Δημοσιεύτηκε στην ψηφιακή εφημερίδα Ipaper
της Μάρθας Λεκκάκου
Η σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη έχει πληγώσει βαθιά την ελληνική κοινωνία. Πενήντα επτά άνθρωποι, στην πλειονότητα τους νέα παιδιά, χάθηκαν με φρικτό τρόπο σε ένα δυστύχημα που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ανεπηρέαστο και όπως κάθε τραγωδία, δεν έπρεπε ποτέ να γίνει. Το γεγονός ότι δύο τραίνα κινούνταν σε αντίθετη κατεύθυνση, στην ίδια γραμμή, δεν χωρά στη λογική και δικαίως η κοινωνία ζητά επιτακτικά να μη μείνει τίποτα στο σκοτάδι. Οι οικογένειες και συνολικά οι πολίτες μέσω των μεγάλων συγκεντρώσεων των προηγούμενων μηνών, πάρα τις φιλότιμες προσπάθειες ορισμένων κομμάτων της αντιπολίτευσης, έμειναν συνειδητά μακριά από πολιτικά παιχνίδια, για να ζητήσουν όπως δήλωσε και ο Πρωθυπουργός, το αυτονόητο. Η κοινωνία ζητά την αλήθεια, ζητά ένα κράτος λειτουργικό που θα εμποδίσει να επαναληφθεί μια παρόμοια τραγωδία. Ένα κράτος που θα προσφέρει στους πολίτες του σύγχρονες και ασφαλείς συγκοινωνίες.
Στα δίκαια αυτά αιτήματα έρχεται η κυβέρνηση της ΝΔ, διατηρώντας το θεσμικό της πρόσωπο, να απαντήσει ουσιαστικά, διευκολύνοντας με κάθε τρόπο την δικαιοσύνη και εφαρμόζοντας ένα συνολικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των σιδηροδρόμων. Ωστόσο, αποτελεί ευθύνη συλλήβδην του πολιτικού συστήματος να μείνει μακριά από κάθε προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης του γεγονότος. Το να προσπαθεί κανείς να κερδίσει πολιτικά από μια εθνική τραγωδία είναι βαθιά πολιτικά ανήθικο. Είναι λυπηρό ότι, ακόμα και τώρα ενώπιον ενός τόσο σοβαρού γεγονότος, κάποιοι επέλεξαν να κινηθούν με όρους μικροπολιτικής. Η συμπεριφορά αυτή θα ήταν σχεδόν αναμενόμενη για κόμματα που παραδοσιακά τρέφονται από τον λαϊκισμό, όμως εσχάτως η νόσος αυτή παρατηρείται να έχει μεταδοθεί και σε πολιτικές δυνάμεις, όπως το ΠΑΣΟΚ, που διαχρονικά επεδείκνυαν θεσμική σοβαρότητα.
Ανέκαθεν πίστευα ότι οι διαδικασίες που περιγράφονται στο άρθρο 86 του Συντάγματος, που αφορά τη δίωξη μελών της κυβέρνησης, είναι δυσλειτουργικές και χρειάζονται βαρύτερης αναθεώρησης. Αποτελεί θεωρώ κοινή διαπίστωση, ότι μεταπολιτευτικά, καμία προανακριτική επιτροπή δεν έχει πετύχει το σκοπό της, καθώς λόγω της ιδιαίτερης φύσης της διαδικασίας υπεισέρχεται έντονα ο πολιτικός παράγοντας. Για να το θέσω ξεκάθαρα, οι πολιτικοί δεν είμαστε δικαστές, δεν μπορούμε επαρκώς να υποκαταστήσουμε τη Δικαιοσύνη και γι ’αυτό οφείλουμε να απευθυνόμαστε στον φυσικό δικαστή, το μόνο αρμόδιο που μπορεί να κρίνει δεόντως τη κάθε υπόθεση.
Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για την προανακριτική, δεν κινείται σε ένα πλαίσιο που θα μπορούσε να συμβάλει στην αποκάλυψη της αλήθειας και στην απόδοση ευθυνών στους πραγματικούς ενόχους, αλλά όντας πλήρως αβάσιμη και εντελώς ατεκμηρίωτη προσπαθεί να δημιουργήσει πολιτικές εντυπώσεις για να επωφεληθεί μικροκομματικά. Άλλωστε πώς θα μπορούσε να ερμηνευτεί διαφορετικά το γεγονός ότι στο κάδρο του κατηγορητηρίου βάζει και τους υφυπουργούς Μεταφορών και Υποδομών της περιόδου 2016-2023, οι οποίοι δεν αναφέρονται στο διαβιβαστικό της δικαιοσύνης στη Βουλή, το οποίο αποτελεί την μοναδική βάση για την κάθε πρόταση οποιουδήποτε κόμματος.
Φεύγοντας ωστόσο, από την πολιτική κριτική της πρότασης της αξιωματικής αντιπολίτευσης και εστιάζοντας στον σκληρό πυρήνα των επιχειρημάτων της, φανερώνεται και σε αυτό το επίπεδο η κενότητά της. Το κατηγορητήριο για τον κ. Καραμανλή στηρίζεται στην μαρτυρία δύο υψηλόβαθμων υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου Μεταφορών, οι οποίοι διώκονται ποινικά γιατί διότι δεν προέβησαν, όπως όφειλαν, στα αναγκαία προπαρασκευάστηκα βήματα, ώστε να μπορέσει ο υπουργός να λάβει τα αναγκαία μέτρα. Επιπλέον, τα στελέχη αυτά αιτιολόγησαν στέρεα ότι η ο εκάστοτε υπουργός έχει μόνο τη διοικητική εποπτεία και σε καμία περίπτωση δεν η επίβλεψη δεν αφορά θέματα ασφάλειας. Στην ίδια λογική η πρόεδρος της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων (ΡΑΣ), της μόνης θεσμικά αρμόδιας αρχής για θέματα ασφάλειας, διώκεται ακριβώς γιατί δεν προχώρησε σε προτάσεις προς την πολιτική ηγεσία, για την υιοθέτηση εθνικών κανόνων και την δρομολόγηση των αναγκαίων ενεργειών. Επίσης πριν το δυστύχημα, τόσο η ΡΑΣ όσο και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Σιδηροδρόμων (ERA), πιστοποιούσαν εγγράφως την ελληνική κυβέρνηση για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων. Άρα, ενώ η πολιτική ηγεσία έχει μόνο τη διοικητική εποπτεία, οι υπηρεσιακοί παράγοντες δεν είχαν προβεί στις απαιτούμενες εισηγήσεις και οι αρμόδιοι εθνικοί και ευρωπαϊκοί φορείς πιστοποιούσαν την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, πώς τεκμαίρεται η ποινική ευθύνη του κ. Καραμανλή και μάλιστα η ύπαρξη ή το ενδεχόμενο δόλου, η οποία θα οδηγούσε και σε κακουργηματική δίωξη.
Η θεσμική συνέπεια είναι το ελάχιστο που οφείλουμε στα θύματα και τις οικογένειές τους, το ελάχιστο που οφείλουμε στην κοινωνία. Η βαθιά πληγή που άνοιξε στα Τέμπη πρέπει να κλείσει μέσω της Δικαιοσύνης και της απόδοσης των πραγματικών ευθυνών σε όλους τους εμπλεκόμενους. Η κοινωνία χρειάζεται εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Ζητά από το πολιτικό σύστημα να φερθεί με θεσμική σοβαρότητα και όχι να εργαλειοποιεί τον ανθρώπινο πόνο. Αυτή είναι η στάση της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Με σεβασμό, με αίσθημα ευθύνης και σοβαρότητα, προχωρούμε με ξεκάθαρη δέσμευση για διαφάνεια και λογοδοσία.