Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Κωνσταντίνου Μπούρα
«Αρχή σοφίας ονομάτων επί-σκεψις». «Πόλις εστί νόμω». Νόμος-Νέμω-Νομός-Νέμεσις…
Τοπόσημον…
Σήμα πόλεως…
Σύν-σημον (κατά τον τίτλο τής ποιητικής συλλογής «Σύσσημον ή τα Κεφάλαια» τού αείμνηστου Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου)….
Σύν-σωμος o Πειραιάς ατενίζει αυτό το ναό τής Τέχνης ως έμβλημα, σύμβολο και τρόπαιό του, καμάρι….
Μαζί με το ρολόι τού Πασαλιμανιού, το παραδοσιακό Ταχυδρομείο, τον σταθμό τού ΗΣΑΠ και τον ίδιο τον λιμένα, την Τερψιθέα, τη Ζέα, και τα αρχαία του τείχη, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά σημαίνει την αρχή τής περικαλλούς δόξας ενός πολύμορφου, συμπεριληπτικού, κοσμοπολίτικου αναγεννημένου αρχέγονου Ελληνικού Πολιτισμού.
Μέσα από διαδοχικές μεταμορφώσεις, επιστρωματώσεις, αλληλεπικαλύψεις, πολεοδομικές και χωροταξικές ανακατατάξεις, ευταξίες, ευρρυθμίες, οι πυθαγόρειες αρμονικές και η «χρυσή τομή» των αρχαίων αρχιτεκτόνων έδωσαν πνοή και ψυχή σε πέτρες και μάρμαρα που άλλως πως θα ήταν απλώς ερριμμένα ενώ τώρα είναι ερρωμένα…
Ο Νεοκλασικισμός και ο Γερμανικός Ρομαντισμός αποτυπώθηκαν επί Όθωνος στην Πολεοδομία και Χωροταξία με τα περίφημα οικοδομήματα που σχεδίασαν επιφανείς αρχιτέκτονες τής λεγόμενης «Γερμανικής Σχολής». Αργότερα, επί βασιλέως Γεωργίου τού Πρώτου διέπρεψε κυρίως ο Τσίλλερ αλλά όχι μόνον. Μια χορεία εμπνευσμένων οραματιστών μηχανικών, καλλιτεχνών, λογοτεχνών άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους.
Ούτως ή άλλως η Ελληνική Επανάσταση τού 1821 καθώς και όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην Χερσόνησο τού Αίμου βασίστηκαν στα ουμανιστικά ιδεώδη τού Διαφωτισμού και στα κατοχυρωμένα ήδη από τη Γαλλική Επανάσταση Ανθρώπινα Δικαιώματα.
«Ηθική και Αισθητική είναι συγκοινωνούντα δοχεία», γνωμάτευσε ο Αριστοτέλης.
«Μία εικόνα χίλιες λέξεις» και οι γεωμετρικές αναλογίες των δομικών μερών ενός αρχιτεκτονήματος μεταφέρουν υποσυνείδητα μηνύματα μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας.
Το οποιοδήποτε συλλογικό «αφήγημα» σε ορισμένα χωροχρονικά συμφραζόμενα διαμορφώνουν το κυρίαρχο ιδεολογικό-αισθητικό-ηθικό πλαίσια μίας ολόκληρης εποχής.

Από αυτή την άποψη, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, όπως εντάσσεται στον αστικό ιστό είναι ό,τι και το τρίδυμο Ακαδημία-Πανεπιστήμιο-Βιβλιοθήκη στην αθηναϊκή οδό Πανεπιστημίου.
Είναι το τοπόσημο και το έμβλημα ενός πολιτισμού, όπως εκφράζεται στην τοπική κουλτούρα.
Αυτό είναι που διαμορφώνει στην Ύλη, τις απομιμήσεις των πλατωνικών Ιδεών.
«Μίμησις πράξεως» είναι το θέατρο, σύμφωνα με την «Ποιητική» τού Αριστοτέλη. «Μίμησις μιμήσεως πράξεως» ή απλώς «θέατρο εν θεάτρω» είναι ένα σκηνικό οικοδόμημα όπου ανεβαίνουν έργα που εκφράζουν την κυρίαρχη κουλτούρα ενός εθνικού πολιτισμού.
Θα τολμήσω να πω ότι πρόκειται για «ναό» («νεώς»: ομόηχο με το «ναυς-νηός», καράβι δηλαδή που σαλπάρει προς άγνωστα χωροχρονικά ύδατα). Είναι μια «κιβωτός» που μεταφέρει πνευματικά αγαθά, αξίες, στερεότυπα, αρχέτυπα, μορφές άρρηκτα συνδεδεμένες με το περιεχόμενο.
Κάθε φορά που η Επιστήμη εκδηλούμενη ως Τεχνολογία προοδεύει διαφοροποιούνται οι μορφές, αλλάζουν οι ονοματοθεσίες κι ως εκ τούτου διαφοροποιείται δραστικά το όποιο περιεχόμενο, το «κοινωνούμενο νόημα» για να το διατυπώσουμε ορθότερα.
