Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
του Δημήτρη Καμπουράκη
Καθώς διανύουμε πια την καρδιά του καλοκαιριού, όλοι μας ονειρευόμαστε τις διακοπές μας. Όσοι δεν φύγαμε ακόμα, μετράμε ανάποδα. Ανεξαρτήτως οικονομικής δυνατότητας, ηλικίας, επαγγέλματος ή μορφωτικού επιπέδου, όλοι ψάχνουμε ένα τρόπο να ξεφύγουμε για λίγο, να βρεθούμε σε μια παραλία ή ένα ορεινό χωριό, να χαλαρώσουμε, να ονειρευτούμε, να διασκεδάσουμε. Ο δυτικός άνθρωπος που κατοικεί σε μια ανεπτυγμένη χώρα έχει πια κατακτήσει το δικαίωμα των διακοπών. Δεν το ασκούν όλοι, διότι δεν διαθέτουν άπαντες την οικονομική δυνατότητα, αλλά πάντως εκατοντάδες εκατομμύρια κατοίκων των λεγόμενων «πλούσιων χωρών» ταξιδεύουν κάθε χρόνο. Ο δύσμοιρος κάτοικος του τρίτου κόσμου είναι ακόμα πολύ μακριά από μια τέτοια κατάκτηση.
Η ιστορία των διακοπών ως θεσμού είναι πολύ γοητευτική. Ξεκίνησε ως ιδέα και μετά ως μόδα, από τον 18ο αιώνα στην Ευρώπη. Αφορούσε μόνο τα μέλη της ευρωπαϊκής αστικής τάξης και τους γόνους της παλιάς ευρωπαϊκής αριστοκρατίας. Αφορούσε, δηλαδή, λίγους ανθρώπους με πάρα πολλά λεφτά. Δύο είναι οι βασικές διαφορές των τότε πρωτόγονων διακοπών με τις σημερινές. Πρώτον, οι διακοπές ήταν χειμερινές και όχι καλοκαιρινές. Δεύτερον, δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τον ήλιο και τη θάλασσα, στοιχεία που σήμερα βρίσκονται στο επίκεντρο της αναζήτησης, όσων σχεδιάζουν ταξίδι διακοπών.
Στη νότια Γαλλία από την Αγγλία
Εκείνους, λοιπόν, τους μακρινούς καιρούς του παρελθόντος, πρώτοι απ’ όλους οι Βρετανοί βιομήχανοι και μεγαλέμποροι είχαν την ιδέα να ξεφύγουν από τους σκληρούς και υγρούς αγγλικούς χειμώνες που τρυπάνε τα κόκκαλα, να απομακρυνθούν για λίγο από την αφόρητη κάπνα του κάρβουνου που έκαιγαν για να ζεσταθούν. Άρχισαν, λοιπόν, να μετακινούνται προς την κοντινή τους νότια Γαλλία, για να περάσουν τους Δεκέμβρηδες, τους Γενάρηδες και τους Φλεβάρηδες στο ήπιο μεσογειακό κλίμα. Τους ακολούθησαν στη συνέχεια οι βορειοευρωπαίοι συνάδελφοί τους (Γερμανοί, Ολλανδοί, Βέλγοι, Αυστριακοί) για να καταφθάσουν στο τέλος και οι Ρώσοι μεγιστάνες και τσιφλικάδες της αυλής του Τσάρου, που μιμούνταν τους ευρωπαίους.
Απ’ αυτή την πάμπλουτη κάστα γεννήθηκαν οι μύθοι των υπέροχων μεσογειακών ακτών της Γαλλίας (Ριβιέρα, Σαιν Τροπέ, Κάννες και όλα τα υπόλοιπα θέρετρα), καθώς όλοι οι πλούσιοι τεμπέληδες της Ευρώπης κατέφθαναν εκεί, κουβαλώντας τις μυθικές περιουσίες τους, τις λεπτεπίλεπτες γυναίκες τους, τις γούνες, τις άμαξές τους, τις γαστρονομικές τους υπερβολές και τις παράξενες διασκεδάσεις τους, που άφηναν άφωνους τους φτωχούς Γάλλους αγρότες. Οι ανταποκριτές των εφημερίδων τους ακολουθούσαν, κατέγραφαν και μετέδιδαν τη ξένοιαστη ζωή τους, μεγαλώνοντας το μύθο που ήδη είχε αρχίσει να δημιουργείται. Στα γαλλικά παράλια χτίστηκαν ακριβά ξενοδοχεία, βίλες, μέγαρα, όπερες, χαρτοπαικτικές λέσχες και χλιδάτα εστιατόρια, μέσα στα οποία η ανώτατη (ούτε καν ανώτερη) οικονομική τάξη της Ευρώπης περνούσε τους ήπιους χειμώνες της, ξοδεύοντας τα εκατομμύριά της. Μόλις ερχόταν η άνοιξη, ξανάφευγαν προς τις χώρες τους.
Ο ήλιος και η θάλασσα
Μια δεύτερη βασική διαφορά των τότε και των τωρινών διακοπών, ήταν ο ήλιος και η θάλασσα. Εκείνη την εποχή, η ιδέα να κάνει κάποιος διακοπές ξαπλωμένος σε μια παραλία και τσαλαβουτώντας κάθε τόσο στη θάλασσα, θα θεωρούνταν εντελώς παλαβή. Η σημερινή εικόνα εκατομμυρίων κατάμαυρων ανδρών και γυναικών ξαπλωμένων εκεί που σκάει το κύμα, θα άφηνε άναυδους τους ανθρώπους εκείνων των καιρών. Αυτοί φορούσαν χειμώνα-καλοκαίρι στρώσεις από πολύπλοκα ρούχα, κάθε ιδέα ξεγυμνώματος θεωρούνταν προσβολή και ξεδιαντροπιά, ενώ η γυναικεία ομορφιά ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη λευκότητα του γυναικείου δέρματος. Μαυρισμένες απ’ τους ήλιους ήταν μόνο οι αγρότισσες, οι εργαζόμενες στο δρόμο και οι υπηρέτριες. Στη θάλασσα τσαλαβουτούσαν μόνο οι ψαράδες και τα χαμίνια των παράλιων φτωχογειτονιών. Η καλή κοινωνία δεν έκανε τέτοιες απρέπειες, κυκλοφορούσε κουκουλωμένη με πολλά ρούχα, φορούσε καπέλα και κρατούσε ομπρελίνες για να μην μαυρίζει.
