Δημοσιεύτηκε στην ψηφιακή εφημερίδα Ipaper
του Δημήτρη Κυριακόπουλου
Η έναρξη της σεζόν 2025 βρίσκει τον ελληνικό τουρισμό έτοιμο να διεκδικήσει νέα υψηλά τόσο σε αριθμό αφίξεων, όσο και σε έσοδα, παρά το κλίμα γεωπολιτικής αστάθειας και αβεβαιότητας.
Τα μηνύματα από τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους επιτρέπουν αισιοδοξία. Είναι ενδεικτικό ότι το α’ τρίμηνο του 2025 έκλεισε θετικά για τα ξενοδοχεία της Αθήνας, με μέση πληρότητα της τάξης του 63.5% (αύξηση κατά 5.2% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2024). «Ο Μάρτιος ήταν ο καλύτερος σε επιδόσεις από τους τρείς πρώτους μήνες του 2025. Αλλά και ο Φεβρουάριος 2025 παρουσιάζει μια εντυπωσιακή αύξηση στην διετία – της τάξης του 19.1%», αναφέρει η Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών- Αττικής και Αργοσαρωνικού.
Σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας η παγκόσμια τουριστική αγορά αναμένει ανάπτυξη 3% -5% για το 2025 (εκτίμηση UNWTO), με την Ελλάδα να δείχνει ότι μπορεί να υπερκεράσει τη γενική τάση βάσει των πρόδρομων δεικτών (όπως προγραμματισμός αεροπορικών).
Τα ρεκόρ του 2024
Το 2024 ήταν χρονιά ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό, αφήνοντας υψηλή βάση για τρέχουσα χρονιά. Συγκεκριμένα, όπως καταγράφει το Ινστιτούτο Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) το προηγούμενο έτος, οι εισπράξεις από τον εισερχόμενο τουρισμό (χωρίς κρουαζιέρα) ανήλθαν σε € 20,6 δισ., αυξημένες κατά +4,3% έναντι του 2023 (€ 19,7 δισ.). Περιλαμβανομένων των εσόδων από την κρουαζιέρα οι εισπράξεις ανήλθαν σε € 21,6 δισ., αυξημένες κατά +4,8% έναντι του 2023 (€ 20,6 δισ.). Οι αφίξεις από τον εισερχόμενο τουρισμό (χωρίς κρουαζιέρα) ανήλθαν σε 36,0 εκατ. το 2024, αυξημένες κατά +9,8% έναντι του 2023 (32,7 εκατ.). Λαμβάνοντας υπόψη και την κρουαζιέρα, οι αφίξεις ανήλθαν σε 40,7 εκατ. το 2024, αυξημένες κατά +12,8% έναντι του 2023 (36,1 εκατ.).
Η μέση κατά κεφαλή δαπάνη ανήλθε στα € 572,8 το 2024, εμφανίζοντας μείωση κατά -5,0% σε σύγκριση με το 2023. Αντίθετα, η μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση το 2024 ανήλθε στα € 89,1 αυξημένη κατά +2,9% σε σχέση με το 2023 (€ 86,6), ενώ μειώθηκε η μέση διάρκεια παραμονής κατά -7,7% (από 7,0 σε 6,4 διανυκτερεύσεις). «Παρατηρούμε δηλαδή ότι η αύξηση της ημερήσιας δαπάνης των τουριστών συνοδεύεται από αναλογικά μεγαλύτερη μείωση της διάρκειας των ταξιδιών τους, κάτι που αποτελεί ένδειξη είτε ότι η αύξηση του κόστους των διακοπών ανά ημέρα οδηγεί σε περιορισμό της διάρκειας των διακοπών με αποτέλεσμα να περιοριστεί αντίστοιχα και το συνολικό κόστος, είτε οτι οι διακοπές σύντομης διάρκειας (city break) κερδίζουν μερίδιο αγοράς έναντι των διακοπών παραθερισμού που έχουν μεγαλύτερη δαπάνη λόγω μεγαλύτερης διάρκειας», επισημαίνεται στη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ.
Τουριστικές… μάχες στη γειτονιά
Ωστόσο, ο δρόμος του ελληνικού τουρισμού προς νέα επιτεύγματα δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα, καθώς ο ανταγωνισμός σκληραίνει και τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο. Έτσι, στην περιοχή μας δημιουργούνται συνθήκες ανακατανομής τουριστικών ροών με νέους αναδυόμενους προορισμούς να ελκύουν μέρος της περιφερειακής ζήτησης της Μεσογείου (π.χ. αφίξεις στην Αλβανία: +82% το 2024 έναντι 2019) και πρωτίστως τις χαμηλότερες εισοδηματικά τουριστικές ροές.
