Με απόφαση-σταθμό, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έβαλε τέλος στο αμφιλεγόμενο καθεστώς πολιτογράφησης της Μάλτας, το οποίο επέτρεπε σε αλλοδαπούς να αποκτούν υπηκοότητα της χώρας – και συνεπακόλουθα της Ε.Ε. – έναντι σημαντικής χρηματικής επένδυσης.
Η υπόθεση είχε κινητοποιήσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη από το 2022, όταν κατέθεσε νομική προσφυγή εναντίον της Μάλτας. Το επίμαχο σύστημα προέβλεπε χορήγηση διαβατηρίου σε αντάλλαγμα για επένδυση τουλάχιστον 600.000 ευρώ και διαμονή στο νησιωτικό κράτος. Αν και η κυβέρνηση της Μάλτας είχε αναστείλει τη συμμετοχή Ρώσων και Λευκορώσων μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, αρκετοί από τους ήδη πολιτογραφημένους ήταν Ρώσοι επιχειρηματίες που αντιμετωπίζουν διεθνείς κυρώσεις.
Στην ετυμηγορία του, το Δικαστήριο χαρακτήρισε το πρόγραμμα ως «εμπορευματοποίηση της ιθαγένειας» και υπογράμμισε πως η πρακτική αυτή συνιστά παραβίαση των ευρωπαϊκών συνθηκών, κλονίζοντας την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών-μελών.
Η κυβέρνηση της Μάλτας ανακοίνωσε ότι θα σεβαστεί την απόφαση και δεσμεύτηκε να εξετάσει τις νομικές της συνέπειες, ώστε να ευθυγραμμίσει το κανονιστικό της πλαίσιο με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι όσοι έχουν ήδη πολιτογραφηθεί μέσω του προγράμματος δεν πρόκειται να επηρεαστούν. Η ίδια η κυβέρνηση επισήμανε πως το σχέδιο έχει αποφέρει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στα κρατικά ταμεία.
Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δήλωσε πως η ιθαγένεια της Ε.Ε. «δεν μπορεί να πωλείται σαν εμπόρευμα», καλώντας τη Μάλτα να εφαρμόσει πλήρως την απόφαση και να καταργήσει οριστικά τέτοιου είδους μηχανισμούς. Παράλληλα, κάλεσε όλα τα κράτη-μέλη να σταματήσουν αντίστοιχα προγράμματα, όπως ήδη έχουν κάνει η Κύπρος και η Βουλγαρία — με την πρώτη μάλιστα να έχει ανακαλέσει σειρά «χρυσών διαβατηρίων», κυρίως από Ρώσους υπηκόους.
Η απόφαση χαιρετίστηκε και από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Η Maíra Martini της Transparency International δήλωσε χαρακτηριστικά ότι η απόφαση «επιβεβαιώνει πως η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν είναι εργαλείο για ανεύθυνες πρακτικές πολιτογράφησης».
Αντίθετη άποψη εξέφρασε ο πρώην πρωθυπουργός της Μάλτας, Joseph Muscat, ο οποίος υπερασπίστηκε το πρόγραμμα που είχε θεσπίσει το 2014, χαρακτηρίζοντας την απόφαση «πολιτικά υποκινούμενη». Σε ανάρτησή του στο Facebook, κατηγόρησε την Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Roberta Metsola για στοχοποίηση της χώρας του. Υπενθυμίζεται ότι ο ίδιος αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή κατηγορίες για διαφθορά στη Μάλτα.