Όσον αφορά τις περιοχές, πρώτα καθιερώθηκε η νότια Γαλλία, μετά οι ακτές της βόρειας Ιταλίας, κάποιες παραλίες της Μάγχης προς νότο, μετά οι ακτές της κεντρικής Ιταλίας. Η Ισπανία μπήκε στον τουριστικό χάρτη τον 20ο αιώνα, ενώ οι σημερινοί προορισμοί (Ελλάδα-Τουρκία-Αίγυπτος κ.λπ.) αφορούσαν κάποιους εντελώς πρωτόγονους τόπους, που ουδείς σκεπτόταν να επισκεφθεί για αναψυχή. Σιγά-σιγά πάντως, η ιδέα των διακοπών άρχισε να επεκτείνεται κοινωνικά, πάντα στους εύπορους και στους μορφωμένους που ακολουθούσαν τις κοινωνικές μόδες της εποχής. Αφού υπήρχε αγορά, άρχισαν να δημιουργούνται και τα πρώτα πρωτόγονα γραφεία ταξιδιών, ενώ το ευρωπαϊκό αυτό χούι μεταφέρθηκε και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, που τότε μιμούνταν την Ευρώπη. Χρειάστηκε, πάντως, ένας ολόκληρος αιώνας για να μαζικοποιηθεί αυτό το φαινόμενο και να δούμε σημαντικές τουριστικές ροές (καμιά σχέση με τα σημερινά νούμερα, αλλά πάντως αριθμητικά αξιοπρόσεκτες) στην Ευρώπη.
Πώς εμφανίστηκε το τουριστικό κύμα
Δύο ήταν οι προϋποθέσεις για να εμφανιστεί (στα σπάργανά του έστω) το μαζικό τουριστικό κύμα, που σήμερα έχει εξελιχθεί σε μια τεράστια πολυεθνική βιομηχανία δισεκατομμυρίων. Πρώτον, να αυξηθούν τα εισοδήματα των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων και να δημιουργηθεί η περίφημη «μεσαία τάξη» της Ευρώπης. Αυτή απέκτησε από τον 19ο αιώνα την οικονομική δυνατότητα να ταξιδεύει, έστω και δίχως την προκλητική χλιδή των αριστοκρατών. Επίσης, έχοντας λάβει μια παιδεία που τους άνοιξε τα μυαλά, είχαν τη διάθεση να δουν τον κόσμο και λίγο παραπέρα απ’ όσο ένας παραδοσιακός στενόμυαλος και φοβικός αγρότης. Τέλος, αυτή η μεσαία τάξη είχε μεγάλες φιλοδοξίες ανέλιξης και η υιοθέτηση της συνήθειας των διακοπών ήταν ένα είδος ανοδικής κοινωνικής κίνησης προς το επίπεδο και τις συνήθειες της ζωής εκείνων, που ήθελαν να φτάσουν.
Το δεύτερο καθοριστικό στοιχείο για την ανάπτυξη του γενικού τουρισμού, ήταν η ραγδαία ανάπτυξη των μέσων μαζικής μεταφοράς στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι τεράστιες επενδύσεις πάνω στα μέσα σταθερής τροχιάς, τα εκτενή σιδηροδρομικά δίκτυα που εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη του 18ου και 19ου αιώνα, διευκόλυναν τη μεταφορά εκατομμυρίων ανθρώπων σε μεγάλες αποστάσεις, φθηνά και σε ελάχιστο χρόνο (σε σύγκριση πάντα με το τότε παρελθόν). Με κάρα, άλογα, άμαξες ή με τα πόδια, δεν αναπτύσσεται μαζικός τουρισμός. Ο σιδηρόδρομος, το πλοίο, αργότερα το αυτοκίνητο σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο και στη συνέχεια το αεροπλάνο, άνοιξαν τις πύλες των θηριωδών μετακινήσεων που βλέπουμε σήμερα.
Ο ελεύθερος χρόνος των εργαζομένων
Ένα τελευταίο στοιχείο που αξιολογείται σημαντικά, είναι η αύξηση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων. Με δωδεκάωρα και δεκατετράωρα εργασίας του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, με τις πενιχρές αμοιβές και με τη ζωή στο όριο της επιβίωσης, τι τουρισμός να αναπτυχθεί; Δεκαετία τη δεκαετία όμως, με το σχετικό διαμοιρασμό του πλούτου που παραγόταν, με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, με την καθιέρωση (μέσω συνδικαλιστικών αγώνων) του οκταώρου, του εξαημέρου (μετά πενθημέρου) και του δικαιώματος των διακοπών μετ’ αποδοχών σε κάθε εργαζόμενο, δημιουργήθηκαν οι υλικές προϋποθέσεις για να μπορεί πια ο καθένας μας να ονειρεύεται και να σχεδιάζει την καλοκαιρινή του απόδραση. Έτσι προχωρά ο κόσμος…
(Την επόμενη εβδομάδα: Μερικές ιστορίες από τις διακοπές παλιών πολιτικών ανδρών της Ελλάδας.)