Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Η κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου ήταν κάτι παραπάνω από μια αποχαιρετιστήρια τελετή. Ήταν μια σκηνή από εκείνες που, περισσότερο από τον χαρακτήρα των παρόντων, αποκαλύπτουν το ψυχογράφημα των απόντων. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτοί που έλειπαν έκαναν απείρως μεγαλύτερη φασαρία από κείνους που παραβρέθηκαν.
Η απουσία των θεσμικών εκπροσώπων της ελληνικής Αριστεράς, δηλαδή του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Αριστεράς, ακόμη και του ίδιου του ριμπραντιασμένου Τσίπρα, έγινε το θέμα της ημέρας, το θέμα της βδομάδας και του μήνα. Πάνω από κείνες τις άδειες καρέκλες απλώθηκε μια σιωπή τόσο πηχτή, που τελικά αντήχησε δυνατότερα από τα χειροκροτήματα.
Δεν είναι πως έλειψαν τυχαία. Ήταν μια απόφαση. Συνειδητή, επιβεβαιωμένη, σχεδόν ιδεολογικά υπερήφανη. Ο Χαρίτσης βγήκε να εξηγήσει ότι «ο Σαββόπουλος απομακρύνθηκε συνειδητά από την προοδευτική παράδοση». Ο Πολάκης — πιο αυθόρμητος, όπως πάντα — το έθεσε πιο λαϊκά: «Ας τον κλάψουν αυτοί που ταυτίστηκαν μαζί του τα τελευταία χρόνια». Ο καθένας με τον τρόπο του έβαλε το ίδιο επίθετο πάνω στον νεκρό: αποστάτης. Και κάπως έτσι, ο αποστάτης έγινε πάλι ήρωας, αλλά αυτή τη φορά όχι από τραγούδι, από αμηχανία.
Διότι η ελληνική Αριστερά έχει ένα παλιό, σχεδόν ψυχαναγκαστικό πρόβλημα με όσους φεύγουν απ’ το μαντρί. Ακόμα και για κείνους που η ίδια θεωρούσε ως μαντρωμένους της κι ας μην το είχαν επιβεβαιώσει οι ίδιοι ότι της ανήκουν. Ο αποστάτης είναι χειρότερος κι απ’ τον εχθρό. Ο εχθρός σε πολεμάει στα ίσια, ο αποστάτης σε προδίδει από μέσα. Αυτό το σχήμα, το «πας μη μεθ’ ημών, καθ’ ημών», έχει βαθιές ρίζες στο DNA της παράταξης. Από τα χρόνια της Αντίστασης μέχρι τις πολιτισμικές μάχες της Μεταπολίτευσης. Στην ψυχολογία του χώρου, δεν υπάρχει η διαφορετική άποψη. Ακόμα και οι καλοπροαίρετες αποχρώσεις της βαφτίζονται ύποπτες. Υπάρχει μόνο το ατσάλινο δίπολο, «προδοσία ή συνέπεια». Και το μέτρο της συνέπειας το κρατά πάντα κάποιος κομματικός τροχονόμος.
Ο Σαββόπουλος όμως δεν άντεχε τροχονόμους.
Ούτε στα τραγούδια του, ούτε στη ζωή του. Ήταν ένας άνθρωπος που ξεκίνησε με την αριστερή λογική της τέχνης που συνοδεύεται από την υψωμένη γροθιά, αλλά σύντομα κατάλαβε πως η τέχνη που στρατεύεται, πεθαίνει. Δεν μπορείς να τραγουδάς το «μια θάλασσα μικρή» και να περνάς από έγκριση γραφείου Τύπου. Ούτε να μιλάς για «συννεφούλες» και να χρειάζεσαι την ευλογία του κόμματος. Ο Σαββόπουλος έφυγε, απομακρύνθηκε, άλλαξε, κι αυτή ακριβώς η ανεξαρτησία του είναι που δεν του συγχωρέθηκε ποτέ.
Η ειρωνεία είναι πως το κομμάτι της γενιάς που τώρα τον καταδικάζει, είναι το ίδιο που κάποτε έκλαιγε με τα τραγούδια του. Τα παιδιά του Πολυτεχνείου, οι νεολαίοι των καταλήψεων, οι “αντι” κάθε είδους, έμαθαν τον ρομαντισμό της αμφισβήτησης μέσα απ’ τον Νιόνιο. Και τώρα, όταν εκείνος γύρισε και τους είπε ότι δεν εντάσσει τον εαυτό του σ’ αυτό το στρατόπεδο, του φέρθηκαν σαν αιρετικό. Όχι γιατί τους έβρισε, αλλά γιατί τους εξέθεσε. Γιατί τους υπενθύμισε ότι μπορείς να είσαι ελεύθερος χωρίς να ζητάς άδεια και ότι δικαιούσαι να επιλέγεις δίχως να φοβάσαι.
Από πολιτική άποψη, βέβαια, η απουσία τους ήταν και λάθος τακτικής.
Ο Ανδρουλάκης, για παράδειγμα, κανένας δεν κατάλαβε γιατί δεν πήγε. Δεν είχε προηγούμενα, δεν είχε διαφορές, δεν είχε λόγο. Ίσως θεώρησε ότι δεν τον αφορά. Ίσως απλώς δεν κατάλαβε τη σημασία της στιγμής. Κι όμως, αποδείχθηκε μέγιστη πολιτική γκάφα. Γιατί στη δημόσια ζωή, υπάρχουν κάποιες στιγμές που δεν έχουν ιδεολογία, μόνο συμβολισμό. Και όποιος τις προσπερνά, δείχνει όχι συνέπεια, αλλά μικρότητα.
