Η αγορά ακινήτων στην Ελλάδα παραμένει σε ανοδική τροχιά, τόσο όσον αφορά τις τιμές κατοικιών όσο και τα ενοίκια επαγγελματικών χώρων. Ωστόσο, πίσω από την εικόνα σταθερότητας και ζήτησης, η Τράπεζα της Ελλάδος εκπέμπει σήμα κινδύνου: η έλλειψη επαρκούς και ποιοτικής στεγαστικής προσφοράς, σε συνδυασμό με τη μείωση της προσβασιμότητας, εντείνουν τις ανισορροπίες της αγοράς. Η προσφορά δεν ακολουθεί τον ρυθμό της ζήτησης και το μέλλον του κλάδου θα κριθεί από την ικανότητα ενίσχυσης της οικοδομικής δραστηριότητας με νέα, προσιτά ακίνητα.
Στο οικονομικό της δελτίο της 2ας Μαΐου 2025, η ΤτΕ καταγράφει τις κυρίαρχες εξελίξεις στην αγορά κατοικίας: οι τιμές των διαμερισμάτων κατέγραψαν ετήσια αύξηση 6,6% στο δ’ τρίμηνο του 2024, μειωμένη σε σχέση με το 9,6% του προηγούμενου τριμήνου. Παρά την επιβράδυνση που καταγράφεται για έβδομο συνεχόμενο τρίμηνο, η συνολική αύξηση τιμών από το 2017 φτάνει πλέον στο 73%, πλησιάζοντας τα προ κρίσης επίπεδα του 2008.
Παράλληλα, η οικοδομική δραστηριότητα εμφανίζει αύξηση της τάξης του 29,1% στο τέλος του 2024. Ωστόσο, οι επενδύσεις στην κατοικία παραμένουν στο 2,7% του ΑΕΠ – ποσοστό κατώτερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αποκαλύπτοντας το χάσμα μεταξύ ζήτησης και πραγματικής οικοδομικής παραγωγής.
Η Τράπεζα επισημαίνει ότι οι διαθέσιμες κατοικίες που πληρούν σύγχρονες ενεργειακές και ποιοτικές προδιαγραφές είναι ελάχιστες. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνει το πρόβλημα στέγασης, ειδικά για νέους και ευάλωτους πληθυσμούς που αδυνατούν να ανταποκριθούν στο κόστος.
Ακόμη πιο έντονη είναι η τάση στις εμπορικές χρήσεις. Οι τιμές των γραφείων αυξήθηκαν κατά 4,2% το πρώτο εξάμηνο του 2024, ενώ εκείνες των καταστημάτων κατά 7,8%. Αντίστοιχα, τα ενοίκια σημείωσαν αύξηση 2,2% και 6,2% αντίστοιχα.
Η ζήτηση παραμένει εστιασμένη σε ακίνητα υψηλών προδιαγραφών σε περιοχές με έντονο εμπορικό ή τουριστικό ενδιαφέρον. Αντίθετα, μικρότερες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλους χώρους σε προσιτές τιμές, γεγονός που εντείνει τις πιέσεις στην οικονομική τους βιωσιμότητα.
Αν και η Τράπεζα της Ελλάδος δεν βλέπει σημάδια υπερθέρμανσης ή φούσκας, τονίζει τις δομικές προκλήσεις της αγοράς: χαμηλή προσφορά, αυξανόμενο κόστος και ανάγκη για στοχευμένες παρεμβάσεις. Όπως υπογραμμίζεται στο δελτίο της, η στήριξη της προσιτής κατοικίας και η ενίσχυση των κατασκευών θα αποτελέσουν κρίσιμους παράγοντες για τη σταθερότητα και τη βιωσιμότητα της αγοράς τα επόμενα χρόνια.