Από την έντυπη Today Press του Σαββάτου
Η πρόσφατη ανακοίνωση για έρευνες από τον αμερικανικό κολοσσό Chevron με την Qatar Oil στο Ιόνιο Πέλαγος και ν.δ. της Κρήτης, μας δίνουν την αφορμή να οδοιπορήσουμε την περιπέτεια ελληνικό πετρέλαιο τα τελευταία 70 χρόνια σε μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση.
Η εισαγωγή πετρελαίου αποτελούσε πάντα μία από τις μεγάλες πληγές του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδας. Έτσι η πιθανή ύπαρξη πηγών φυσικής ενέργειας τόσο στο Αιγαίο όσο και στο Ιόνιο Πέλαγος θα αποτελούσε έναν νέο μοχλό οικονομικής ανάπτυξης και τα οικονομικά και γεωπολιτικά αποτελέσματα από τις πιθανές πηγές ενέργειας των ελληνικών θαλασσών θα ήταν βαρυσήμαντα για τον ελληνικό χώρο.
Είναι γνωστό ότι ένας αριθμός στενών και «στρωματοειδών φλεβών» χωρίζει τη Μεσόγειο σε πολλές ανεξάρτητες γεωγραφικές λεκάνες. Οι λεκάνες αυτές χωρίζονται σε δύο γενικές κατηγορίες: τις «εσωτερικές λεκάνες», όπως είναι το βορειοανατολικό τμήμα της ανατολικής Μεσογείου, και τις «εξωτερικές λεκάνες», όπως είναι το Ιόνιο Πέλαγος και το δυτικό τμήμα της ανατολικής Μεσογείου με δύο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά: το «ελληνικό ρήγμα» και τη «μεσογειακή ράχη».
Επιστημονικές αποστολές από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες μελέτησαν τη γεωλογία και την τεκτονική ιστορία των λεκανών αυτών. Επίσης εταιρείες πετρελαίου εξέτασαν με προσοχή την εμφάνιση υδρογονανθράκων στην υφαλοκρηπίδα των περιοχών αυτών, με στόχο να πληροφορηθούν αν υπάρχουν κοιτάσματα πετρελαίου, αλλά μέχρι πρόσφατα δεν είχαν καμία διάθεση να μοιραστούν αυτά τα συμπεράσματα με τις ελληνικές κυβερνήσεις.
Ένα εξερευνητικό πλοίο, το «GΙοmar Challenger», όργωσε τους ωκεανούς από το 1968 μέχρι το 1983, κάνοντας ενενήντα έξι διαφορετικά ταξίδια και διασχίζοντας μια απόσταση περίπου 375.000 μιλίων. Σε δύο από αυτά τα ταξίδια του το «GΙοmαr Chαιιenger» επισκέφθηκε και την ανατολική Μεσόγειο και έκανε γεωλογικές και γεωφυσικές εξερευνήσεις και στις ελληνικές θάλασσες. Η πρώτη εξερεύνηση έγινε μεταξύ 6 και 12 Σεπτεμβρίου 1970, σε μια περιοχή δυτικά της Κρήτης, όπου έκαναν γεωτρήσεις σε δύο διαφορετικά σημεία και σε βάθος 437 και 480 μέτρων στο υπέδαφος του βυθού.
Η δεύτερη εξερεύνηση έγινε μεταξύ 17και 19 Μαΐου Ι975, σε μια περιοχή βόρεια της Κρήτης, όπου έγιναν δύο γεωτρήσεις σε βάθος 312 και 343,5 μέτρων στο υπέδαφος του βυθού. Όλες αυτές οι γεωτρήσεις ήταν σημαντικές, γιατί δόθηκε η δυνατότητα να μελετηθούν η γεωλογία και η τεκτονική ιστορία αυτών των περιοχών. Από αυτές τις αμερικανικές εξερευνήσεις φαίνεται ξεκάθαρα ότι:
α. Υπάρχουν ποσότητες ιζημάτων και άλατος στο υπέδαφος αυτών των περιοχών, που είναι το κύριο χαρακτηριστικό για την πιθανή ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου.
