Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
Του Ζαχαρία Ζούπη
(Διευθυντής Ερευνών της OPINION POLL-Πολιτικός Αναλυτής)
Οι τελευταίες έρευνες, πριν τη θερινή ραστώνη, ήρθαν να επιβεβαιώσουν τις τάσεις που είχαν εντοπιστεί. Στην έρευνα για παράδειγμα της OPINION POLL, με την οποία έπεσε η δημοσκοπική αυλαία του Ιουλίου, φάνηκε ότι η Ν.Δ. διατηρεί ένα μεγάλο προβάδισμα της τάξης του 9.3% στην πρόθεση ψήφου επί των εγκύρων, αυξάνοντας οριακά κι άλλο την επίδοσή της. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και τους τελευταίους μήνες δείχνει να αυξάνει τη δύναμή του, δεν δείχνει να έχει τη δύναμη να πλησιάσει, να αμφισβητήσει την πρωτιά της Ν.Δ.
Έτσι, φαίνεται να είναι περισσότερο προσπάθεια αποφυγής αποσυσπείρωσης η πεποίθηση, με την οποία εμφανίζεται ο Α. Τσίπρας να δηλώνει ότι από τις εκλογές θα βγει πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μεγάλη απόσταση και η οποία παραμένει μεγάλη επί τρία χρόνια, κατά την οποία η Κυβέρνηση δεν έχει ζήσει κανένα μήνα του μέλιτος, αλλά συνεχείς και πρωτόγνωρες κρίσεις (πανδημία, πληθωρισμός, εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ενεργειακή και οικονομική κρίση που ακολούθησε, ακρίβεια, φωτιές κ.ά).
Αν αυτό είναι το πρώτο βασικό στοιχείο της έρευνας, το δεύτερο είναι η συνεχιζόμενη πτώση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ. Σε σχέση με τα τέλη Μαΐου, υπάρχει πτώση της τάξης του 1% και σε σχέση με τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 2.5%. Μπορεί να είναι μια «διόρθωση» μετά την πολύ μεγάλη αύξηση των ποσοστών του με την εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη μέσα σε ένα κλίμα έκρηξης προσδοκιών, μια αποτύπωση της διακύμανσης της δύναμής του. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, υπάρχει μια πτώση που θα φανεί αν θα γίνει τάση ή αν θα ανατραπεί. Ας έχουμε λίγο υπομονή για να καταλήξουμε σε συμπεράσματα. Μην ξεχνάμε ότι επί δυόμισι χρόνια μέχρι και τον Οκτώβριο, το ΚΙΝΑΛ εμφανιζόταν να κυμαίνεται δημοσκοπικά ανάμεσα στο 6%-7%.
Πολλοί αναρωτιούνται: «Μα είναι δυνατόν με τόσο μεγάλο κύμα πληθωρισμού και ακρίβειας, με ό,τι αυτό σημαίνει για τη ζωή των ανθρώπων, η Κυβέρνηση να μην αγγίζεται;». Κάνουν λάθος. Η Κυβέρνηση σε αυτά τα χρόνια έχει υποστεί φθορές και όχι αμελητέες. Τον Ιούνιο του 2020 κατέγραφε στην πρόθεση ψήφου πάνω από 40% και τον Ιανουάριο του 2021 περίπου 37%-38%. Σήμερα καταγράφει 31.7%. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν στέκει και μάλλον υποκρύπτει άρνηση της πραγματικότητας. Η Ν.Δ. αποδεικνύει ότι έχει αντοχές, αντοχές που απέδειξε και στην περίοδο των Μνημονίων. Ενώ αυτή έφτασε στο 19% ( πρώτες εκλογές 2012), ξαναπήγε σύντομα στο 40% ( εκλογές 2019), το ΠΑΣΟΚ λεηλατήθηκε από το ΣΥΡΙΖΑ αφού δέχτηκε ευτελισμό και κατέληξε στο 5% ή στο 8%. Ταυτόχρονα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποτελεί κεφάλαιο με διακομματική αποδοχή, με αποδοχή σαν Πρωθυπουργός της τάξης του 49%, την ίδια ώρα που η αποδοχή του κυβερνητικού έργου αυτή την τριετία βρίσκεται στο επίπεδο του 38%. Προηγείται του Α. Τσίπρα με 15%-20% στην καταλληλότητα για Πρωθυπουργός και δείχνει στα μάτια της κοινωνίας να θεωρείται ως «αυτός που μπορεί να χειριστεί τις κρίσεις και τα προβλήματα.
