του David Aaronovitch (*)
Την περασμένη Τρίτη, μία υποψήφια μίλησε στους οπαδούς της μετά τη «σφαγή» της στις εκλογές. «Πριν από δύο χρόνια κέρδισα αυτές τις προκριματικές εκλογές με 73%», είπε η Λιζ Τσέινι στο πλήθος. «Θα μπορούσα εύκολα να έχω ξανακάνει το ίδιο. Θα έπρεπε όμως να έχω συνταχθεί στο μεταξύ με τον Ντόναλντ Τραμπ, με το ψέμα του για τις εκλογές και με τις προσπάθειές του να υπονομεύσει το δημοκρατικό σύστημά μας. Αυτόν τον δρόμο δεν θα μπορούσα να τον πάρω και δεν θα τον πάρω ποτέ», πρόσθεσε.
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η ήττα της Τσέινι οφείλεται στο γεγονός ότι τόλμησε να τα βάλει με τον Τραμπ. Μολονότι καταψήφισε την παραπομπή του σε δίκη για την προσπάθειά του να χρησιμοποιήσει τον Πρόεδρο της Ουκρανίας στη μάχη του με τον Τζο Μπάιντεν, δεν μπόρεσε να χωνέψει την άρνησή του να δεχθεί τα αποτελέσματα των εκλογών και την απόπειρά του να τα ανατρέψει. Και γι’ αυτό αποφάσισε να συμμετάσχει, μόνη από τους Ρεπουμπλικανούς, στην κοινοβουλευτική επιτροπή που μελετά τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου.
Οι δημοκρατίες δεν κρίνονται μόνο από τους νόμους, αλλά και από τις συμπεριφορές. Δεν υπάρχει νόμος που να υποχρεώνει έναν ηττημένο υποψήφιο να αναγνωρίζει την ήττα του. Όπως ανέφερε, όμως, η Τσέινι, συγχαίροντας την αντίπαλό της, την υποστηριζόμενη από τον Τραμπ Χάριετ Χάγκεμαν, «η δημοκρατία μας στηρίζεται στην καλή θέληση όλων των υποψηφίων να δέχονται τα αποτελέσματα των εκλογών».
Το 2000, ο Αλ Γκορ δέχθηκε την ήττα του «στο όνομα της ενότητάς μας» παρόλο που κέρδισε περισσότερες ψήφους από τον αντίπαλό του και μολονότι αμφισβητήθηκαν έντονα οι εκλογές στη Φλόριντα. Έτσι κάνουν οι δημοκράτες. Ο Τραμπ, αντιθέτως, δεν παραδέχθηκε ποτέ την ήττα του από τον Μπάιντεν, παρ’ όλο που έλαβε επτά εκατομμύρια λιγότερες ψήφους από αυτόν και έχασε άνετα σε εκλέκτορες. Κατασκεύασε μαζί με τους οπαδούς του τον μύθο των κλεμμένων εκλογών, έναν μύθο που οδήγησε σε βία και εξέγερση. Και τώρα δείχνει να έχει πάρει το κόμμα μαζί του. Όπως τόνισε η Τσέινι, οι μελλοντικές εκλογές σε ορισμένες πολιτείες θα εποπτεύονται από ανθρώπους που δεν δέχθηκαν ποτέ τα εκλογικά αποτελέσματα του 2020.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2016 η Χάγκεμαν δεν ήταν οπαδός του Τραμπ. Τον χαρακτήριζε «ρατσιστή» και «ξενόφοβο». Το 2022, όμως, προσαρμόστηκε στις ανάγκες της εποχής. Έκανε λάθος, είπε, παρασύρθηκε από τους Δημοκρατικούς και τους φίλους της Λιζ Τσέινι στα μίντια…
Πολλοί θα πουν βέβαια ότι κάτι τέτοιο δεν είναι σπάνιο στον πολιτικό κόσμο. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, αρκετοί πρώην υποστηρικτές του Ρίσι Σούνακ ανακάλυψαν εσχάτως ότι η Λιζ Τρας είναι καταλληλότερη για να ενώσει τη χώρα. Τι συνέβη; Μα η Τρας προηγείται στις δημοσκοπήσεις.
«Για έναν φιλελεύθερο σαν εμένα, και παρόλο που διαφωνώ με πολλές από τις θέσεις της Τσέινι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είμαι με το μέρος της. Οι Δημοκρατικοί, όμως, φαίνεται ότι δεν το βλέπουν έτσι. Και προτιμούν εξτρεμιστές υποψήφιους τον Νοέμβριο, θεωρώντας ότι θα τους νικήσουν πιο εύκολα».
(*) Ο Ντέιβιντ Ααρόνοβιτς είναι αρθρογράφος των Times