Ο Ν. Δένδιας, απαντώντας στην Πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας Ζ. Κωνσταντοπούλου, σχετικά με τα όσα υποστήριξε για τη δικογραφία του δυστυχήματος των Τεμπών και για «μαγειρέματα» αναφορικά με τη σύνθεση του Δικαστικού Συμβουλίου, τόνισε:
«Δεν θα μακρηγορήσω, εκπροσωπώ όμως την Κυβέρνηση στην αίθουσα και είμαι υποχρεωμένος να τοποθετηθώ έστω και επί βραχύ επί δύο θεμάτων τα οποία αφορούν την Κυβέρνηση και ακούστηκαν.
Το πρώτο είναι η ευθεία κατηγορία της συγκάλυψης για την υπόθεση των Τεμπών. Είμαι και θεσμικά αλλά και προσωπικά υποχρεωμένος να αποκρούσω την κατηγορία.
Εάν θέλετε υπάρχει μια πολύ μεγάλη και παλιά αρχή στη δικηγορία και στη νομική επιστήμη: «τίς ωφελείται;». Ο τελευταίος αυτή τη στιγμή, όπως έχει διαμορφωθεί το πολιτικό σκηνικό, που θα είχε όφελος από «συγκάλυψη» της υπόθεσης των Τεμπών, όσο και αν ακούγεται όχι προφανές, είναι η Κυβέρνηση.
Για την Κυβέρνηση το να χυθεί απόλυτο φως στην υπόθεση των Τεμπών είναι, αν θέλετε, σαφής όρος, μην πω πολιτικής κυριαρχίας, μπορεί να πω και πολιτικής επιβίωσης. Η Κυβέρνηση πρέπει να πείσει την ελληνική κοινωνία και αυτό πράττει, ότι θα χυθεί απόλυτο φως. Όσο και αν η έκφραση «απόλυτο φως» πλέον θεωρείται συμβατική.
Άρα, λοιπόν, αποκρούω πλήρως την κατηγορία από οπουδήποτε και αν προέρχεται. Και έχει προέρθει από πολλά χείλη, ότι δήθεν επιχειρούμε να προβούμε σε συγκάλυψη.
Επίσης, νομίζω ότι η κατηγορία υποτιμά τον ρόλο που μπορεί αυτοβούλως να παίξει η ανεξάρτητη ελληνική Δικαιοσύνη. Και είμαι, επίσης, υποχρεωμένος να πω ότι είναι εξαιρετικά επικίνδυνο αν η ελληνική κοινωνία, αν οποιαδήποτε κοινωνία, πάψει να έχει εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη.
Δεν μπορώ να φανταστώ τι μπορεί να αντικαταστήσει στη λειτουργία μιας κοινωνίας την πίστη ότι μπορεί να αποδοθεί Δικαιοσύνη. Ή να το πούμε απλά, ότι ο πολίτης μπορεί να βρει το δίκιο του. Πόσω μάλλον όταν αυτό το δίκιο είναι 57 ανθρώπινες ζωές.
Η δεύτερη βαρύτατη κατηγορία, την οποία αποκρούω, είναι αυτή η οποία ελέχθη και αφορά την προσπάθεια επηρεασμού της συνείδησης των δικαστικών λειτουργών.
Είχα την τιμή στη ζωή μου, για εννιά μόνο μήνες, να είμαι Υπουργός Δικαιοσύνης. Οδήγησε αυτό στο να πάψω πλέον να ασκώ δικηγορία επ΄ ακροατηρίω, διότι αισθανόμουνα άβολα ως πρώην πολιτικός προϊστάμενος να αγορεύω, ιδίως σε δικαστήρια όχι ανώτατα. Οι εννιά όμως μήνες μου έδωσαν επαρκή αίσθηση της ποιότητας των Ελλήνων δικαστών.
Θεωρώ λοιπόν ότι πρώτον, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν θα διανοείτο, δεν αφορά αυτό το γενετικό υλικό της Νέας Δημοκρατίας, να προβεί σε αυτά τα οποία περιγράφησαν, έστω κι αν ηδύνατο. Και τα αποκρούω απολύτως.
Όπως κι εδώ, βεβαίως, προστρέχω αλλά οφείλω να αποκρούσω την κατηγορία και εξ ονόματος των Ελλήνων δικαστών, διότι για να ισχύει αυτή η κατηγορία πρέπει να υπάρχουν δύο εμπλεκόμενοι, ο προτείνων και ο συζητών επί της πρότασης. Και αυτό επίσης δεν είναι παραδεκτό και οδηγεί πάλι εκεί που είπα προηγουμένως, στην έλλειψη εμπιστοσύνης της κοινωνίας απέναντι στη Δικαιοσύνη.
Καταλήγω και ευχαριστώ για την ανοχή σας, κ. Πρόεδρε. Καταλήγω και δηλώνω εξ ονόματος της κυβέρνησης, την οποία εδώ εκπροσωπώ, το αυτονόητο, έστω κι αν ακούγεται σύνηθες, ότι στην υπόθεση των Τεμπών, δηλαδή στην υπόθεση που η χώρα στο σύνολό της θρήνησε 57 νεκρούς, θα υπάρξει και απονομή Δικαιοσύνης και άπλετο φως, χωρίς την παραμικρή υπόνοια συγκάλυψης. Για να μπορέσει η χώρα να επουλώσει την πληγή, να θρηνήσει όπως θρηνεί τα θύματα με τον τρόπο που τους πρέπει, να αποκομίσει τα διδάγματα και να προχωρήσει μπροστά.
Αυτή η Κυβέρνηση και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας δεν προτίθενται να συγκαλύψουν οτιδήποτε».