Δημοσιεύτηκε στην έντυπη Today Press
του Κωνσταντίνου Μπούρα
Κάθε ποιητικό έργο είναι εν εξελίξει.
Λέγεται συχνά-πυκνά πως κάθε ποιητής ανεξαρτήτως φύλου και πολισμικών χωροχρονικών ιδιαιτεροτήτων γράφει και ξαναγράφει στην ουσία ένα και το αυτό «ποίημα». Ας εξετάσουμε αυτή την υπόθεση εργασίας.
Ως πραγματογνώμων-εμπειρογνώμων λογοτέχνης αλλά και θεωρητικός των πολιτιστικών δρωμένων θεωρώ ότι όπως η κάθε εποχή και η κάθε κοινωνία προβάλλει στο εν πολλοίς χαοτικό γίγνεσθαι τις δικές της ανάγκες κι εμμονές που ικανοποιούν τα δύο ή τρία πρώτα σκαλιά τής περίφημης Πυραμίδας τού Maslow, έτσι και το κάθε ποιητικό συνδημιουργικό υποκείμενο μεταβολίζει τα αντικειμενικώς εισερχόμενα «σήματα», τα επεξεργάζεται με το δικό του τρόπο ανάλογα με τις όποιες ψυχοσωματικές και νοητικές του ιδιαιτερότητες κι ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες εικόνες που συνθέτουν την εμπειρία του και αποδίδει κωδικοποιημένο ένα δι-υποκειμενικό ποιητικό προϊόν παρέχοντας πνευματικές υπηρεσίες στην Ανθρωπότητα. Το κατά πόσον το στίγμα στη Συλλογική Συνειδητότητα αλλά και στο Πανανθρώπινο Υποσυνείδητο θα αποκτήσει μία κάποια σχετική διαχρονικότητα εξαρτάται από τον Πανδαμάτορα Χρόνο, την Τύχη/Αδράστεια, από την συμβολοποιημένη Νέμεσιν και χιλιάδες άλλες αστάθμητες μεταβλητές σε μια διαφορική εξίσωση που μας διαφεύγει εισέτι. Ούτως ή άλλως το εξαιρετικό κινείται στις παρυφές της μαθηματικής καμπύλης τού Gauss, που αξιοποιείται κυρίως για στατιστικούς μακροσκοπικούς, μεσοπρόθεσμους ή μακροπρόθεσμους σκοπούς.
Η καλλιτεχνική και λογοτεχνική πρωτοτυπία, η αισθητική πρωτοπορία, ο μορφικός πειραματισμός δεν μετριέται επαρκώς με αντικειμενικά μέτρα και σταθμά κι ο οιοσδήποτε «Κανόνας» διαμορφώνεται πάντα εκ των υστέρων, ποτέ κατά τη διάρκεια.
Μετά από αυτές τις γενικές επισημάνσεις και τοποθετήσεις, ας μου επιτραπεί να καταθέσω τη δική μου τεχνουργική μαρτυρία, χωρίς φόβο και πάθος και με γνώση των συνεπειών τού Νόμου που επικαλείται η σοφόκλεια Αντιγόνη.
Η ιδιαιτερότητα τής ποιητικής μου, που ξεκίνησε από την τρυφερή ηλικία των τριών ετών (από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τουλάχιστον) έγκειται στην δόμηση των έργων που κυκλοφορούν σε μορφή βιβλίου. Δεν πρόκειται για «ποιητικές συλλογές» αλλά για ανακεφαλαιωτικά «ποιητικά ημερολόγια» με πεζογραφική αρχιτεκτονική. Εξηγούμαι. Πολύ πριν αποφοιτήσω από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (1979-1985) κι εργασθώ ως διπλωματούχος μηχανολόγος μηχανικός, είχα μια «μαθηματική» αναλυτική τε και επαγωγική προσέγγιση τής έξωθεν κι ένδοθεν υποκειμενικώς διαλαμβανομένης «πραγματικότητας». Κάθε βιβλίο είναι μία ξεχωριστή «πόλις», χωροταξημένη και δομημένη κατά συγκροτήματα, λεωφόρους, λιμάνια, σταθμούς συγκοινωνιών, υποδομές μεταφορών, πνευματικά ιδρύματα, πολυκατοικίες, άλση, κήπους και χώρους εστιάσεως… Όπως είναι ευθύς αντιληπτόν η επαγγελματική μου κατάρτισις (“la formation professionnelle”) καθόρισε και καθορίζει και την μέθοδο εργασίας και την ορολογία με την οποία εκφράζομαι.
