Επιβεβαιώνεται πλήρως το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Today Press (3/5), που είχε αποκαλύψει πρώτο την πρόθεση της κυβέρνησης να παρουσιάσει μέσα στον Ιούνιο μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας, η οποία αναδεικνύεται πλέον σε κρίσιμη απειλή για τη χώρα λόγω της παρατεταμένης ξηρασίας των τελευταίων ετών.
Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξυμένο στην Αττική, με τα αποθέματα νερού να έχουν μειωθεί κατά 250 εκατ. κυβικά μέτρα σε σύγκριση με το 2023. Η συνολική διαθέσιμη ποσότητα φτάνει πλέον τα 640 εκατ. κυβικά μέτρα, ενώ η ετήσια κατανάλωση αγγίζει τα 400 εκατ.. Αντίστοιχη εικόνα παρατηρείται και στους ταμιευτήρες της ΔΕΗ, που παρουσιάζουν μείωση κατά περίπου 40%.
Ο τριπλός άξονας της κυβερνητικής στρατηγικής
Μιλώντας στο πρώτο workshop της πρωτοβουλίας «Υδάτινες Συμμαχίες», ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου παρουσίασε τους βασικούς πυλώνες πάνω στους οποίους χτίζεται η στρατηγική:
-
Εξορθολογισμός της διοίκησης: Σήμερα στη διαχείριση των υδάτων εμπλέκονται περίπου 750 φορείς, γεγονός που δημιουργεί θεσμική πολυδιάσπαση και δυσλειτουργίες. Προβλέπεται η σύσταση ενιαίου, ευέλικτου και λειτουργικού σχήματος που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σήμερα.
-
Χρηματοδοτικά εργαλεία: Το ΥΠΕΝ εκτιμά ότι για να καλυφθούν οι ανάγκες απαιτούνται επενδύσεις της τάξης των 10 δισ. ευρώ, με συνδυασμό εθνικών και ευρωπαϊκών πόρων. Τα έργα που θα υλοποιηθούν θα είναι μακράς πνοής, με χρονικό ορίζοντα τριών δεκαετιών.
-
Κοινωνική ευαισθητοποίηση: Σύντομα θα ξεκινήσει πανελλαδική καμπάνια ενημέρωσης, με στόχο την ενίσχυση της περιβαλλοντικής συνείδησης των πολιτών, ιδιαίτερα των νέων. Το νερό αντιμετωπίζεται πλέον ως κοινό αγαθό σε κίνδυνο, και απαιτείται ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας.
Μέτρα άμεσης παρέμβασης
Στο πλαίσιο της συνολικής προσπάθειας, οι αρμόδιοι φορείς ενεργοποιούν ήδη εναλλακτικές πηγές υδροδότησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επαναλειτουργία της λίμνης Υλίκης, που είχε μείνει εκτός συστήματος για 15 χρόνια, για να αποσυμφορηθεί ο άξονας Εύηνος – Μόρνος.
Η κατάσταση χαρακτηρίζεται οριακή, με τη ρεαλιστική εκτίμηση ότι η Αττική διαθέτει αποθέματα για ακόμη 2–3 χρόνια, γεγονός που καθιστά επείγουσα τη λήψη αποφάσεων για έργα υποδομής, ενίσχυση της ανθεκτικότητας και αλλαγή της κουλτούρας κατανάλωσης.