Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
τoυ Δημήτρη Καμπουράκη
Ο Ερντογάν ωρύεται, απειλεί τα νησιά, τη θάλασσα και τον αέρα μας, απειλώντας να καταφύγει σ’ ένα χαζό θερμό επεισόδιο ή πόλεμο, με σκοπό να ανατρέψει τη δημοσκοπική διαφορά που έχει από τους αντιπάλους του. Εμείς πάλι, με μια απάθεια που μόνο ένας αρχαίος ημών πρόγονος, ονόματι Επίκουρος, θα μπορούσε να δικαιολογήσει, έχουμε κάνει αλλιώς την αξιολόγησή μας. Αφιερώνουμε ένα 5% της φαιάς ουσίας μας και της ανησυχίας μας στα καμώματα του Τούρκου και το υπόλοιπο 95% κατευθύνεται στην ανάλυση του ιατροδικαστικού πορίσματος για την κεταμίνη της Πισπιρίγκου και στην αντιπαράθεση ανάμεσα στη Λατινοπούλου και τη Δανάη Μπάρκα. Μην μου πείτε ότι δεν είμαστε ένας ευτυχισμένος -κατά βάθος- λαός.
Η πανάκριβη βενζίνη και ο «ακίνητος» Κηφισός
Η βενζίνη και το πετρέλαιο κίνησης έχουν φθάσει στον Θεό. Ένα αυτοκινητάκι που κάποτε γέμιζε με πενήντα ευρώ, τώρα θέλει εκατόν είκοσι. Ωρυόμαστε, φωνάζουμε, ουρλιάζουμε, τα βάζουμε με τους πάντες. Με τους Ρώσους που κάνουν πόλεμο, με τους Αμερικάνους που δήθεν εξωθούν τους Ρώσους σε πόλεμο, με τους Ευρωπαίους που δεν έχουν ενιαία πολιτική, με τους Άραβες που δεν αυξάνουν την παραγωγή αργού, με τον Μητσοτάκη που δεν μηδενίζει τους φόρους στο καύσιμο, με τον Τσίπρα που μας παραμυθιάζει ότι έχει τη λύση στην κωλότσεπη, με τα διυλιστήρια που κερδοσκοπούν, με τους βενζινάδες που νοθεύουν. Αλλά κάθε μέρα ο Κηφισός φρακάρει από χιλιάδες αυτοκίνητα, τα Σαββατοκύριακα γίνεται το αδιαχώρητο στα διόδια. Καβαλάμε το αμάξι με το πανάκριβο καύσιμο και όπου φύγει-φύγει. Χαλαρός λαός.
Τα εισιτήρια των πλοίων έχουν φθάσει σε τέτοιο ύψος, που αποτελούν πρόκληση για το μέσο εισόδημα του Έλληνα. Μια τετραμελής οικογένεια για να πάει σε ένα νησί του Αιγαίου με καμπίνα και αυτοκίνητο, πρέπει να πληρώσει κοντά στο χιλιάρικο μαζί με την επιστροφή. Έναν καλό μισθό, σαν να λέμε. Οι επαγγελματίες των νησιών βγαίνουν στις τηλεοράσεις και σχίζουν τα ιμάτιά τους, φοβούνται ότι φέτος δεν πρόκειται να πάει κανένας Έλληνας στα μέρη τους για διακοπές. Αντιστοίχως, οι επαγγελματίες της ηπειρωτικής χώρας το πρώτο διαφημιστικό τρικ που χρησιμοποιούν είναι «ελάτε εδώ που δεν χρειάζεστε ακτοπλοϊκό εισιτήριο». Και όμως, έτσι για πλάκα, προσπαθήστε να βρείτε εισιτήριο για οποιοδήποτε νησί για Ιούλιο, Αύγουστο ως και μέσα Σεπτέμβρη. Δεν θα βρείτε ούτε παγκάκι στο κατάστρωμα -για καμπίνα ή αμάξι ούτε λόγος. Είμαστε, τελικά, λαός που δεν κωλώνουμε από πρόσκαιρες δυσχέρειες. Εμείς θα πάμε στο νησί, ο κόσμος να χαλάσει.
Τρώμε κάθε μέρα τον άμπακο και πίνουμε τον αγλέορα. Σαρώνουν τα καρδιακά, είμαστε από τους πρώτους στον κόσμο στην παιδική παχυσαρκία. Κάθε Πάσχα σουβλίζουμε τέσσερα εκατομμύρια αμνοερίφια (ένα αρνί για κάθε τρεις κατοίκους), κάθε Σαββατοκύριακο που εκδράμουμε στις ψαροταβέρνες πέφτει πανικός στα κοπάδια της σφυρίδας και στις αποικίες των αστακών στο Αιγαίο. Τρώμε λες και δεν υπάρχει αύριο, οι κλινικές έρευνας των λιπιδίων (χοληστερίνες, γλυκερίδια κ.λπ.) των ελληνικών νοσοκομείων είναι -λόγω εμπειρίας- από τις καλύτερες στην Ευρώπη. Πιάνουμε, σφάζουμε και ρίχνουμε στα κάρβουνα ό,τι πετά, κινείται και κολυμπά, δίχως τον παραμικρό οίκτο. Κι όμως, την περασμένη βδομάδα μας έπιασε ξάφνου ο πόνος για το χταπόδι. Κλαυθμός και οδυρμός για το μαλάκιο που είναι τόσο έξυπνο, ώστε αποτελεί μέγα έγκλημα η αλίευσή του, το χτύπημά του στον βράχο και η αποξήρανσή του στον ήλιο για να καταλήξει κρασάτο ή ψητό. Είμαστε υπερβατικός λαός, δεν πιστεύω να έχετε αντίρρηση.