Δεν είναι μόνο αυτό. Η Αντιπολίτευση, και βασικά η Αξιωματική Αντιπολίτευση, οφείλει να δει τον εαυτό της στον καθρέφτη, βλέποντας τα δικά της προβλήματα. Αν σε συνθήκες παλαιού δικομματισμού το κυβερνών κόμμα είχε χάσει 8%-9%, το δεύτερο κόμμα θα ήταν πιθανότατα πρώτο ήδη στις δημοσκοπήσεις. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει. Γιατί;
Ας αναζητήσουμε κάποιες απαντήσεις:
– Γιατί ποτέ δεν τόλμησε κάποια γενναία αυτοκριτική για την περίοδο που κυβέρνησε μαζί με τους ΑΝΕΛ και η οποία δεν άφησε και καλές εντυπώσεις, για να χάσει δύο εκλογικές μάχες το 2019 και μάλιστα με τεράστιες διαφορές.
– Γιατί θεώρησε ότι έχει αφετηρία το 31.5% των εκλογών του 2019, κάτι που δεν υπήρχε, αφού ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν δυνάμεις από την ακροαριστερά μέχρι και την ακροδεξιά, μαζί με ένα κορμό που ασφαλώς διέθετε. Δεν υπήρχε, επομένως, ποτέ το 31.5% ως ενιαίο, συνεκτικό σύνολο ανθρώπων με κοινούς στόχους πέραν της αντίθεσής τους στη Ν.Δ ή και στον Κ. Μητσοτάκη. Αυτό φάνηκε από τις πρώτες έρευνες του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2019, οπότε και το 30% των πρώην ψηφοφόρων του κρατούσε, ήδη, αποστάσεις.
– Γιατί έχει το σύνδρομο της επιστροφής στον τόπο του εγκλήματος, συχνά υπερασπίζοντάς το. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις τα άρθρα και τις δηλώσεις στελεχών του, που υπερασπίζονταν το δημοψήφισμα του 2015, με το οποίο δίχασαν το λαό με ένα γελοίο ερώτημα που δεν υφίστατο και που σε τελευταία ανάλυση, οι ίδιοι έγραψαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τη λαϊκή βούληση όπως εκφράστηκε;
– Γιατί με την αντιπολιτευτική τακτική του συντηρεί το χάσμα που τον χωρίζει από τη μεσαία τάξη, τον απομακρύνει από τον κεντρώο χώρο που έχει χαρίσει στον Κ. Μητσοτάκη και κρατάει ζεστή την αμφισβήτηση όσων δυνάμεων θεωρούν ότι «αυτοί δεν αλλάζουν με τίποτα». Τι να υποθέσει κάποιος από την κεντρική επιλογή του να ανεβάζει το θέμα της ελευθεροτυπίας στην Ελλάδα, βασισμένος σε μια έκθεση μιας ΜΚΟ που κατατάσσει την Ελλάδα, τις Η.Π.Α και άλλες χώρες της Δύσης κάτω από χούντες; Πώς να εκλάβεις τις μόνιμες επιθέσεις κατά της Δικαιοσύνης, τη συχνή προβολή της επικίνδυνης για την Δημοκρατία θεωρίας ελέγχου των αρμών της εξουσίας ή τους χαρακτηρισμούς του Π. Πολάκη και του Χ. Βερναρδάκη;
– Γιατί με την τακτική του, μια τακτική φλερτ με μειοψηφίες (ανορθολογιστές, αντιεμβολιαστές, αντιδυτικούς, φιλοπουτινιστές, νοσταλγοί του Κουφοντίνα, μπαχαλάκηδες κ.λπ.) δείχνει να μην μπορεί να καταλάβει ότι ακόμα και αν κερδίσεις την ψήφο όλων αυτών των μειοψηφιών -που ασφαλώς διεκδικούν και άλλες δυνάμεις- το άθροισμα μειοψηφιών σε αφήνει στη θέση της μειοψηφίας, δεν σου επιτρέπει να δημιουργήσεις πλειοψηφικό ρεύμα.
