Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Η μεταπολιτευτική δημοκρατία, που εγκαινιάστηκε το καλοκαίρι του 1974, προκάλεσε σημαίνουσες θεσμικές αλλαγές εγκαινιάζοντας τη μετάβαση σε μια εποχή διαφορετική για το πώς οι πολίτες αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία, τη συλλογικότητα και τον εαυτό τους μέσα στο πολιτικό σώμα. Τα όσα συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και πέριξ αυτού, επιβεβαιώνουν χωρίς καμία αμφιβολία την παραπάνω τοποθέτηση. Σε ποιον ανήκει ο χώρος, ποιοι είναι υπεύθυνοι για την διαφύλαξή του, πόσοι και πως μπορούν να υπάρχουν γύρω του; Η Μεταπολίτευση δεν ήταν μόνο θεσμοί και κόμματα. Ήταν συναισθήματα και επιθυμίες που δημιούργησαν την πολιτική κουλτούρα της εποχής μας.
Η πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης χαρακτηρίστηκε από την απελευθέρωση από τον φόβο που είχε προκαλέσει η επτάχρονη δικτατορία. Η μετάβαση στη δημοκρατία προκάλεσε ένα είδος συλλογικής εκτόνωσης όπου η θορυβώδης συμμετοχή έγινε σχεδόν στοιχείο προσωπικής ταυτότητας. Κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 η δημοκρατία ήταν εδραιωμένη και φαινόταν ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για αυτήν. Τότε αναπτύχθηκε μια κουλτούρα προσδοκίας για κοινωνική ανόρθωση. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ το 1981 προκάλεσε μεγάλη πολιτική αλλαγή με τη συμμετοχή ομάδων που έως τότε δεν βρίσκονταν στο πολιτικό προσκήνιο. Η πολιτική έκτοτε άρχισε να λειτουργεί ως μηχανισμός συναισθηματικής εκτόνωσης. Η επέκταση των δημοσίων θέσεων, οι νέες μορφές εκπροσώπησης ήταν ανάμεσα στα άλλα και ψυχολογικά συμβόλαια μεταξύ πολιτών και εξουσίας. Το κράτος έγινε η αρχή και το τέλος και η πολιτική έγινε όλο και περισσότερο ένας μηχανισμός συμβολικής ικανοποίησης και λιγότερο ένα πεδίο συλλογικής ευθύνης.
Η οικονομική κρίση έφερε τους πολίτες αντιμέτωπους όχι μόνο με την οικονομική ύφεση, αλλά με μια ψυχική αποσταθεροποίηση. Η εμπιστοσύνη προς τα κόμματα και τους θεσμούς κατέρρευσε, ενώ οι κυρίαρχες συναισθηματικές δομές μετατοπίστηκαν από την προσδοκία προς την οργή. Οι πλατείες, τα κινήματα, αλλά και η άνοδος των άκρων αντανακλούν την ψυχολογική αντίδραση ενός συλλογικού φαντασιακού που επί δεκαετίες ταύτιζε την πολιτική με τη λύτρωση. Όταν η πολιτική απέτυχε να προσφέρει λύτρωση, η δημοκρατία αντιμετωπίστηκε σχεδόν ως προδοσία.
Και φτάνουμε σήμερα να συζητάμε για τον βανδαλισμό του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη που μετατράπηκε σε υπαίθριο χώρο έκφρασης του πένθους του σιδηροδρομικού δυστυχήματος. Το γεγονός ότι δεχόμαστε και την αυθαιρεσία της κατάληψης του δημόσιου χώρου αλλά και την απουσία-ανικανότητα της διοίκησης να αντιμετωπίσει αυτή την αυθαιρεσία τόσα χρόνια μετά αποδεικνύει πως φτάσαμε στο δυστύχημα των Τεμπών. Ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει χωρίς να υπάρχουν συνέπειες. Αυτό ήταν ένα από τα «κεκτημένα» της Μεταπολίτευσης. Η πλατεία σαφώς ανήκει σε όλους. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο δημόσιος χώρος ανήκει σε όλους. Το ερώτημα είναι τι συμβαίνει στην περίπτωση που κάποιοι αισθάνονται και μάλιστα το επιβάλλουν ότι τους ανήκει περισσότερο. Ότι τους ανήκει εξ ολοκλήρου ώστε να μπορούν να στήνουν τα δικά τους παραπήγματα, να ζωγραφίζουν και να καταλαμβάνουν χώρο που για όλους τους υπόλοιπους συμβολίζει τα ιερά και τα όσια.
Εκεί αποδεικνύεται ότι η μεταπολιτευτική δημοκρατία δεν ήταν μόνο ένα τεράστιο επίτευγμα αλλά και μια ψυχική και πολιτική κατάσταση που πλέον επενδύει στην συναισθηματική οργή αντί στη ψυχρή ανάγκη κυβερνητικής εφαρμογής ενός σχεδίου εξυγίανσης όσων μας κρατάνε πίσω. Και αυτό, ίσως, είναι το πιο δύσκολο μάθημα της Μεταπολίτευσης.












