Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
του Δημήτρη Καμπουράκη
Οι παλιοί πολιτικοί που έπαιζαν τις εκλογές στα δάχτυλα τους και ήξεραν την ψυχολογία των ψηφοφόρων σαν την τσέπη τους, είχαν ένα αξίωμα. «Κανένας δεν θέλει ποτέ τις πρόωρες εκλογές, αλλά μόλις προκηρυχτούν κανένας δεν θυμάται ότι είναι πρόωρες». Αν το καλοσκεφτούμε, δεν έχουν άδικο. Σε συνθήκες πολιτικής και οικονομικής κανονικότητας, ο μέσος ψηφοφόρος σπάνια επικροτεί την καταφυγή στις κάλπες πριν λήξει η τετραετία που ορίζει το Σύνταγμα. Το ίδιο συμβαίνει, επίσης, όταν βρισκόμαστε σε οξεία οικονομική ή εθνική κρίση, σαν τους δικούς μας καιρούς για παράδειγμα.
Εκλογές σημαίνει κοινωνική αναμπουμπούλα, φρενάρισμα της λειτουργίας του κράτους, αναστολή αποφάσεων για ικανό χρονικό διάστημα, δυσκολία αντιμετώπισης κάποιας έκτακτης ανάγκης, συχνό εκτροχιασμό των δημοσίων οικονομικών, αναστάτωση στη λειτουργία της αγοράς, περιβαλλοντική και ηχητική ρύπανση, ενίοτε πόλωση και φασαρίες. Εντάξει, οι εκλογές πέραν της αυτονόητης σχέσης τους με την ουσία της Δημοκρατίας, έχουν και τη γοητεία τους. Κεντρίζουν το ενδιαφέρον του πολίτη για τα κοινά, τα φτωχά λαϊκά στρώματα συχνά επωφελούνται από την προεκλογική γαλαντομία των υποψηφίων κυβερνητών τους, όμως, η συχνή επανάληψή τους δεν είναι ένδειξη ούτε καλής λειτουργίας του πολιτεύματος ούτε υγιούς αντίληψης του τρόπου που ασκείται η πολιτική σε μια χώρα.
Τα γράφω αυτά, διότι η καλοκαιρινή ραστώνη μας βρήκε με την τελεσίδικη απόφαση του πρωθυπουργού να μην πάει σε εκλογές το Σεπτέμβριο, αλλά να συνεχίσει τη δουλειά του κανονικά ως τον επόμενο Μάρτιο ή Απρίλιο. Η απόφαση αυτή που ανακοινώθηκε τρεις φορές μέσα στη Βουλή κι άλλη μια φορά σε συνέντευξη του πρωθυπουργού, είναι αλήθεια ότι εξέπληξε πολλούς. Μέχρι εκείνη την ημέρα, η εκλογολογία ήταν τόσο έντονη, που κανένας δεν θα στοιχημάτιζε ούτε σέντσι υπέρ της ολοκλήρωσης της τετραετίας. Αλλά και η πρωθυπουργική διάψευση που ακολούθησε ήταν τόσο κατηγορηματική, που ανέτρεψε όλες τις βεβαιότητες.
Υπάρχουν, ίσως, ακόμα κάποιοι που σιγοψιθυρίζουν το αξίωμα του προλόγου, αλλά δεν τολμούν καν να το πουν φωναχτά. Ειδικά οι ΣΥΡΙΖΑίοι επιμένουν ότι τίποτα δεν έχει λήξει και ότι ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάποιο φθινοπωρινό αιφνιδιασμό. Από την άλλη μεριά, οι υπουργοί ξανάπιασαν τα μολύβια τους συνειδητοποιώντας ότι έχουν ακόμα ένα οκτάμηνο δουλειάς, οι υποψήφιοι έτρεξαν να ξενοικιάσουν γραφεία και μικροφωνικές εγκαταστάσεις που είχαν καπαρώσει, τα τυπογραφεία πάτησαν το stop στο τύπωμα των προεκλογικών φυλλαδίων, οι μαγαζάτορες στα κέντρα των πόλεων ξεφύσησαν ανακουφισμένοι. Το φθινόπωρο θα δουλέψουν κανονικά, αντί να έχουν συγκεντρώσεις με πλαστικά σημαιάκια έξω από την πόρτα τους.
