Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Γιάννη Καντέλη
Η συζήτηση για την άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο δεν είναι καινούργια, έχει έρθει με διάφορες αφορμές στον δημόσιο διάλογο, πάντα, όμως, διστακτικά, χωρίς ισχυρούς υποστηρικτές και έκλεινε πολύ γρήγορα. Συνήθως περιοριζόταν σε έναν ψίθυρο που χανόταν πίσω από το τείχος ενός ιερού άβατου.
Ως ψίθυρος ξεκίνησε και στο εσωτερικό της ΝΔ λίγο πριν τις εκλογές του 2023, όταν στον απόηχο του δυστυχήματος των Τεμπών, εκτός των άλλων, ήρθαν στην επιφάνεια οι αβελτηρίες, τα διαχρονικά προβλήματα και οι ανορθογραφίες του δημόσιου τομέα. Αυτό που ο πρωθυπουργός ονόμασε βαθύ κράτος και προανήγγειλε τη μάχη για ριζικές αλλαγές. Βουλευτές του κόμματος και υπουργοί εισηγήθηκαν την άρση της μονιμότητας ως απτό δείγμα της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης να το κάνει πράξη μετά τις εκλογές. Παρότι, για πρώτη φορά, εισχώρησαν στην άποψη αυτή στελέχη με διαφορετικό πολιτικό προφίλ, ο κ. Μητσοτάκης έκρινε πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή και δεν το έβαλε στην κυβερνητική ατζέντα ούτε πριν ούτε μετά τις εκλογές, παρά τη σαρωτική νίκη.
Η στρατηγική απόφαση του Μεγάρου Μαξίμου να βγει από το πολιτικό και δημοσκοπικό τέλμα του χειμώνα, θέτοντας στη πρώτη γραμμή της αντεπίθεσης τις μεταρρυθμίσεις και τη ριζική αλλαγή του κράτους, απαιτούσε ριζοσπαστικές λύσεις. Έτσι, επανήλθε στον στενό κυβερνητικό πυρήνα η πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος για τη μονιμότητα στο Δημόσιο. Στην κατεύθυνση αυτή συνέδραμαν δύο παράμετροι: η αλλαγή του κλίματος στην κοινωνία για το συγκεκριμένο θέμα, όπως αποτυπώθηκε σε μετρήσεις της κοινής γνώμης και η τακτική συσπείρωσης στη ΝΔ των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων του κέντρου που είχαν αποτελέσει τον πυρήνα του 39% στο δημοψήφισμα του 2015. Γι’ αυτό η κυβέρνηση θέτει στο ΠΑΣΟΚ επιτακτικά, πλέον, το δίλλημα «με τις μεταρρυθμίσεις για το αύριο ή με τις «πλατείες» του χθες». Καλεί το μόνο κόμμα στη Βουλή που μπορεί να απευθυνθεί στο κέντρο να πάρει καθαρές θέσεις για κομβικά ζητήματα που θα ενταχθούν στη Συνταγματική Αναθεώρηση, εκτιμώντας πως «δεν υπάρχει η τόλμη και η πολιτική βούληση στην άλλη πλευρά να συγκρουστεί με αντιλήψεις και νοοτροπίες του χθες», όπως σημειώνουν συνεργάτες του πρωθυπουργού. Την πίεση προς το ΠΑΣΟΚ θα αυξήσει η ανάγκη να υπάρξει ευρεία πλειοψηφία 180 βουλευτών είτε στην πρώτη Βουλή που θα αποφασίσει τα υπό αναθεώρηση άρθρα είτε στη δεύτερη που θα ψηφίσει τις νέες διατάξεις. Με τα υπόλοιπα κόμματα που κινούνται στα αριστερά ή στα δεξιά της ΝΔ δεν υπάρχουν περιθώρια συνεννόησης και διαλόγου και το βάρος θα πέσει στην αξιωματική αντιπολίτευση. «Ελπίζω το ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον στον τομέα αυτό, να σοβαρευτεί και να μπορέσουμε από κοινού να αφήσουμε κάποια παρακαταθήκη πίσω μας, η οποία θα διορθώσει συνταγματικά κακώς κείμενα τα οποία μας καταδιώκουν εδώ και δεκαετίες», όπως το έθεσε ο κ. Μητσοτάκης.
Η τελική πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 103 θα παρουσιαστεί κατά την έναρξη της συζήτησης για το Σύνταγμα που θα ξεκινήσει στο τέλος του 2025 ή στις αρχές του 2026. Στο επίκεντρο βρίσκεται η παράγραφος 4 του άρθρου η οποία έχει ως εξής: «Oι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Aυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους». Όπως αναφέρει στην «ΤΡ» αρμόδιο στέλεχος «υπάρχουν 40 διαφορετικές ιδέες και 40 διαφορετικοί τρόποι για να προχωρήσουμε σε αλλαγές», ωστόσο δεν έχουν ληφθεί ακόμα οι οριστικές αποφάσεις. Στα υπό εξέταση σενάρια είναι να αλλάξει το είδος της εργασιακής σχέσης ή η συγκρότηση ανεξάρτητου οργάνου που θα παίρνει την τελική απόφαση για την απόλυση των υπαλλήλων «των οποίων η ανεπάρκειά είναι δομική, είναι επίμονη, είναι μόνιμη», καθώς η απομάκρυνση ενός δημοσίου υπαλλήλου θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αξιολόγηση.