Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Γράφει ο ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός Κωνσταντίνος Μπούρας
Φωτιές, πυρκαγιές, εμπρησμοί (δασικοί, καλλιτεχνικοί, νοητικοί, πνευματικοί – δεν ξέρω ποιοι είναι οι χειρότεροι και πώς κατατάσσονται σε αξιολογική-απαξιωτική κλίμακα από το μηδέν έως το μείον άπειρον). Φτάσαμε στην δυσάρεστη θέση τής κριτικής αφασίας, της παραδοχής «το μη χείρον βέλτιστον», να επικροτούμε το αυτονόητο και να επιβραβεύουμε το ορθολογικό.
Σε ένα δαιδαλώδες χαοτικό πολιτιστικό σύστημα, με την εντροπία στο ζενίθ της και με τις αυτοκαταστροφικές τάσεις φυγής να έχουν χτυπήσει – κυριολεκτικά – κόκκινο, βρισκόμαστε έντρομοι στο σημείο καμπής ενός μετασχηματιζόμενου Πολιτισμού όπου το να μένεις «ενεός» είναι το λιγότερο
που θα μπορούσε να επιλέξει ένας πνευματικός άνθρωπος έντιμος, ηθικός, φιλάνθρωπος, φιλόζωος, αξιοπρεπής, νουνεχής…
Παραθέτω όλα ετούτα τα επίθετα (λίγο ή πολύ συνώνυμα) γιατί τελούμε υπό διωγμόν απαξάπαντες (τε απαξάπασαι) οι ρασιοναλιστές από τις Κασσάνδρες που ευαγγελίζονται – ως Ηρόστρατοι – το απόλυτο Χάος, λες κι έτσι θα νιώσει καλύτερα ο ταραγμένος ψυχισμός τους.
Τα τελευταία χρόνια κάθε φορά που «κατεβαίνουμε» στην Επίδαυρο πάμε με σφιγμένη καρδιά, γιατί δεν ξέρουμε τι αμετροέπεια, ανοησία, απρονοησία, επιπολαιότητα, προχειρότητα, αλαζονεία, δοκησισοφία (προσθέστε όσα συνώνυμα θέλετε και πάλι μέσα θα είστε…) θα αντιμετωπίσουμε πάλι.
Έτσι, όταν δούμε κάτι καλό, που σέβεται την Παράδοση, το κοινό, τον Ορθό Λόγο κι έχει (αποδεδειγμένα) πολλή βάσανο, έρευνα, μελέτη, προετοιμασία ΠΡΙΝ το τελικώς καταναλωνόμενο (και καταναλώσιμο) πολιτιστικό προϊόν, τότε επικροτούμε με χέρια και με πόδια, ενθουσιαζόμαστε, εκστασιαζόμαστε, συγκινούμαστε, κλαίμε από χαρά, αφού δεν χάθηκαν ακόμη όλα.
Αυτά ακριβώς ένιωσα στην τελευταία επιδαύρεια φεστιβαλική παράσταση με την οποία έκλεισε κι αυτό το πολύπαθο καλοκαίρι.
Μιλάω για τις αξιοθαύμαστες, συγκινητικές, σύγχρονες και διαχρονικές, επικαιροποιημένες «Ικέτιδες» σε σκηνοθεσία τής εκπληκτικής για την ερευνητική της επάρκεια Μαριάννας Κάλμπαρη (σε συμπαραγωγή Θεάτρου Τέχνης και Θεάτρου τού Νέου Κόσμου), με πεντηκονταμελή Χορό, ακροβάτες,
χορωδία με επικεφαλής την μελωδικότατη Μαρίνα Σάττι, σε αξιοθαύμαστη δραματουργική επεξεργασία (και εμπλουτισμό με άλλα δραματικά κείμενα) τής λαγαρής, εύηχης, ρυθμικότατης μετάφρασης τού Ιωάννη Γρυπάρη [επιτέλους, ακούσαμε σωστά ελληνικά στο κοίλον της Επιδαύρου και ΔΕΝ ψάχναμε στους αγγλικούς υπέρτιτλους να δούμε τι περίπου λένε οι επί ορχήστρας ηθοποιοί
και να καταλάβουμε τα δυσκατάληπτα – μήπως, λέω, αυτό είναι μια καλή αφορμή, μια εύλογη αφετηρία να ξαναγυρίσουμε στους παλαιούς, καλούς, επαρκέστατους μεταφραστές και όχι σε σύγχρονα χρηματοθηρικά αποβράσματα που μας υποτιμούν μεταποιώντας ξενόγλωσσες μεταφράσεις
των αθάνατων κλασικών κειμένων;].
Οι «Ικέτιδες» τού Αισχύλου [ναι, αυτή τη φορά ΉΤΑΝΕ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ κι όχι κάποιο μετανεωτερικό εκτόπλασμα] με τις γεωμετρικές κινήσεις των δύο ημιχορίων, με πρωτότυπη μουσική, με τέλεια αγωγή λόγου, με απόλυτη κατάνυξη και σεβασμό στον απαιτητικό, πολύπειρο θεατή, με υπέροχες ερμηνείες, με ευσυνείδητους επαγγελματίες…
Οι «Ικέτιδες» τού Αισχύλου που έκλεισαν το επίσημο θεατρικό-φεστιβαλικό μας καλοκαίρι αξίζουν κάθε επιβράβευση, απαξάπαντες/απαξάπασαι οι συντελεστές είναι αξιέπαινοι, δεν έχω λόγια να τονίσω τον άθλο κάθε ενός και κάθε μιας ξεχωριστά.
Η Μαριάννα Κάλμπαρη είναι κεφάλαιο για τον παγκόσμιο, πανανθρώπινο, σύγχρονο νεοελληνικό Πολιτισμό μας. Μακάρι να μπορούσε να είναι ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ως Καλλιτεχνική Διευθύντρια και στο Εθνικό μας Θέατρο και στο ταλανιζόμενο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και σε όλες τις κρατικοδίαιτες σκηνές τής Ελλάδας. Τότε θα είχαμε το κεφάλι μας ήσυχο πως κάθε δουλειά που φέρει την υπογραφή, την έγκριση ή τη θεώρησή της, θα αξίζει τα χρήματα τού φτωχού φορολογούμενου πολίτη.
Τα γράφω όλα αυτά μετά λόγου γνώσεως και δεν είναι τυχαίο πως η Ένωση Κριτικών, την οποία υπηρετώ αφιλοκερδώς, απένειμε το Βραβείο Κουν στην παραγωγικότατη Μαριάννα Κάλμπαρη.