Από τις τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση των Τεμπών ξεκίνησε η συνέντευξη του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Θανάση Κοντογεώργη στο ραδιοφωνικό σταθμό “Real FM”: «Πρώτη φορά ένας κατηγορούμενος που έχει την πολιτική ιδιότητα, έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση της τακτικής δικαιοσύνης», είπε για τον Χρήστο Τριαντόπουλο, προσθέτοντας ότι αυτό που έγινε, είναι «συνεπές με το κοινωνικό αίτημα να υπάρξει δικαιοσύνη», επίσης με το αίτημα να είναι ίδια «η μεταχείριση μεταξύ πολιτικών και πολιτών σε αυτήν την υπόθεση». Κάτι, βέβαια, που θα είναι «οδηγός για τη συνέχεια», προϊδέασε.
Στη συνέχεια όμως, κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι «μένει περισσότερο στην τακτική που είχε από την πρώτη στιγμή», αυτήν της «πολιτικής εργαλειοποίησης, και λιγότερο στην ουσία της κίνησης». Απαντώντας δε, στην κριτική ότι ο Χρήστος Τριαντόπουλος επέλεξε να στείλει υπόμνημα αντί να προσέλθει στην προκαταρκτική επιτροπή, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ υπενθύμισε ότι ο βουλευτής Μαγνησίας είχε κάνει δύο τοποθετήσεις κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, ενώ έστειλε και επιστολή.
Επόμενο θέμα συζήτησης, οι μισθολογικές αυξήσεις: «Σιγά σιγά καλύπτεται η μεγάλη διαφορά» με την υπόλοιπη Ευρώπη, ήταν η εισαγωγική παρατήρησή του Θ. Κοντογεώργη. Ενώ, παράλληλα δε, με τη γενική μισθολογική πολιτική, εστίασε στις ειδικές πολιτικές σε κρίσιμους τομείς, όπως υγεία, Σώματα Ασφαλείας, Ένοπλες Δυνάμεις. Στις δύο αυτές τελευταίες κατηγορίες από 1ης Ιουλίου θα δοθεί το επίδομα επικινδυνότητας, κάτι που «χρόνια ζητούσαν».
Ειδικώς για τις Ένοπλες Δυνάμεις, εξήγησε ότι τις αυξήσεις πρέπει να τις δει κανείς στο πλαίσιο του Προγράμματος «Εθνική ‘Αμυνα – Ελλάδα 2030», που είναι «ένα πλαίσιο αναδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων». Ταυτοχρόνως, αξιοποιείται η ρήτρα διαφυγής, που ήταν μια ελληνική διεκδίκηση, υπενθύμισε, και έτσι «υπήρχε αυτή η δυνατότητα (σσ για αυξήσεις)». Ενώ, παράλληλα, είναι σε εξέλιξη το στεγαστικό πρόγραμμα για τις Ένοπλες Δυνάμεις: «Μέσα στο 2026 θα παραδοθούν 1.000 κατοικίες και στα επόμενα χρόνια άλλες 4.000 (κατοικίες)», ανέφερε εν προκειμένω.
Γενικά, «δίνουμε ό,τι μπορούμε» και μάλιστα σε εποχές που «δεν είναι εύκολες», διαβεβαίωσε ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι «η οικονομία μας δείχνει ανθεκτικότητα, κάτι έχει λειτουργήσει καλά».
Και προσέθεσε: «Προφανώς χρειάζεται όποιο περίσσευμα υπάρχει να το δαπανήσουμε σε φορολογικές ελαφρύνσεις, οι οποίες θα είναι άμεσες και αισθητές σε κάθε πολίτη, όπως και στις δημόσιες επενδύσεις» σε έργα υποδομών, σε υγεία, παιδεία, «πράγματα που επιστρέφουν στον πολίτη». Εκεί, συνέχισε, «ρίχνουμε το βάρος μας, γι’ αυτό προσπαθούμε να υπάρχει καλή εκτέλεση του προϋπολογισμού, να κάνουμε καλά τα κουμάντα μας, να βλέπουν από το εξωτερικό ότι υπάρχει μια συνέχεια σε μια δημοσιονομικά υπεύθυνη πολιτική προκειμένου να δανειζόμαστε – όπως γίνεται – με πολύ καλούς όρους».
Διεξοδικός στο πρόβλημα της ανεργίας, ο Θ. Κοντογεώργης τόνισε ότι «μισό εκατομμύριο άνθρωποι έχουν μπει στην αγορά εργασίας (σσ από το 2019), η ανεργία στις γυναίκες από το 22% είναι στο 11%, και προφανώς θα προσπαθήσουμε παραπάνω. Κυρίως για τους νέους μας έχει γίνει δουλειά, η ανεργία ήταν στο 36%, τώρα είναι στο 18%». Όμως, συμπλήρωσε, «χρειάζονται περισσότερα κίνητρα για τα ζητήματα που απασχολούν τους νέους γιατί πρέπει να αισθανθούν μια ρεαλιστική αισιοδοξία. Να τους δώσουμε διέξοδο στο να αυτονομηθούν οικονομικά και κοινωνικά, να μπορούν να βρίσκουν πιο εύκολα σπίτι σε προσιτές τιμές».
Στη συζήτηση περί μελλοντικών κυβερνητικών συνεργασιών, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ είπε ότι «η συζήτηση είναι πρόωρη», αφού αφορά κάτι υποθετικό μετά από 2 – 2,5 χρόνια από τώρα. Όμως, «η εμπειρία έχει δείξει ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις μπορούν να λειτουργήσουν καλύτερα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, στο να προχωρήσουν τα πράγματα -και αυτό οι πολίτες το αξιολογούν», ήταν η θέση του.
Και, «επειδή δεν θα έχουμε αύριο εκλογές, η δική μας δουλειά είναι να μην λειτουργούμε με ορίζοντα τις δημοσκοπήσεις. Πάντοτε τις αξιολογούμε, ποτέ δεν τις έχουμε υποτιμήσει, ούτε απορρίψει». Ωστόσο, ο Θ. Κοντογεώργης εστίασε στα ποιοτικά στοιχεία που δείχνουν, όπως είπε, ότι «υπάρχουν κάποιοι τομείς στους οποίους εμμένει η κριτική των πολιτών και θέλουν περισσότερα αποτελέσματα: εκεί πρέπει να δουλέψουμε περισσότερο, να υπάρχει αισθητή αλλαγή, να (την) αντιληφθεί ο πολίτης και να αξιολογηθεί από εκείνον».
Εν κατακλείδι, «αυτή η συζήτηση (για συνεργασίες) δεν ξέρω πόσους αφορά, τα προβλήματα τρέχουν, εμείς με αυτά ασχολούμαστε, τα υπόλοιπα θα τα δούμε στην ώρα τους», ανέφερε κλείνοντας.