα στην πραγματική τιμή εισαγωγής στην Ε.Ε. και την επιδοτούμενη τιμή διάθεσης ενδοευρωπαϊκά, καθώς όλοι οι εξαγωγείς υγροποιημένου φυσικού αερίου και φυσικού αερίου της ΕΕ. δεν θα θελήσουν αυτοβούλως να προσαρμοσθούν στις νέες χαμηλότερες τιμές. Αυτές, δε, πρέπει να είναι επαρκώς υψηλές για να συνεχίσουν οι γεωπολιτικά φιλικοί προς την Ε.Ε. εξαγωγείς να την προμηθεύουν με το πανάκριβο προϊόν τους».
Αυτά από τον κύριο καθηγητή. Η Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν ακούει;