Η «πολιτική ορθότητα» καθώς και η περίφημη «αστική αγωγή» είναι άγραφοι κώδικες αιωνίως εξελισσόμενοι. Κάθε γενιά «επαναστατεί» έναντι τής προηγουμένης και διαφοροποιείται από τα κεκτημένα, ή από το λεγόμενο «κατεστημένο». Τα θέματα όμως που απασχολούν λογοτέχνες και καλλιτέχνες από την θρυλούμενη «Εποχή των Σπηλαίων» μέχρι σήμερα δεν έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά, όσο κι αν ποικίλλουν πολλαπλασιαζόμενες με επιταχυνόμενη εντροπία οι όποιες εκφάνσεις τους.
Σύμφωνα με την μαθηματική θεωρία «το Χάος αυτορυθμίζεται» και τα θερμοδυναμικά αξιώματα δεν ισχύουν στις νησίδες αρνητικής εντροπίας.
Η Κβαντομηχανική, καθώς και η Φυσική Υποατομικών Σωματιδίων καταδεικνύουν ότι ακόμη και το Φως διαφοροποιείται από σωματίδιο σε άϋλη κυματοειδή ακτίνα ανάλογα με τον παρατηρητή, ενόσω στην μυστηριώδη «κβαντική διεμπλοκή» βασίζονται τα πειράματα για τους «Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές» τού μέλλοντος.
Το θέατρο ακολουθεί ασθμαίνον τις κοινωνικές αλλαγές κι ελάχιστοι δημιουργοί προηγούνται. Εκείνο όμως που μένει είναι το οικοδόμημα ως έχει, που καθορίζει – έως έναν δυσεξιχνίαστο βαθμό – την πρόσληψη των καινοτομιών από το κοινό, είτε μιλάμε για «επαρκείς», μυημένους θεατές ή για τον στατιστικό μέσο θεατή τής Καμπύλης τού Gauss.
Με άλλα λόγια, το συγκεκριμένο οικοδομικό τετράγωνο που καλύπτεται από το ανακαινισμένο κι εκσυγχρονισμένο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, έτσι όπως κυριαρχεί και διεμβολίζει τον αστικό ιστό θα καθορίσει αλλά και θα καθοριστεί από το περιεχόμενο των ιδεολογημάτων που θα φιλοξενήσει, συνδυάζοντας το εδώ και τώρα με το πάλαι ποτέ, λειτουργώντας ως γεφύρωμα μεταξύ διαφορετικών φάσεων ενός και του αυτού πολιτισμού, που μόνον ως «έργον εν εξελίξει» μπορεί να εκληφθεί.
Εάν επιλέξουμε ως υπόθεση εργασίας πως θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται ως ενεργό κύτταρο πολιτισμού και να αξιοποιείται λογοτεχνικά-καλλιτεχνικά-ιδεολογικά-αισθητικά συνεχώς από τον 19ο έως και τον 22ο αιώνα, τότε αυτή η εν πολλοίς αδιάλειπτη συνέχεια δημιουργεί ένα άκρως ενδιαφέρον desideratum τής έρευνας σε διάφορα διεπιστημονικά πεδία.
Από αυτήν την άποψη θέτω τώρα τους σχετικούς προβληματισμούς μου επιμένοντας στα ερωτήματα κι αναμένοντας τις όποιες απαντήσεις που θα δοθούν ευθύς αμέσως και εις βάθος χρόνου.
Εξάλλου, ο Πανδαμάτωρ Χρόνος είναι ο αδέκαστος, ασφαλής Κριτής όλων μας και εις το φοβερό του «βήμα» καταθέτουμε τις δι-υποκειμενικές μας «αλήθειες» έτσι όπως τις καταλαβαίνουμε και τις παγιώνουμε κάθε φορά μέσα από τον γλωσσικό κώδικα, αλλά όχι μόνον, δεδομένου ότι τα περίφημα «παραγλωσσικά σημεία» συμπληρώνουν με τη «γλώσσα τού σώματος» το Άφατο, το Άρρητο, το Άγνωστο, το μη Επιστητό που πάντα καιροφυλακτεί στα κενά των λογισμών μας.
Η νοησιαρχία, ο ρασιοναλισμός και το λεγόμενο «παράλογο» τού ιρασιοναλισμού είναι απλώς οι δύο όψεις τού ιδίου νομίσματος. Ας ξαναδιαβάσουμε το μνημειώδες έργο τού Dodds «Οι Έλληνες και το Παράλογο» στο οποίο παραπέμπει και ο πρώτος Νομπελίστας μας Ποιητής Γιώργος Σεφέρης.
Εδώ όμως θα σταματήσω για λόγους αφηγηματικής οικονομίας, αλλά και για το πλεονέκτημα τής συνδημιουργικής συνειρμικής συνέχειας, που περνάει αναγκαστικά μέσα από την ανάπλαση…
Το Δημοτικό Θέατρο είναι μία ζωντανή κυψέλη Πολιτισμού και θα συνεχίσει να παραμένει στο μέλλον με φωτισμένη καλλιτεχνική διεύθυνσή του και χρηστή κοινωφελή διοίκηση.
Το αρχιτεκτόνημα με την περίφημη οβάλ σκηνή «ιταλικού τύπου» δεσπόζει στον Πειραιά και υποβάλλει το δικό του «αφήγημα» περί διαχρονικής ελληνικότητας επιβάλλοντας έτσι αισθητικούς περιορισμούς αλλά και παρέχοντας συνδημιουργικές ελευθερίες σε λογοτέχνες-δραματουργούς, καλλιτέχνες, τεχνικούς και ειδικούς στην Τεχνητή Νοημοσύνη και στην αείποτε εξελισσόμενη Πληροφορική.