Όμως, αντίθετα από άλλους συναδέλφους μου, δομώ τα αμιγώς ποιητικά μου βιβλία ως μουσικές «συμφωνίες», υπονοώντας εμμέσως πλην σαφώς ότι η λογοτεχνία μου είναι διαλογικώς δραματική. Ένα άλλο στοιχείο της είναι η προφορικότητα: είναι τόσο λειασμένος ο λόγος που μοιάζει σαν να ρέει «ομαλά», «φυσιολογικά» παρά τους συχνούς νεολογισμούς και τις συντακτικές «ανοικειώσεις». Αυτό που μπορεί ένας βιαστικός «κριτικός» περασμένης γενιάς μπορεί να εκλάβει ως αδυναμία ή προχειρότητα είναι αποτέλεσμα συστηματικής, επίπονης, επίμονης, πολύμοχθης, πολύχρονης εργασίας και καλλιέργειας των εξατομικευμένων ποιητικών μέσων.
Ο «ελεύθερος συνειρμός» και ο λεγόμενος «ελεύθερος στίχος», ο σουρεαλισμός και το «θέατρο τού παράλογου», σαφώς ευνοούν μία μετανεωτερική ελευθεριότητα, επιβάλλουν όμως μεγαλύτερη προσοχή στην προσωδία, στον ρυθμό, στην απεύθυνση προκειμένου να μην αποδομηθούν τόσο ώστε να καταντήσουν στείρες επιδείξεις δεξιοτεχνίας. Εάν ο ποιητής στοχεύει (ΚΑΙ) στο συναίσθημα τού συνδεσμευόμενου αναγνώστη (επαρκούς ή αμύητου) οφείλει και πρέπει να αξιοποιήσει παραδοσιακούς δοκιμασμένους δρόμους. Ούτως ή άλλως η αφήγηση, από τους παραμυθάδες τής Ανατολής μέχρι τους σημερινούς influencers με τους πολυάριθμους followers στην ίδια νευροφυσιολογία τού εγκεφάλου κάθε δυνάμει «μέσου» αποδέκτη τους ποντάρουν ως πομποί ενός γλωσσικού «σήματος» ή περισσοτέρων παραγλωσσικών κωδίκων.
Η δραματοποίηση, η απαγγελία, η μελοποίηση τής ποίησης εμπλουτίζουν τον λεκτικό κώδικα με άλλες συμπληρωματικές ή παραπληρωματικές νοησιαρχικές ή ιρρασιοναλιστικές συνυποδηλώσεις που ενίοτε ακυρώνουν ή διαφοροποιούν το κοινωνούμενο νόημα.
Η δραματική ποίηση, στην οποία εξειδικεύομαι και ως ερευνητής θεατρολόγος-μεταφρασεολόγος και ως συγγραφέας πρωτότυπων θεατρικών έργων βασισμένων στο αρχαίο δράμα και στην Παγκόσμια Μυθολογία εν γένει, είναι ένας πολυσύνθετος κώδικας (άθροισμα κωδίκων) που απευθύνεται σε διάφορα επίπεδα τής ανθρώπινης Συνειδητότητας (ή και του υποσυνειδήτου ακόμη). Αυτό που λέγεται πως ο ποιητής εμπνέεται ερήμην της λογικής του είναι εν μέρει αληθινό και ερευνήσιμο από την Επιστήμη, δεδομένου ότι εμπλέκει αμφότερα τα ημισφαίρια τού υλικού του εγκεφάλου.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη – κατά την ταπεινή μου γνώμη – θα αργήσει να συναγωνιστεί την ακωδικοποίητη, «παράλογη» επινοητικότητα τού ρηξικέλευθου δημιουργού πολιτιστικών προϊόντων, γιατί η μυθοπλαστική του συνδυαστική δεξιοτεχνία δεν υπακούει σε πρόδηλους αλγορίθμους, ακόμα κι όταν χρησιμοποιεί κάποιες «συνταγές».
Στη δική μου ποιητική χωροταξία, η πεζογραφική πολεοδομία τού έντυπου, προφορικού και δραματοποιημένου έργου μου συνθέτει μακροσκοπικά ένα ιδιότυπο αφηγηματικό ημερολόγιο αποθησαυρισμένων, μεταβολισμένων «στιγμών» με την απαίτηση τής «αιωνιότητας», ή – πιο σεμνά – την εσκεμμένη υπέρβαση τών εσκαμμένων χωροχρονικών πολιτισμικών πλαισίων.