β. Τα πετρώματα κάτω από τον βυθό αυτών των Θαλασσών είναι παρόμοια με εκείνα που υπάρχουν στον Κόλπο του Μεξικού, όπου ήδη έχουν ανακαλυφθεί μεγάλα κοιτάσματα πετρελαίου.
Η γεωλογική δομή του μεσογειακού βυθού αποτέλεσε αντικείμενο εμπεριστατωμένων γεωλογικών και γεωφυσικών ερευνών και για τα επιστημονικά ινστιτούτα της τότε Σοβιετικής Ένωσης στο πλαίσιο του προγράμματος «Συνεταιρικές Έρευνες της Μεσογείου Θαλάσσης». Κατά τη διάρκεια των ερευνών αυτών έγιναν μελέτες της μορφολογίας του βυθού της Μεσογείου και συντάχθηκαν βαθυμετρικοί και γεωμορφολογικοί χάρτες ολόκληρης της λεκάνης της Μεσογείου.
Η ύπαρξη αερίων και ιζηματογενών πετρωμάτων στο Αιγαίο επισημαίνεται ιδιαίτερα στις σοβιετικές μελέτες. Ανάλογες μελέτες στην ίδια περιοχή πραγματοποίησε και η Γαλλική Εταιρεία Πετρελαίων. Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών απέδειξαν επίσης ότι σε πολλές περιοχές μεγάλου βάθους του Αιγαίου υπάρχουν «ανάλογα χαρακτηριστικά» με εκείνα που συναντώνται σε ήδη υπάρχουσες πετρελαιοφόρες περιοχές.
Τέλος, ο αμερικανικός εκδοτικός οίκος ΜcΝally εξέδωσε έναν Άτλαντα των Ωκεανών το 1977, στον οποίο περιγράφεται η Μεσόγειος σαν μια περιοχή με σημαντικά αποθέματα πετρελαίου και αερίων. Στον Άτλαντα αυτόν δημοσιεύεται ένας χάρτης των ελληνικών θαλασσών, όπου επισημαίνονται πιθανά πετρελαιοφόρα κοιτάσματα. Οι περιοχές αυτές βρίσκονται στο Ιόνιο Πέλαγος, στο βόρειο Αιγαίο, στο Αργολικό Πέλαγος και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Βέβαια δεν γνωρίζουμε γιατί δεν δείχνουν τα κοιτάσματα νότια της Κρήτης και νότια του Καστελόριζου. Υποψιαζόμαστε ότι δεν αναφέρθηκαν σ’ αυτές τις περιοχές διότι δεν ήθελαν τότε να δημιουργήσουν ένταση στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία. Και οι Γάλλοι επίσης γνώριζαν για την ύπαρξη των ελληνικών κοιτασμάτων από τη δεκαετία του 1970, αλλά όχι και για την ύπαρξη υδρογονανθράκων νότια της Κρήτης.
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο που αξίζει να μνημονεύσουμε εδώ είναι ότι σύμφωνα με μελέτες που είχαν γίνει από ξένα γεωλογικά ινστιτούτα είχε αποδειχθεί ότι η Κύπρος βρίσκεται στο κέντρο ενός πετρελαιοφόρου κοιτάσματος που καλύπτει την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και ιδιαίτερα τη θαλάσσια περιοχή της νότιας Κύπρου.
Έτσι έχει αναφερθεί ότι οι Τούρκοι γνώριζαν γι’ αυτά τα κοιτάσματα πριν επιχειρήσουν την εισβολή στην Κύπρο το 1974. Η γεώτρηση αυτή είχε αρχίσει το 1973 σε μια περιοχή 11 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της τοποθεσίας Νότια Καβάλα 1, όπου το 1972 είχε γίνει ανακάλυψη φυσικού αερίου και η οποία βρίσκεται στο στενό ανάμεσα στην ηπειρωτική χώρα και τη νήσο Θάσο. Η εταιρεία Oceanic ΕxpΙοratίοn έκανε τη γεώτρηση στον Πρίνο 1 σε βάθος 3.217 μέτρων, αλλά μετά την ανακάλυψη αναβλήθηκε για ένα διάστημα η γεώτρηση για να δημιουργηθεί η κατάλληλη υποδομή, ώστε να αρχίσει η ημερήσια παραγωγή 40.000 βαρελιών πετρελαίου και 10.000 κυβικών ποδιών φυσικού αερίου.