Γιατί η πολιτική δεν μετριέται μόνο με δηλώσεις, αλλά και με παρουσία. Και στην κηδεία εκείνη, η απουσία δεν ήταν “ουδετερότητα”. Ήταν στάση. Και κυρίως, η λάθος στάση.
Το ακόμη πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι κομμάτι της λαϊκής βάσης αυτών των χώρων έσπευσε να δικαιώσει την απουσία. Στα social media, κάτω απ’ τα ποστ του Χαρίτση και του Πολάκη, χιλιάδες “προοδευτικοί” σχολίαζαν με την ίδια λέξη-καραμέλα: “Καλά κάνατε”. Λες και υπήρχε κάποιο είδος ηθικού καθαρμού στο να μην αποχαιρετήσεις έναν άνθρωπο που κάποτε τραγούδησες. Λες και η τιμή στους νεκρούς έχει ιδεολογικό πρόσημο. Αυτή η μικρότητα δεν είναι πολιτική διαφωνία, είναι ηθική πτώχευση. Είναι η στιγμή που η παράταξη της ανεκτικότητας ξεχνά να ανεχθεί.
Η φωτογραφία τα είπε όλα.
Εκείνη η εικόνα μπροστά στο φέρετρο, με τις άδειες καρέκλες που πάνω τους είχαν γραφτεί τα ονόματα των απόντων. Δεν την έστησε κάποιος φωτογράφος, την έστησε η πραγματικότητα. Ήταν η πιο δυνατή πολιτική αφίσα της χρονιάς, χωρίς λόγια, χωρίς πανό, χωρίς μικρόφωνα. Οι καρέκλες ήταν εκεί, να θυμίζουν ότι η μνήμη γράφεται όχι μόνο από αυτούς που μιλούν, αλλά κι από αυτούς που λείπουν.
Αυτή η εικόνα θα μείνει γιατί αποκάλυψε κάτι βαθύτερο. Ότι η σημερινή Αριστερά έχει χάσει τη συναισθηματική της νοημοσύνη. Έχει μάθει να αξιολογεί τους ανθρώπους με πολιτικό μέτρο, όχι με ανθρώπινο. Δεν μπορεί να δει τη στιγμή έξω από το πλαίσιο της «γραμμής». Δεν έχει πια τη μεγαλοψυχία να ξεχωρίσει τον άνθρωπο από την άποψη. Ούτε είμαι βέβαιος ότι την είχε ποτέ. Και κάπως έτσι, ο χώρος που κάποτε καμάρωνε ότι έφερε την κουλτούρα στην πολιτική, έχει καταντήσει να διώχνει κάθε κουλτούρα από μέσα του.
Είναι άραγε αυτό το τίμημα της «στρατευμένης τέχνης»; Μπορεί. Η ιδέα ότι η τέχνη πρέπει να υπηρετεί το κίνημα και όχι την αλήθεια, είναι παλιά. Όμως, όποια τέχνη δεν υπηρετεί πρώτα την αλήθεια, καταλήγει να υπηρετεί το ψεύδος. Και όταν οι καλλιτέχνες σου φεύγουν, οι διανοούμενοί σου σιωπούν και οι πολίτες σου μετρούν ποιος πήγε και ποιος δεν πήγε σε μια κηδεία, τότε κάτι έχει σαπίσει όχι στην κοινωνία, αλλά στον ίδιο τον πυρήνα της πολιτικής ευαισθησίας.
Ο Σαββόπουλος δεν ήταν ούτε άγιος, ούτε προδότης. Ήταν ένας καθρέφτης. Έδειχνε τον Έλληνα όπως είναι: ευφυή και ματαιόδοξο, ρομαντικό και εγωκεντρικό, ονειροπόλο και φοβισμένο, ήρωα και απατεώνα. Ήταν το παιδί που τραγούδησε “ας κρατήσουν οι χοροί”, αλλά είδε τους χορούς να τελειώνουν μέσα στην ιδεολογική σκυθρωπότητα. Και στο τέλος, πέθανε ακριβώς όπως έζησε. Ανεξάρτητος. Κι ας έβγαλε τον επικήδειο του ο Μητσοτάκης. Ο Σαββόπουλος δεν ήταν ποτέ κανενός.
Ίσως, τελικά, αυτή να ήταν η τελευταία του νίκη. Ότι πέτυχε, ακόμα και με τον θάνατό του, να αποκαλύψει το μέγεθος της ιδεολογικής μικρότητας όσων ήθελαν να τον αγνοήσουν. Γιατί, ειρωνεία της τύχης, εκείνοι που δεν πήγαν για να μην «νομιμοποιήσουν» έναν αποστάτη, κατέληξαν να του χαρίσουν την πιο εμβληματική στιγμή της δημόσιας ζωής του. Ο Σαββόπουλος δεν χρειάστηκε την παρουσία τους. Τον τίμησε η απουσία τους.
Κι έτσι, στο τέλος, η εικόνα που έμεινε δεν ήταν το φέρετρο, ούτε το πλήθος. Ήταν εκείνες οι άδειες καρέκλες, με τα ονόματα πάνω τους, σαν βουβή επιγραφή για τη φτώχεια της σημερινής πολιτικής μας παιδείας. Σαν να τους έλεγε ο ίδιος, με το γνωστό σαββοπουλικό μειδίαμα: «Εγώ τουλάχιστον έζησα ελεύθερος. Εσείς ακόμα περιμένετε να σας εγκρίνει η Επιτροπή».