Επίσης, η Τουρκία από 1 Ιανουαρίου έως 31 Μαρτίου 2025 υποδέχτηκε 8,844 εκατ. επισκέπτες, σημειώνοντας τουριστικά έσοδα ρεκόρ ύψους 9,5 δισ. δολαρίων. Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού του ΟΗΕ, η Τουρκία αναδείχθηκε η τέταρτη μεγαλύτερη αγορά εισερχόμενου τουρισμού παγκοσμίως το 2024. Όπως αναφέρει η ηγεσία του τουρκικού υπουργείου Τουρισμού το 2024 ήταν χρονιά ρεκόρ με 62,2 εκατομμυρίων επισκέπτες. Ο στόχος τους για το 2025 είναι η φιλοξενία 65 εκατομμυρίων επισκεπτών και η εξασφάλιση τουριστικών εσόδων ύψους 64 δισ. δολαρίων.
Αλλάζει η παγκόσμια τουριστική βιομηχανία
Σημαντική ανάπτυξη αλλά και σημαντικές αλλαγές θα επέλθουν στην παγκόσμια τουριστική βιομηχανία την επόμενη 15ετία, καθώς ο διεθνής τουρισμός αναμένεται να εμπλουτιστεί με σχεδόν 1 δις νέους τουρίστες, προερχόμενους κυρίως από αναδυόμενες αγορές, τονίζεται στη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας και επισημαίνεται ότι ο ελληνικός τουρισμός καλείται να μην επαναπαυθεί σε «εύκολα ρεκόρ», αλλά να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται για μετάβαση σε ένα πιο αποδοτικό τουριστικό μοντέλο.
Στα νέα αυτά δεδομένα, η Ελλάδα έχει ένα δυνατό χαρτί: Σημαντικό περιθώριο να αυξήσει το χαμηλό ακόμα μερίδιό της στη δυναμική αγορά των μη-Ευρωπαίων τουριστών που επισκέπτονται την Ευρώπη (2,5% την τελευταία πενταετία, έναντι 5% στους Ευρωπαίους τουρίστες).
Η διεθνής συγκυρία προσφέρει μία μοναδική ευκαιρία να αναβαθμιστεί το τουριστικό μας μοντέλο, σημειώνει η Εθνική Τράπεζα, καθώς:
- Το ½ της πρόσθετης δυνητικής ζήτησης είναι μη-Ευρωπαίοι τουρίστες (έναντι 8% στο σημερινό μείγμα του ελληνικού τουρισμού), οι οποίοι έχουν υψηλότερη δαπάνη ανά διανυκτέρευση (σχεδόν 1,8 φορές μεγαλύτερη έναντι των Ευρωπαίων τουριστών, και 2,3 φορές έναντι των οδικών), και λιγότερο εποχική συμπεριφορά.
- Τα αεροδρόμια επενδύουν δυναμικά στην προσέλκυση μη-Ευρωπαίων τουριστών, με τις προγραμματισμένες επενδύσεις (με έμφαση σε μακρινούς προορισμούς) να παρέχουν ήδη δυνατότητα απορρόφησης του ½ της πρόσθετης δυνητικής ζήτησης (έως το 2040). Παράλληλα, οι επενδύσεις του τουριστικού κλάδου διατηρούν σταθερή δυναμική, που αποτυπώνεται στην αναβάθμιση της ποιότητας ξενοδοχείων (με 55% των κλινών να είναι κατηγορίας 4-5 αστεριών, έναντι 40% το 2011), ισχυροποιώντας το ελληνικό brand.
Διαρθρωτικές λύσεις χρόνιων προβλημάτων
Με όχημα τα νέα ζητούμενα των «μακρινών προελεύσεων», ο ελληνικός τουρισμός μπορεί να εστιάσει στην προσέλκυση ποιοτικότερων ροών από όλους τους προορισμούς, οδηγώντας έτσι σε διαρθρωτικές λύσεις χρόνιων προβλημάτων του τομέα. Συγκεκριμένα:
- Η εποχικότητα μπορεί σταδιακά να απομακρυνθεί από το μοντέλο ήλιος-θάλασσα, προσεγγίζοντας την εποχικότητα των ευρωπαϊκών μεσογειακών χωρών, ως αντιπροσωπευτική ισορροπία δεδομένου του κλίματος της περιοχής (με Ιούλιο-Αύγουστο στο 27% του έτους, από 37% σήμερα). Σε αυτές τις συνθήκες, το σύνολο της νέας δυνητικής ζήτησης θα είναι δυνατόν να απορροφηθεί χωρίς επιπλέον επιβάρυνση σε μήνες με «τοπικό συνωστισμό» (όπως ο Αύγουστος).
- Η μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση μπορεί να αυξηθεί κατά 15% (σε πραγματικούς όρους), με αποτέλεσμα οι εισπράξεις να αυξηθούν μέχρι το 2040 κατά €14 δις (σε €34 δις, από €20 δις το 2024).