Δημοσιεύτηκε στην ψηφιακή εφημερίδα Ipaper
Άρθρο του ευρωβουλευτή της Ν.Δ., Μανώλη Κ. Κεφαλογιάννη
Επιμέλεια: Μάρθα Λεκκάκου
Η Άμυνα και η Ασφάλεια της Ευρώπης ήταν ένα μεγάλο ζητούμενο μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήδη από το 1948 με την υπογραφή της Συνθήκης των Βρυξελλών το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο συμφώνησαν σε μία αμοιβαία διακυβερνητική συνθήκη αυτοάμυνας η οποία προώθησε, επίσης, την οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική συνεργασία. Το 1954 με την προσθήκη της Δυικής Γερμανίας και της Ιταλίας ιδρύθηκε η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση.
Οι υπογράφουσες χώρες αναφέρουν σαφώς τρεις κύριους στόχους τους στο προοίμιο της τροποποιημένης συνθήκης των Βρυξελλών:
- Τη δημιουργία στη Δυτική Ευρώπη, μιας σταθερής βάσης για την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης
- Την παροχή αλληλοβοήθειας ο ένας στον άλλο εναντίον οποιασδήποτε εχθρικής πράξης
- Την προώθηση της ενότητας και την ενθάρρυνση της προοδευτικής ενοποίησης της Ευρώπης.
Το 2009, η Συνθήκη της Λισαβόνας ανέλαβε το ρόλο της ΔΕΕ. Υπήρξε πολλή συζήτηση για το μέλλον της ΔΕΕ μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, όπου υπήρξε πρόταση για την διάλυση της. Στις 30 Μαρτίου 2010, μια Γραπτή Υπουργική Δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Κρίς Μπράιαντ γνωστοποίησε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρόκειται να αποχωρήσει από τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση μέσα σε ένα χρόνο. Στις 31 Μαρτίου 2010, το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε την πρόθεση της Γερμανίας να αποχωρήσει από την τροποποιημένη Συνθήκη των Βρυξελλών. Την ίδια χρονιά, η ισπανική προεδρία της ΔΕΕ, εξ ονόματος των 10 κρατών μελών της τροποποιημένης Συνθήκης των Βρυξελλών, ανακοίνωσε τη συλλογική απόφαση να αποχωρήσει από τη Συνθήκη η ΔΕΕ και να διαλύσει την οργάνωση μέχρι τον Ιούνιο του 2011. Στις 30 Ιουνίου 2011, η ΔΕΕ έπαψε επίσημα να υπάρχει. Ένας εξ ορισμού θνησιγενής οργανισμός που κανείς σίγουρα δεν θυμάται.
Με αποτέλεσμα για 80 χρόνια η Ευρώπη, οι Ευρωπαίοι να έχουν ουσιαστικά εκχωρήσει τα θέματα της άμυνας και της ασφάλειας της Ευρώπης στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Η επιστροφή Τραμπ στο Λευκό Οίκο δείχνει να αλλάζει ριζικά τη διατλαντική σχέση. Όλα τα μηνύματα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού καλούν την Ευρώπη να αναλάβει την ευθύνη για τη δική της ασφάλεια, να συμβάλλει περισσότερο στη δική της άμυνα.
Έχουμε μιλήσει πολλές φορές για την ανάγκη η Ευρώπη να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία ως προς τη διαχείριση των ζητημάτων που αφορούν την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση οικοδομήθηκε, χάριν στον οραματισμό των ιδρυτών της, πάνω στις στάχτες δύο Παγκοσμίων Πολέμων με εκατομμύρια αθώα θύματα. Μας χάρισε ασφαλώς 80 χρόνια ειρήνης και ευημερίας. Αλλά παραμένει τόσα χρόνια μετά ένας ημιτελής οργανισμός. Ένας οικονομικός γίγαντας και παράλληλα ένας πολιτικός νάνος.
