Δημοσιεύτηκε στην έντυπη Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Τα όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό στην ελληνική πραγματικότητα προκάλεσαν αναμφίβολα ένα μεγάλο πλήγμα στην σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και των πολιτικών τους θεσμών. Η εν λόγω σχέση είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη λειτουργία της Δημοκρατίας καθώς αυτή είναι που καθορίζει ουσιωδώς την επαφή των ατόμων με την πολιτική και επομένως είναι σε θέση να διασφαλίζει την αποτελεσματική δημοκρατική πορεία της χώρας. Βέβαια, η σχέση των πολιτών με τους θεσμούς της χώρας τους προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας πολυπαραγοντικής κατάστασης που συναρτάται από την παιδεία και το εκπαιδευτικό επίπεδο των ατόμων, τις κοινωνικές καταστάσεις και φυσικά το ίδιο το πολιτικό σύστημα.
Ειδικά για τη χώρα μας ο τομέας της πολιτικής εμπιστοσύνης βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο ήδη από το 2008, την εποχή δηλαδή που ξεκίνησε η χρηματοπιστωτική κρίση. Όπως προκύπτει από έρευνα που έχει γίνει το 2022 (World Value SurveyWave 7) μόλις το 7% των Ελλήνων πολιτών εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα, ενώ το 13% με 14% έχει εμπιστοσύνη στην εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση και στο ελληνικό κοινοβούλιο αντίστοιχα. Από τα στοιχεία της ίδιας έρευνας προκύπτει ότι το 5% των Ελλήνων έχει υψηλά στο δείκτη των ενδιαφερόντων του την πολιτική, ενώ το 23% ενδιαφέρεται για τα πολιτικά δρώμενα «αρκετά». Το ποσοστό είναι πολύ χαμηλό όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος βρίσκεται στο 46%, ενώ οι αντίστοιχες απαντήσεις των χωρών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης ξεπερνούν το 60%.
Σε αντίθεση με τους πολιτικούς θεσμούς, οι Έλληνες εμπιστεύονται εξαιρετικά το υγειονομικό προσωπικό, κατάσταση που σχετίζεται άμεσα με τη διαχείριση της πανδημίας της COVID-19. Οι υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και η αφοσίωση που επέδειξαν γιατροί και νοσηλευτές έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Όμως η υψηλή αυτή εμπιστοσύνη είναι και το αποτέλεσμα της συμμόρφωσης των πολιτών σε αυστηρά μέτρα που σχεδιάστηκαν από την πολιτική ηγεσία. Οι υπόλοιπο θεσμοί που εμπιστεύονται με μικρότερα ποσοστά είναι οι ένοπλες δυνάμεις, η εκκλησία και τα πανεπιστήμια. Στον αντίποδα βρίσκονται η τηλεόραση (85,2%), ο τύπος (80,3%) και οι τράπεζες (77,5%). Η ελληνική κοινωνία θεωρεί ότι η πληροφόρηση που λαμβάνει είναι αναξιόπιστη σε ποσοστό 54%, κατευθυνόμενη από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα (83%), με ψευδείς και διαστρεβλωμένες ειδήσεις (90%).
Το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι η αποστασιοποίηση μεταξύ πολιτών και πολιτικών. Η απόσταση που φαίνεται να τους χωρίζει προκαλεί εν τέλει ένα τέτοιο χάσμα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων που βρίσκει τον χώρο του και φωλιάζει ο λαϊκισμός. Τα προσωποπαγή κόμματα της Πλεύσης Ελευθερίας, της Ελληνικής Λύσης, της Φωνής της Λογικής εκμεταλλεύονται το κενό αυτό και κάνουν το δικό τους «άνοιγμα» προς τους πολίτες. Προβάλλουν ως οι περιπτώσεις εκείνες που είναι σε θέση να αφουγκραστούν και να ακουμπήσουν πάνω στα προσωπικά προβλήματα, να κατανοήσουν τις ανάγκες των πολιτών και να δημιουργήσουν μια νέα πολιτική πραγματικότητα. Πιο ειλικρινή και πιο γνήσια, αποκαθιστώντας την αλήθεια.
Προσοχή όμως. Την τελευταία φορά που η ελληνική κοινωνία πίστεψε σε αυτά τα λόγια οδηγήθηκε σε ακραία πολιτική πόλωση και το πλήρωσε ακριβά. Αν ξέχασε τις μεγαλόστομες διακηρύξεις που τελικά την έκαναν να μαζέψει όπως-όπως τα αντίσκηνα από την πλατεία Συντάγματος, είναι άξια της μοίρας της.