H κληρονομιά της ελληνικής γλώσσας είναι παρούσα σε όλους τους τομείς τους σύγχρονου κόσμου και αυτό την καθιστά απαραίτητη στην ερμηνεία των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε, επισήμανε η Κατερίνα Τσαπικίδου, σύμβουλος πρεσβείας Α’, διευθύντρια Υπηρεσίας Διεθνών Σχέσεων Θεσσαλονίκης του υπουργείου Εξωτερικών.
Στο χαιρετισμό της, στην εκδήλωση της Υπηρεσίας για την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας που έγινε στο Διοικητήριο, η κ. Τσαπικίδου τόνισε ότι η ελληνική γλώσσα επηρέασε σημαντικά τις σύγχρονες γλώσσες, τις παγκόσμιες αξίες, τη δυτική ιστορία και τον πολιτισμό.
Πρόσθεσε, δε, ότι η προώθηση της εκμάθησης ελληνικών είναι προτεραιότητα του υπουργείου Εξωτερικών, μέσα από πρωτοβουλίες όπως η online εκπαιδευτική πλατφόρμα staellinika.com, η οποία πρόσφατα παρουσιάστηκε και στα γαλλικά και τα γερμανικά, αλλά και εκδηλώσεις που κάνουν οι πρεσβείες και τα προξενεία για τα τιμήσουν την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας.
Στη συνέχεια, προβλήθηκε το μήνυμα του υφυπουργού Εξωτερικών Γιώργου Κώτσηρα, για την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, που τιμάται στις 9 Φεβρουαρίου, ημέρα μνήμης του Διονυσίου Σολωμού.
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο ο πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, ακαδημαϊκός, Θεόδωρος Παπαγγελής, ο οποίος ανάδειξε περιόδους στην μακραίωνη ιστορία της ελληνικής γλώσσας κατά τις οποίες επέφερε σημαντικούς αναπροσανατολισμούς στην ευρωπαϊκή διανόηση και πνευματική ζωή, έγινε αφορμή για παθιασμένες συγκρούσεις αναφορικά με τις εκπαιδευτικές αξίες και πολιτικές και συνέβαλε ακόμα και στη διεκδίκηση ταυτοτήτων βασισμένων στην κοινωνική τάξη, τις εθνικές επιδιώξεις και τις ιδεολογίες.
Τόνισε ότι στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η επικράτηση της ελληνικής γλώσσας δεν αμφισβητήθηκε από τα λατινικά. Από τα σατιρικά έργα του Λουκιανού, διαφαίνεται ένας κόσμος, όπου «η Ρώμη ήταν το αφεντικό στην πολιτική, αλλά έπρεπε να διαθέτεις ελληνικά διαπιστευτήρια για να θεωρηθείς μέρος της πνευματικής ελίτ».
Ο σημαντικός Ολλανδός ακαδημαϊκός και ανθρωπιστής Έρασμος δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι μόνος του έβαλε τη διδασκαλία των ελληνικών στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Παράλληλα, σύμφωνα πάντα με τον κ. Παπαγγελή, μέσω της γνώσης των ελληνικών ξεκίνησε να διορθώνει την λατινική μετάφραση της Βίβλου «Βουλγκάτα». Με τον τρόπο αυτό, έγινε εχθρός του εκκλησιαστικού κατεστημένου και τα ελληνικά ταυτίστηκαν με την ιεροσυλία και την αίρεση.
Ο κ. Παπαγγελής σημείωσε τον 16ο αιώνα ότι η μάχη κατά των ελληνικών και η υιοθέτησή τους από τους ανθρωπιστές, μια σύγκρουση ταυτοτήτων και πολιτιστικών αντιλήψεων, συνέβαλε, μεταξύ άλλων, στην ακμή της Αναγέννησης, δύο αιώνες αργότερα.
Αναφέρθηκε, ακόμη, στη Γερμανία του 19ου αιώνα και έκανε λόγο για «τυραννία της Ελλάδας στη Γερμανία». Βιβλίο του 1935 μιλάει για μάγια που έκαναν τα ελληνικά στους Γερμανούς στοχαστές και ανθρώπους των γραμμάτων την περίοδο του γερμανικού Ρομαντισμού, όταν και η γνώση της ελληνικής γλώσσας ήταν στο κέντρο του εκπαιδευτικού συστήματος.
Περαιτέρω, υπογράμμισε ότι οι πόνοι της γέννησης του νέου ελληνικού έθνους, συνοδεύτηκαν με το ερώτημα για τη γλώσσα που θα πρέπει αυτό να μιλά και οι συγκρούσεις των υποστηρικτών της καθαρεύουσας και της δημοτικής οδήγησαν σε αιματοχυσία… Ο κ. Παπαγγελής επισήμανε ότι γλωσσικός πλούτος, ο οποίος πρέπει να καλλιεργηθεί ιδιαίτερα σε μια εποχή επιταχυνόμενης τεχνολογικής ανάπτυξης, ταυτίζεται με τον πλούτο στην κοινωνική, διανοητική και πνευματική ζωή.
Τόνισε ότι εάν, όπως ανέφερε ο Βίτγκενσταϊν, «τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου», χρειαζόμαστε μια ζωντανή και διαρκώς αναπτυσσόμενη γλώσσα για να διαπραγματευτούμε καλύτερα τον ευρύ και ολοένα και πολυπλοκότερο κόσμο.
Ο κ. Παπαγγελής αναφέρθηκε και σε δύο χιουμοριστικά περιστατικά, ενδεικτικά του κύρους που πρόσδιδε η γνώση ελληνικών.
Ποιητής και φίλος του όπιου, ο Τόμας ντε Κινσέι (Thomas de Quincey), γεννηθείς το 1785, απάντησε σε επίσκοπο που τον κατηγόρησε για απατεώνα: «Αγιότατε, γνωρίζω ελληνικά και δεν είναι δυνατόν κάποιος που γνωρίζει ελληνικά να είναι απατεώνας».
Επιπλέον, στα μέσα του 19ου αιώνα η ετήσια συνδρομή για τα μέλη του Δικηγορικού Συμβουλίου του Λονδίνου ήταν 6 λίρες για όσους δεν γνώριζαν ελληνικά και 100 για όσους δεν γνώριζαν.
Στην εκδήλωση έδωσαν το «παρών» οι γενικοί πρόξενοι των ΗΠΑ, Jerrier S. Ismail, της Γερμανίας Sibylla Bendig, της Βουλγαρίας, Anton Markov, της Αλβανίας Irida Lace και οι πρόξενοι της Βόρειας Μακεδονίας Emilija Nikolovska και της Ουκρανίας Shkvyra Yevhen.