Ο υποθαλάσσιος χώρος της ελληνικής επικράτειας, αν και είναι υπερδιπλάσιος του αντίστοιχου της ξηράς, είναι στο μεγαλύτερο τμήμα του ανεξερεύνητος σε ό,τι αφορά τη γενική γεωλογική έρευνα και παντελώς άγνωστος σχετικά με τις πλουτοπαραγωγικές του πηγές σε μεταλλεύματα και χρήσιμες ύλες, εκτός των υδρογονανθράκων. Το επίπεδο της θάλασσας πριν από 17.000 περίπου χρόνια βρισκόταν περί τα 120-130 μέτρα χαμηλότερα από το σημερινό.
Στο επίπεδο περίπου αυτό σημειώθηκαν διαδοχικές επικλύσεις και αποσύρσεις και επομένως στις περιοχές αυτές, οι οποίες σήμερα βρίσκονται σε βάθος μέχρι και 130 μέτρα, γίνονταν όλο αυτό το διάστημα προσχώσεις και διαβρώσεις. Άρα είναι πιθανό να αποτελούσαν τόπους δημιουργίας δευτερογενών κοιτασμάτων (placers) από την επεξεργασία των ιζημάτων, ιζήματα που προήλθαν από τη διάβρωση γνωστών μεταλλοφόρων ενοτήτων της ξηράς (π.χ. Σερβομακεδονική μάζα, Μάζα Ροδόπης, Αττικοκυκλαδική μάζα κτλ.).
Άλλωστε σχεδόν όλα τα κοιτάσματα που σήμερα είναι εκμεταλλεύσιμα στις παράκτιες περιοχές της γης βρίσκονται μέχρι το βάθος αυτό. Είναι λογικό λοιπόν να θεωρηθεί ότι όλες οι παράκτιες περιοχές της Μακεδονίας, της Θράκης, της Χαλκιδικής, της Εύβοιας, της Αττικής, των Κυκλάδων κτλ. είναι δυνατό να περιέχουν χρήσιμες ύλες από δομικά υλικά (άμμο, χαλίκια) μέχρι βαριά ορυκτά (τιτάνιο, μαγνητίτη κτλ.) και από συγκεντρώσεις κελυφών (ασβεστίτη) μέχρι πολύτιμα μέταλλα (άργυρο, χρυσό). Για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση των κοιτασμάτων αυτών είναι αυτονόητο ότι πρέπει πρώτα να γίνει σωστή γεωλογική έρευνα των ελληνικών θαλασσών, με σκοπό τον ακριβή προσδιορισμό της παλαιογραφίας, της στρωματογραφίας και της τεκτονικής των ιζημάτων.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα και λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που έχουν δώσει στις έρευνες υποθαλάσσιας γεωλογίας τα διάφορα κράτη συνάγεται ότι η εξέλιξή της θα συνεχιστεί ραγδαία. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι ο βυθός των ελληνικών θαλασσών είναι ανεξερεύνητος σε ό,τι αφορά τη γεωλογική του δομή και την ύπαρξη μεταλλευμάτων και χρήσιμων υλών, κάνει επιτακτική την ανάγκη της περαιτέρω ανάπτυξης της έρευνας στον τομέα της υποθαλάσσιας γεωλογίας. Σίγουρα η δημιουργία μιας ελληνικής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, όπως θα δούμε παρακάτω, θα βοηθήσει αυτή την προσπάθεια εξερεύνησης των ελληνικών θαλασσών.