Που ποτέ δεν προχώρησε προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωσή της. Προς τη γεωπολιτική ενηλικίωσή της. Και αυτό φάνηκε με την παράνομη στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ως Ελλάδα και ως Ευρώπη, και ορθώς, σταθήκαμε στο πλευρό της Ουκρανίας. Που είναι το θύμα της υπόθεσης. Σταθήκαμε στο πλευρό της γιατί η εισβολή της Ρωσίας αλλάζει με τη δύναμη της ισχύος τα υφιστάμενα σύνορα στην ήπειρό μας. Κάτι που αν το δεχτούμε κινδυνεύουμε τα επόμενα θύματα να είμαστε εμείς.
Σωστά καταγγείλαμε τη Ρωσική εισβολή. Αλλά, έπρεπε να υπενθυμίζουμε με κάθε τρόπο, ότι η Ρωσία κάνει τώρα στην Ουκρανία, αυτό ακριβώς που έχει κάνει η Τουρκία στην Κύπρο.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν είναι πλέον ένα ακόμη θέμα στο τραπέζι για τους Ευρωπαίους. Δεν είναι ένα απλό ζητούμενο, είναι απόλυτη ανάγκη.
Η «εποχή της αθωότητας» για την Ευρώπη έχει τελειώσει. Είναι η ώρα να αναζητήσει ενωμένη τη δική της θέση στο νέο χάρτη των παγκόσμιων συσχετισμών.
Δεν είναι η ώρα για δειλά βήματα. Για μπρος-πίσω. Σήμερα καλείται να τρέξει προς την κατεύθυνση της στρατηγικής αυτονομίας. Ο χρόνος των ψευδαισθήσεων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Η κοινή εξωτερική πολιτική. Η κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας. Η δημιουργία ευρωστρατού που θα προστατεύει τα κοινά ευρωπαϊκά σύνορα.
Δεν είναι τολμηρές πρωτοβουλίες. Είναι το μεγάλο ζητούμενο για την Ευρώπη. Που πρέπει να αντιδράσει «συλλογικά και ενιαία». Να προτάξει το δικό της γεωπολιτικό συμφέρον. Να σταματήσει να ετεροκαθορίζεται.
Έχουν ωριμάσει πια οι συνθήκες και σε κάθε περίπτωση η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της.
Οφείλουμε ως πολιτικά συστήματα να διαβάσουμε καλά την Ιστορία. Να αποφύγουμε τα λάθη του Μεσοπολέμου που έφεραν στην εξουσία ακραία κόμματα και οδήγησαν σε έναν τραγικό Παγκόσμιο Πόλεμο με εκατομμύρια αθώα θύματα. Γιατί όποιος δεν έχει διαβάσει σωστά την Ιστορία είναι καταδικασμένος να την ζήσει στη χειρότερή της μορφή.
Στις Δημοκρατίες το πολιτικό σύστημα, τα πολιτικά κόμματα πρέπει να δίνουν απαντήσεις, ουσιαστικές απαντήσεις και λύσεις στα προβλήματα των πολιτών. Να καλλιεργούν μία ουσιαστική και αδιατάρακτη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους Θεσμούς και την κοινωνία. Διαφορετικά, οι κοινωνίες στρέφονται στα άκρα και τις ακρότητες. Γίνονται ευεπίφορες στις φωνές του λαϊκισμού. Το βιώσαμε και εμείς πριν από δέκα χρόνια. Με «το ένα άρθρο και ένα νόμο», που κάποιοι θα καταργούσαν τα μνημόνια σε μία νύχτα. Το ζήσαμε με το «θα βαράμε τα νταούλια και θα χορεύουν οι αγορές». Με τραγικό αποτέλεσμα το τρίτο αχρείαστο μνημόνιο που μας κόστισε 200 δις ευρώ.
Το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν είναι ένα θέμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί με διαχειριστικές λογικές. Δεν είναι πλέον ζητούμενο. Επαναλαμβάνω, είναι απόλυτη ανάγκη. Δεν είναι η ώρα «των λογιστών. Είναι η ώρα των ηγετών.