– Γιατί η κοινωνία βαρέθηκε το διχασμό, τις ύβρεις, το λαϊκισμό, το μηδενισμό και την εχθροπάθεια και στα μάτια της πλειοψηφίας της η βασική δύναμη που τα εκφράζει, συνεχίζει να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
– Γιατί με τον τρόπο που πολιτεύεται, δεν εκλαμβάνεται ως αξιόπιστη εναλλακτική δύναμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο ερώτημα «αν είχαμε Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πιστεύετε ότι τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα;», μόλις το 23.5% απαντά θετικά, ενώ το 70.8% απαντά αρνητικά.
Πρόκειται για μόνιμη πορεία λαθών, τακτικών που δεν αποδίδουν, λαθεμένων εκτιμήσεων και διατύπωσης ακραίων τοποθετήσεων. Μαζί με όλα αυτά, όμως, υπάρχει και κάτι άλλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ συχνά εκτιμά(;) και προαναγγέλλει την πτώση της Κυβέρνησης. Μια με την πανδημία, μια με τις περυσινές πυρκαγιές, μια με τις φετινές, μια με την ακρίβεια. Πέφτει μόνιμα έξω. Μοιάζει σαν να επενδύει σε μια μεγάλη καταστροφή, που θα φέρει τα πάνω κάτω και που θα ξαναφέρει στον αφρό το ΣΥΡΙΖΑ. Πέφτει μόνιμα έξω, αλλά συνεχίζει. Έχω δε, την αίσθηση ότι το τελευταίο του χαρτί θα το παίξει ενόψει του Χειμώνα και των πιθανών ενεργειακών, οικονομικών προβλημάτων που θα υπάρξουν.
Ακόμα και αν δούμε μια πρωτοφανή κρίση, ξεχνούν κάποια βασικά πράγματα:
Πρώτον, ότι οι κρίσεις συχνά συσπειρώνουν περισσότερο γύρω από την εξουσία, ειδικά αν αυτή δείχνει ότι προσπαθεί, ότι το παλεύει. Δεύτερο, ότι ακόμα και αν προκύψει μια συγκλονιστική κατάσταση που θα τροφοδοτήσει λαϊκίστικα, ανορθολογικά, αντισυστημικά ρεύματα, αυτά μπορεί να στραφούν πολιτικά προς νέους σωτήρες. Ο αντισυστημισμός δεν είναι πια το ισχυρό σημείο του ΣΥΡΙΖΑ, που θέλει δεν θέλει κυβέρνησε τη χώρα και δεν είναι πια η νέα, ορμητική αντισυστημική δύναμη του 2010-2014. Είναι μια βαθύτατα συστημική δύναμη που προσπαθεί να ενδυθεί την αμφισβήτηση. Κάπου δεν κολλάει. Στη ζωή πιθανότατα να αποδειχθεί ότι τόσο καιρό δουλεύει για να ενισχυθούν άλλες δυνάμεις. Ας το ξανασκεφτεί…
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το ΠΑΣΟΚ που μπήκε στο παιχνίδι πάλι αισιόδοξα, με καλές προοπτικές, τριγωνοποιώντας το πολιτικό σκηνικό και ενισχύοντας τις δημοκοπικές δυνάμεις του. Έχει δε, ένα μεγάλο αφανή σύμμαχο. Προφανώς και υπάρχουν δυνάμεις που θα προτιμούσαν προοπτικά ένα ΠΑΣΟΚ σύγχρονο, με απόψεις και προτάσεις σαφείς και ρεαλιστικές, με μεταρρυθμισμό και με σαφές αντιλαϊκίστικο στίγμα που θα έπαιρνε τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ που θα οδηγούταν στην τρίτη θέση, με ό,τι αυτό σήμαινε για τη συνέχεια. Στην πραγματικότητα, όταν γίνεται μια γενικόλογη αναφορά στην ανάγκη αλλαγής συσχετισμών, αυτό υπονοείται ή αυτό πρέπει να υπονοείται. Ταυτόχρονα, αυτό είναι το άμεσο και μεσοπρόθεσμο στοίχημα για τον Ν. Ανδρουλάκη.
Δεν πρέπει, όμως, να υποτιμάει την κάμψη που καταγράφεται. Να αναζητήσει τα αίτιά της και να αναλάβει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες. Νομίζω ότι χρειάζεται:
– Να διατυπώσει και να εκλαϊκεύσει προτάσεις μεταρρυθμιστικές, εναλλακτικές, ρεαλιστικές που να μιλάνε την γλώσσα του μέλλοντος. Η επίκληση του σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα, από μόνο του, δεν λέει απολύτως τίποτα.
