Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Στο Υπουργικό Συμβούλιο που έγινε στην αρχή της βδομάδας, ο πρωθυπουργός τα ‘βαλε με τους υπουργούς του. Ουσιαστικά τους απαγόρευσε να βγαίνουν στις τηλεοράσεις και να διατυμπανίζουν τις παροχές που σκοπεύει να δώσει ο ίδιος τον Σεπτέμβρη στην ΔΕΘ. Τις παροχές προς την περιβόητη μεσαία τάξη, αφού οι παροχές του Πάσχα ήταν προς τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα και του περασμένου Δεκέμβρη προς τους ένστολους.
Η αλήθεια είναι ότι οι υπουργοί και οι βουλευτές της ΝΔ είχαν ξεθαρρέψει το τελευταίο διάστημα. Η μετατόπιση του δημόσιου διαλόγου από το θέμα των Τεμπών και το άνοιγμα του κρατικού πουγκιού από τον πρωθυπουργό, τους έλυσε τα χέρια. Άρχισαν λοιπόν να βγαίνουν και να λένε τις προσωπικές τους «ιδέες» για το τι πρέπει να δοθεί στην ΔΕΘ προς την μεσαία τάξη.
Η ελληνική μεσαία τάξη λοιπόν, αυτή η κοινωνική κατηγορία που κάποτε έκτιζε καριέρες και πολιτικά κόμματα με την ψήφο της, σήμερα κινείται σε τεντωμένο σχοινί. Καθημερινά παλεύει να κρατήσει τα κεκτημένα της —τη δουλειά της, το σπίτι της, τις σπουδές των παιδιών της— απέναντι σε έναν κόσμο που αλλάζει άγρια και απρόβλεπτα. Αν το παλιό της μότο ήταν «σταθερή άνοδος», σήμερα είναι απλώς «να κρατηθούμε όρθιοι».
Μετά από δεκαπέντε χρόνια συνεχών κρίσεων –οικονομικής, πανδημικής, ενεργειακής και γεωπολιτικής– η μεσαία τάξη δεν ξέρει πια αν είναι πράγματι «μεσαία» ή απλώς μια οριακή ομάδα που κάθε μέρα κινδυνεύει να υποβαθμιστεί. Μια ομάδα ανθρώπων που νιώθει ότι πληρώνει δυσανάλογα πολλά σε φόρους και εισφορές, αλλά παίρνει δυσανάλογα λίγα σε υπηρεσίες και στήριξη από το κράτος. Αλλά και μια ομάδα που από πολλούς κατηγορείται ότι είναι πρωταθλήτρια στην φοροδιαφυγή. Ο καθένας όπως το βλέπει.
Βεβαίως, το έκτακτο βοήθημα των 250 ευρώ στους χαμηλοσυνταξιούχους και η επιστροφή ενός από τα δώδεκα ενοίκια που πληρώνει κάθε χρόνο ένας ενοικιαστής, άνοιξε την όρεξη σε πολλούς. Η μεσαία τάξη αρέσκεται να θεωρεί τον εαυτό της αδικημένο από το κράτος, ενώ τα κόμματα λατρεύουν αυτή την τάξη που θεωρητικά αντιστοιχεί πολιτικά σ’ αυτό που ο Κώστας Καραμανλής ονόμαζε «μεσαίο χώρο». Εκεί θα απευθυνθεί ο κ. Μητσοτάκης τον Σεπτέμβρη, μόνο που κρατά για τον εαυτό του το προνόμιο να ανακοινώσει τα «καλούδια», αφού το οικονομικό επιτελείο του επισημοποιήσει τα υπερκέρδη που φέρνει η πολιτική του.
Τι μέτρα μπορεί να εξαγγείλει;
Οι πιθανές ανακοινώσεις διαμορφώνονται γύρω από πέντε βασικές κατευθύνσεις:
- Μείωση ασφαλιστικών εισφορών:
Για εργαζόμενους και εργοδότες, με στόχο την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και την τόνωση της απασχόλησης χωρίς να πιεστούν περαιτέρω οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
- Φορολογικές ελαφρύνσεις:
Επέκταση ή αύξηση του αφορολόγητου ορίου για συγκεκριμένες κατηγορίες (π.χ. νέους εργαζόμενους, οικογένειες με παιδιά) και ενδεχομένως νέες εκπτώσεις φόρου για τους ιδιοκτήτες ακινήτων που ενοικιάζουν σε μακροχρόνια μίσθωση.
- Μέτρα στήριξης για τη στέγαση:
Επιδοτήσεις για ενοίκια νέων ζευγαριών, χαμηλότοκα στεγαστικά δάνεια και ειδικά προγράμματα επιδότησης επισκευής παλιών κατοικιών προς μακροχρόνια χρήση.
- Παρεμβάσεις σε ΦΠΑ και ΕΝΦΙΑ:
Ενδεχόμενες μειώσεις ΦΠΑ σε βασικά αγαθά και αναστολή ή μείωση του ΕΝΦΙΑ σε ιδιοκτήτες πρώτης κατοικίας χαμηλής αξίας.
- Στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων:
Νέα προγράμματα ΕΣΠΑ, διευκόλυνση δανειοδότησης και κίνητρα για ψηφιακό μετασχηματισμό και ενεργειακή αναβάθμιση μικρών επιχειρήσεων.
Πού στοχεύουν όλα αυτά;
Η κυβέρνηση επιχειρεί να πετύχει δύο πράγματα ταυτόχρονα.
Πρώτον, να προσφέρει άμεσες οικονομικές ανάσες σε ανθρώπους που βρίσκονται διαρκώς «στο κόκκινο». Και δεύτερον —ίσως ακόμη σημαντικότερο— να καλλιεργήσει την αίσθηση ότι υπάρχει ένα σταθερό χέρι στο τιμόνι. Ότι σε έναν κόσμο όπου όλα αλλάζουν χαοτικά, η Ελλάδα του Μητσοτάκη προσφέρει σχετική ασφάλεια και προβλεψιμότητα.
Εδώ έρχεται το μεγάλο στοίχημα: Η σημερινή μεσαία τάξη, περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε άλλη εποχή, διψά για σταθερότητα. Δεν αναζητά φανταχτερές υποσχέσεις ή επαναστατικές αλλαγές. Αναζητά μια κανονικότητα: χαμηλό πληθωρισμό, σταθερή εργασία, ήπιες μεταρρυθμίσεις, πολιτική ηρεμία.
Σε ένα διεθνές περιβάλλον γεμάτο απρόβλεπτα (πόλεμοι, πληθωριστικά σοκ, ενεργειακές κρίσεις), η ανάγκη για πολιτική σταθερότητα γίνεται υπαρξιακή ανάγκη της καθημερινότητας. Κι εδώ, η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη παίζει σχεδόν χωρίς αντίπαλο.
Η αντιπολίτευση εμφανίζεται είτε αποδυναμωμένη είτε θολή στο μήνυμά της. Τα μικρότερα κόμματα δεν εκπέμπουν αίσθηση κυβερνησιμότητας. Ο Μητσοτάκης μπορεί να μην εμπνέει πια τον ενθουσιασμό του 2019, αλλά για τη μεσαία τάξη προσφέρει το πιο ισχυρό πολιτικό επιχείρημα: «Τουλάχιστον δεν κινδυνεύουμε να μπούμε σε περιπέτειες.»
Η μεσαία τάξη λοιπόν δεν ψηφίζει πια τόσο με το όνειρο όσο με το φόβο.
Όχι με όρους μεγάλων αφηγήσεων, αλλά με όρους προσωπικής επιβίωσης.
Και στο ζύγι της επιβίωσης, η σταθερότητα αυτή τη στιγμή μετράει περισσότερο από οποιαδήποτε νέα υπόσχεση.
Τα ρίσκα για τον Μητσοτάκη
Παρά την εμφανή υπεροχή του στον τομέα της σταθερότητας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει κλειδώσει την πολιτική του επιτυχία.
- Αν η ακρίβεια συνεχίσει να σαρώνει, ακόμη και οι πιο ψύχραιμοι ψηφοφόροι της μεσαίας τάξης μπορεί να στραφούν στην αποχή ή σε κόμματα διαμαρτυρίας.
- Αν τα μέτρα εκληφθούν ως λειψά ή πρόχειρα ή ύπουλα, η δυσπιστία που ήδη υποβόσκει μπορεί να μετατραπεί σε ενεργό θυμό.
- Αν υποπέσει σε επικοινωνιακά λάθη (π.χ. να φανεί ότι υπόσχεται λαγούς με πετραχήλια εν μέσω διεθνών κινδύνων), μπορεί να χάσει το στρατηγικό πλεονέκτημά του.
Η αλήθεια είναι ότι σήμερα οι Έλληνες δεν ζητούν από τον πολιτικό τους ηγέτη να υποσχεθεί «καλύτερες μέρες». Ζητούν να διασφαλίσει ότι οι ήδη δύσκολες μέρες δεν θα γίνουν χειρότερες. Και αυτό είναι, παραδόξως, πιο απαιτητικό.
Η φετινή ΔΕΘ θα είναι, με πολλούς τρόπους, μια κορυφαία πολιτική στιγμή.
Η κυβέρνηση καλείται να πείσει τους πιο απαιτητικούς και κουρασμένους πολίτες — τη μεσαία τάξη — ότι όχι μόνο κατανοεί τα προβλήματά τους, αλλά και ότι μπορεί να τα διαχειριστεί μέσα σε έναν ταραγμένο κόσμο.
Η επιτυχία ή η αποτυχία αυτού του εγχειρήματος θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την έκβαση των επόμενων εκλογών. Γιατί, όπως έδειξε η ελληνική πολιτική ιστορία πολλές φορές, όποιος χάσει τη μεσαία τάξη, χάνει τη χώρα.