Η αντιπολίτευση μπερδεύτηκε λίγο, είναι αλήθεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε βάλει όλα του τα λεφτά στη βεβαιότητα ότι το φθινόπωρο θα στηθούν κάλπες. Ο Τσίπρας και τα στελέχη του φώναζαν κάθε μέρα ότι ο Μητσοτάκης «θα δραπετεύσει» μέσω πρόωρων εκλογών. Παρουσιάζοντας μια ζοφερή και καταστροφική εικόνα της χώρας, διακινούσαν τη θεωρία ότι ο πρωθυπουργός δεν θα τολμήσει να μπει στο χειμώνα με το νυν κυβερνητικό σχήμα, διότι θα πάει κατά κρημνόν από τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Τώρα, λοιπόν, που βλέπουν ότι ο Μητσοτάκης δεν δείχνει διάθεση «δραπέτευσης», κάτι έπρεπε να πουν. Οπότε υιοθέτησαν την καινοφανή θεωρία ότι ο πρωθυπουργός πήρε ξαφνικά στα τέλη Ιούνη χαμπάρι ότι τον Σεπτέμβρη θα χάσει και έκανε πίσω από την απόφασή του να «δραπετεύσει». Πρόκειται για καθαρή ανοησία, τέκνο της αρχικής υπερβολικής τους σιγουριάς για εκλογές το φθινόπωρο.
Το ίδιο πάνω-κάτω έπαθε και το ΠΑΣΟΚ. Αν και ο κος Ανδρουλάκης ήταν πιο προσεκτικός όταν εκλέχτηκε, στη συνέχεια παρασύρθηκε από το ΣΥΡΙΖΑ να ζητήσει κι αυτός εκλογές. Προφανώς, στη Χαριλάου Τρικούπη πείσθηκαν ότι επίκεινται πρόωρες κάλπες, οπότε έσπευσαν να ταυτιστούν με την απαίτηση Τσίπρα, ώστε να μην μπορεί ο αρχηγός της αντιπολίτευσης να κομπάζει ότι μόνος του «έσυρε» την κυβέρνηση σε αναμέτρηση. Το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις δημόσιες κατηγορίες των ΣΥΡΙΖΑίων ότι αφού δεν ζητά άμεσες εκλογές μετατρέπεται σε δεκανίκι της Δεξιάς. Έχασε έτσι την ευκαιρία να εμφανιστεί ως ένα θεσμικό και σοβαρό κόμμα, που «διαβάζει» τη συγκυρία δίχως τα μυωπικά γυαλιά του αμφίβολου κομματικού του κέρδους. Έτσι που τα κατάφεραν αμφότεροι, ο Μητσοτάκης εμφανίστηκε εκ των υστέρων ως ο μόνος θεσμικός πολιτικός αρχηγός, αν έχει αυτό κάποια πρακτική σημασία.
Τέλος πάντων, φαίνεται ότι κατά 99% οι εκλογές θα γίνουν την επόμενη άνοιξη. Αφήνω το 1% για να εκφράσω λίγο και τον Αλέξη Τσίπρα, που επιμένει ότι πάντα υπάρχει η πιθανότητα του Μητσοτακικού αιφνιδιασμού. Βεβαίως, η μετάθεση των εκλογών είναι κανονικό δώρο προς τον κο Τσίπρα, καθώς ο χειμώνας αναμένεται σκληρός και δύσκολος. Ακόμα κι αν υιοθετήσουμε τα πιο αισιόδοξα σενάρια που υπολογίζουν ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία κάποια στιγμή θα τερματιστεί, η παγκόσμια αισιοδοξία που θα επιφέρει δεν πρόκειται να συμβαδίσει με αυτόματη υποχώρηση των πληθωριστικών πιέσεων. Άρα, η κυβέρνηση θα πιεστεί σοβαρά, το ερώτημα είναι αν θα καταφέρει τελικά να τα βολέψει ή όχι.
Το ερώτημα αυτό θα παραμείνει αναπάντητο ως την άνοιξη. Η αιτιολόγηση του Μητσοτάκη ότι προτιμά να επωμιστεί ένα παραπάνω πολιτικό κόστος από το να αφήσει ακυβέρνητη επί τρίμηνο τη χώρα εν μέσω οικονομικών αναταράξεων και τουρκικών προκλήσεων, είναι μια αξιοπρεπής και φαινομενικά αλτρουιστική στάση. Βεβαίως, όσον αφορά τους Τούρκους, τα ίδια θα ισχύουν και του χρόνου την άνοιξη. Αν σχεδιάζουν να κάνουν κίνηση όταν η Ελλάδα βρεθεί σε (πρόσκαιρη ή μονιμότερη) πολιτική ακυβερνησία, μπορούν να το κάνουν και το 2023. Από την άλλη, κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος θα πιστώσει στον Κυριάκο ότι απέφυγε να πάει σε εκλογές που θα έπαιρνε σίγουρα, για να τις μεταθέσει σε χρόνο που θεωρητικώς όλα θα παιχτούν. Όμως πόσοι καλοπροαίρετοι υπάρχουν σε τούτο τον τόπο;