– Να δείξει ότι δεν τον αφήνει αδιάφορο το παιχνίδι της εξουσίας ούτε το ενδεχόμενο ύπαρξης συνθηκών ακυβερνησίας της χώρας. Τους Πασόκους όπου και αν βρίσκονται σήμερα, ένα τους ένωνε κατ΄ ουσία σταθερά: Η προοπτική της εξουσίας. Έχει δίκιο ότι κανένα κόμμα δεν προχωράει λέγοντας «ψηφίστε με για να συνεργαστώ με αυτόν». Ένα κόμμα ζητάει ψήφο για το πρόγραμμά του και τέτοιο, όμως, δεν διαθέτει σε μια συνολική αφήγηση ακόμα. Έχει εξυπνάδα η κριτική στον Κ. Μητσοτάκη γιατί δεν απευθύνει πρόταση διερεύνησης σχηματισμού Κυβέρνησης από τις πρώτες εκλογές. Ωστόσο, όταν το λες αυτό, πρέπει να είσαι έτοιμος να πεις τι προτείνεις εσύ και όχι να καταφεύγεις σε «ας συνεργαστούν άλλοι» ή «εμείς αρκετό κόστος επωμιστήκαμε».
– Να διεκδικήσει χώρο του Κέντρου που είναι προμιακός του χώρος. Σε έρευνες φαίνεται ότι αν ψήφιζαν οι Κεντρώοι θα ήταν δεύτερο κόμμα, με το ΣΥΡΙΖΑ πολύ πίσω. Μην θεωρεί όμως αυτό ως δεδομένο.
– Ασφαλώς και έχει χρέος να ασκεί σκληρή αντιπολίτευση στην Κυβέρνηση, συνοδευόμενη όμως με προτάσεις και αποβάλλοντας οριστικά το σύνδρομο του ισαποστακισμού, νιώθοντας πίεση από το ΣΥΡΙΖΑ.
– Να κάνει πιο σαφή τον αντιλαϊκισμό του και να τον καταστήσει στρατηγική φυσιογνωμική επιλογή του, ειδικά σε μια περίοδο που όλες οι αναλύσεις, ειδικά στην Ευρώπη, κρούουν τον κίνδυνο αναζωπύρωσης λαϊκίστικων ρευμάτων.
– Μην ξεχνάει ότι ο όγκος των δυνάμεων που χάθηκε (γύρω στο 30%) χάθηκε προς το ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι και υπαρξιακός του αντίπαλος. Αν το ΠΑΣΟΚ δεν τα καταφέρει και ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώσει τελικά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό, όλα έχουν τελειώσει.
– Ορισμένα στελέχη του θα πρέπει να σταματήσουν να μιλάνε με την αυτάρκεια στελεχών κόμματος του 30%. Βγάζουν ξερολισμό και αλαζονεία, απωθούν. Ξεχνούν ότι το ΠΑΣΟΚ -αν πάρουμε ενιαία την πορεία και την ιστορία του- είναι το Κόμμα που κυβέρνησε τα μισά χρόνια από την Μεταπολίτευση μέχρι τώρα και μπορεί να έβαλε την σφραγίδα του σε μεγάλες αλλαγές, αλλά την έχει βάλει και σε πολύ προβληματικές καταστάσεις. Ενώ οι δημοσκοπήσεις Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου ήταν ακόμα πιο ενθαρρυντικές απ΄ό,τι το τελευταίο διάστημα, η στάση που τηρούταν ήταν σοβαρή και στάση αυτοσυγκράτησης. Κάτι άλλαξε στη συνέχεια και μάλιστα στη συμπεριφορά παλαιών στελεχών και όχι νέων, που θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την απειρία τους.
– Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να δείξει ότι είναι παντού και να η ανανέωση -η αλλαγή συσχετισμών και ο μεταρρυθμισμός του είναι το τρίπτυχό του, δεν μπορεί να θολώνει από συμπεριφορές κεντρικών αλλά και περιφερειακών στελεχών, ούτε από το προφίλ των υποψηφίων του στις βουλευτικές, αλλά στην πορεία και στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές.
Αυτές ήταν κάποιες σκέψεις με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, αλλά και έχοντας κατά νου ότι η πολιτική περίοδος των επομένων μηνών θα έχει μεγάλο, μα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.