Το ρεύμα έχει καταλήξει ο μεγαλύτερος οικονομικός βραχνάς του ελληνικού νοικοκυριού. Η ενίσχυση (έως €600) που δίνει η κυβέρνηση, μόνο εκνευρισμό δημιουργεί, αφού όλοι θέλουν τόσα κι άλλα όσα. Υπάρχει ενεργειακή φτώχεια, το λέει κάθε τόσο και ο Τσίπρας. Όλοι μας θέλουμε φθηνό ρεύμα και δικαίως. Παραλλήλως όμως, είμαστε και οικολόγοι, ευαίσθητοι για τα θέματα περιβάλλοντος και την κλιματική κρίση. Και πώς το λοιπόν, θα δουλεύουν οι βιομηχανίες παραγωγής ρεύματος; Τι θα καίνε; Λιγνίτη όχι, είναι καταστροφικός και πολύ ακριβός, εξ αιτίας των προστίμων που επιβάλλονται από τις διεθνείς συνθήκες. Πετρέλαιο όχι, είναι ρυπογόνο και στερεύει σταδιακά. Φωτοβολταϊκά όχι, καταστρέφουν εύφορη γη και είναι άθλια στην όψη. Ανεμογεννήτριες όχι, καταστρέφουν τα βουνά και τα υψώματά μας, διώχνουν τα πουλιά και τα ζώα από τις περιοχές τους. Οπότε; Α δεν ξέρουμε, εμείς απαιτούμε φθηνό ρεύμα γενικώς, ας βρουν οι ηγεσίες μια λύση που να μας ικανοποιεί. Είμαστε ένα λογικός λαός, σωστά;
Τον καιρό των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης, οι οικογένειες μαζεύονταν στα αεροδρόμια και ξεπροβόδιζαν τα παιδιά τους, που έφευγαν στο εξωτερικό για να δουλέψουν. Μαύρα χρόνια. Η ανεργία σάρωνε. Κι όλοι φώναζαν «φτιάξτε δουλειές εδώ, κάντε επενδύσεις». Δυο-τρία χρόνια μετά την έξοδο απ’ αυτή την φρίκη, οι ελληνικές επιχειρήσεις ψάχνουν κόσμο να δουλέψει και δεν βρίσκουν. Οι ξενοδόχοι ζητούν απεγνωσμένα 50.000 εργαζόμενους, αλλά αυτοί δεν υπάρχουν. Είμαστε πρώτοι σε νεανική ανεργία στην Ευρώπη, αλλά οι νεαροί και οι νεαρές μας δεν δείχνουν καμιά ζέση να πάνε να δουλέψουν. Μιλάνε για δύσκολες συνθήκες και χαμηλούς μισθούς, πλην για να αντέχουν να ζουν δίχως να εργάζονται, κάποιου είδους εισόδημα έχουν από αλλού. Οι εργοδότες πάλι, αντί να αυξήσουν κάπως τους μισθούς, πάνε στο υπουργείο εργασίας και ζητάνε να κάνει εισαγωγές φθηνών εργαζομένων από το εξωτερικό. Είμαστε μια χώρα ανεπανάληπτη, έτσι δεν είναι;
Είμαστε, τελικά, η χώρα της υπερβολής και των μεγάλων αντιφάσεων. Δεν μας ικανοποιεί τίποτα, δεν μας φτάνει τίποτα, δεν μας χορταίνει τίποτα, αλλά και τίποτα δεν στέκεται εμπόδιο στην τρέλα μας. Δεν έχουμε λεφτά, αλλά πάντα λεφτά βρίσκουμε να κάνουμε αυτό που γουστάρουμε. Μια υπόγεια μαύρη οικονομία τρέφει τα όνειρα και τις εξορμήσεις μας, αντιμετωπίζουμε χαλαρά τους μεγαλύτερους κινδύνους και διογκώνουμε δραματικά τα πιο ασήμαντα γεγονότα. Οι πολιτικοί μας δεν μπορούν να βγάλουν άκρη μαζί μας, οι δημοσκόποι μας κρατούν πάντα μικρό καλάθι με τις προβλέψεις που βγάζουν τα χαρτιά τους. Ούτε τους ξένους γουστάρουμε, ούτε μόνοι μας θέλουμε να είμαστε. Με χαρακτηριστική ευκολία λέμε το πιο τρελό πράγμα και το αντίθετό του. Είμαστε πέντε μέρες οργισμένοι και στα ενδιάμεσα Σαββατοκύριακα ανέμελοι γλεντζέδες. Είμαστε μια ευτυχισμένη χώρα, που ανάθεμα και ξέρει που βαδίζει. Και που δεν το σκέφτεται καν…