Πρόκειται για μία ιδιότυπη διαδικασία μεταβολισμού εξωτερικών συμβάντων και μετασχηματισμού τους σε εσωτερικά εικονο-ηχοτοπία υψηλής συμπυκνώσεως, όπου η λεγόμενη «συναισθητική μεταφορά» χρησιμοποιείται στο έπακρο.
Ικανή κι αναγκαία συνθήκη για την αποκωδικοποίηση αυτής της τεχνικής προκειμένου να αποτιμηθεί, να αξιολογηθεί και να εκτιμηθεί αναλόγως ετούτη η λογοτεχνική συστηματική εργασία μισού αιώνα ζωής, είναι – κατά τη γνώμη μου πάντα – η εξοικείωση με την εξατομικευμένη ποιητική φωνή που επιδιώκει την «ανοικείωση» με κάθε τρόπο, μέσο και ηθμό.
Η σύνδεση έργου και βιογραφίας στην περίπτωσή μου είναι αναγκαία κι αναπόφευκτη. Φωτογραφίζω, βιντεοσκοπώ, ζω, εμπνέομαι, γράφω, απαγγέλλω, συνθέτω, συμμετέχω ως performer σε ποιητικά δρώμενα διεκδικώντας εμμέσως πλην σαφώς τον τίτλο τού «Αναγεννησιακού Ανθρώπου» φιλοτεχνώντας διαρκώς ένα πρόπλασμα τού «Ολικού Καλλιτεχνήματος» που μου διαφεύγει εσαεί και συνδημιουργείται μακροσκοπικώς χάρη στη συνέργεια αρίφνητων ομοτέχνων (συμπεριλαμβανόμενων των συνδημιουργικών αναγνωστών-θεατών), διακτινισμένων μέσα στον χωροχρόνο των πολιτισμικών φαινομένων, μέσα από πολιτιστικές δράσεις, διαδράσεις, αντιδράσεις, αποδράσεις που υπερβαίνουν την συμβατικώς περιορισμένη μαθηματική-στατιστική αντίληψη.
Εν κατακλείδι, επισημαίνω τα γνωσιακά όρια κάθε μελετητή-ερευνητή όσον αφορά και την γενική αλλά και την ειδική λογοτεχνική-ποιητική εργασία, που εν πολλοίς άδηλη, ακωδικοποίητη εισέτι κι απροσδιόριστη εξ ορισμού.
Το μόνο για το οποίο μπορώ να είμαι βέβαιος ετούτη τη στιγμή και να μπορώ να το δηλώσω ευθαρσώς είναι ότι χωρίς τη μουσική σύνθεση τα ποιητικά μου βιβλία δεν νοούνται και δίχως τη γεωμετρημένη δόμηση ουδείς/ουδεμία/ουδέν μπορεί να προσεγγίσει κριτικά-επιστημονικά το μέχρι τώρα έργο μου το λογοτεχνικό.
Άρα κατανοώ την συγγνωστή αδυναμία κάποιων παλαιοτέρων επισήμων κριτικών λογοτεχνίας κι επισημαίνω μετά περισσής ευγνωμοσύνης την κριτική ευστοχία και πρόδηλη αξιοπιστία τής μεγάλης πλειοψηφίας των συγχρόνων μου συνοδοιπόρων δημιουργών που συνδυάζουν και την πρωτογενή συγγραφική δημιουργία και την ενσυναίσθηση και την οξυδέρκεια ενός μελετητή-ερευνητή που ξέρει να υπερβαίνει το εγώ του προκειμένου να εμπλουτίσει το «εμείς» μέσω τού διαλόγου. Ούτως ή άλλως ο πνευματικός πολιτισμός συναπαρτίζεται από επί μέρους χωροχρονικά εγρηγορότα.
Είμαι όλοι μία κουκίδα κόκκου στο αχανές ενεργοπληροφοριακό πεδίο τού σύμπαντος Κόσμου. Γι’ αυτό προτείνω να είμαστε σεμνοί και ταπεινοί ως προς το ποιητικό μας αποτέλεσμα, που ούτως ή άλλως δεν μας ανήκει, ακόμα κι όταν αναγκαζόμαστε να το υπογράφουμε.
«Είμαστε όλοι ΈΝ-Α, σταγόνα στον Ωκεανό».
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας, ευγνώμων για το δώρο τής ζωής και τής συνδημιουργίας.