Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Τον χορό άνοιξε πρόσφατα το ΠΑΣΟΚ, που ζήτησε φορολογία των κερδών των τραπεζών. Την σκυτάλη πήρε στην συνέχεια η κυβέρνηση, με τον Μητσοτάκη και τον Χατζηδάκη να απορρίπτουν μεν ασυζητητί την φορολόγηση, αλλά με υποσχέσεις ότι θα πάρουν άλλα μέτρα που προφανώς δεν θα αρέσουν στους τραπεζίτες. Όλη αυτή η συζήτηση και η φασαρία δεν έγιναν εν κενώ, υπήρχε και υπάρχει σαφής και διατυπωμένη κοινωνική προδιάθεση εναντίον των πιστωτικών μας ιδρυμάτων. Όχι άδικα.
Η κυβέρνηση επιμένει ότι από καιρό πίεζε τις τράπεζες να βελτιώσουν και να κάνουν πιο δίκαιη και λιγότερο αρπακτική την λειτουργία τους. Είναι πασίγνωστη η δήλωση του προηγούμενου υπουργού οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα, τον Δεκέμβρη του 2022 (πάλι όταν συζητιόταν ο προϋπολογισμός) ότι «επί δύο ώρες μπινελικονόμασταν με τους τραπεζίτες». Και τότε τα θέματα ήταν τα ίδια με τα σημερινά.
Εξωφρενικές προμήθειες στις τραπεζικές συναλλαγές, μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων, απροθυμία των τραπεζών να δανειοδοτήσουν με λογικούς όρους και φθηνό χρήμα τις επιχειρήσεις. Φέτος προστέθηκε από τον Μητσοτάκη και το θέμα των κλειστών σπιτιών που έχουν στα χαρτοφυλάκια τους, αλλά δεν τα ρίχνουν στην αγορά για να ανακουφίσουν το στεγαστικό.
Οι ελληνικές τράπεζες λοιπόν, βρίσκονται ξανά στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου, αυτή τη φορά για τα υπερκέρδη που καταγράφουν και τη διαχείρισή τους. Η συζήτηση για τη φορολόγηση αυτών των κερδών φέρνει στην επιφάνεια ζητήματα όπως η ιστορική πορεία των τραπεζών στη διάρκεια της κρίσης, οι ανακεφαλαιοποιήσεις που έγιναν για τη διάσωσή τους, αλλά και η ισορροπία μεταξύ σταθερότητας του συστήματος και ικανοποίησης της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Είναι αλήθεια ότι στην ελληνική οικονομική κρίση, οι τράπεζες υπέστησαν σοβαρό πλήγμα. Οι συνέπειες της δημοσιονομικής αποσταθεροποίησης και η αναδιάρθρωση του χρέους (PSI) το 2012, ανάγκασαν τις τράπεζες σε επαναλαμβανόμενες ανακεφαλαιοποιήσεις. Το Δημόσιο, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο, διοχετεύοντας δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ για τη σωτηρία τους. Ωστόσο, οι απώλειες για τους φορολογούμενους ήταν μεγάλες, ενώ το δημόσιο μερίδιο στις τράπεζες μειώθηκε σταδιακά, καθώς η ιδιωτική συμμετοχή ενισχύθηκε στις μεταγενέστερες αυξήσεις κεφαλαίου.
Παράλληλα, οι τράπεζες επωμίστηκαν την ευθύνη διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), που είχαν φτάσει σε αστρονομικά επίπεδα λόγω της ύφεσης. Δεν ήταν άμοιρες ευθυνών και οι ίδιες για το συγκεκριμένο θέμα. Όταν επί δεκαετίες μοίραζαν δάνεια δίχως έλεγχο και εξασφαλίσεις, υπονόμευαν το μέλλον και της οικονομίας αλλά και το δικό τους. Η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα υπήρξε μακρόχρονη και κοστοβόρα, με ισχυρό αντίκτυπο τόσο στους ισολογισμούς των τραπεζών όσο και στην εμπιστοσύνη των πολιτών.
Με τον ερχομό της ανάκαμψης, η κοινωνία ανέμενε ότι οι θυσίες που έγιναν για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος θα επέφεραν μεγαλύτερη ευημερία, αλλά η πραγματικότητα αποδείχθηκε διαφορετική. Οι περιορισμοί στη χρηματοδότηση, η λιτότητα και η αδυναμία των τραπεζών να στηρίξουν την επιχειρηματικότητα επέτειναν τη δυσπιστία απέναντί τους.
Μετά την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, το τραπεζικό σύστημα σταδιακά ανέκτησε τη σταθερότητά του. Οι ελληνικές τράπεζες πέτυχαν σημαντικές αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, ενώ η μείωση των NPLs σε μονοψήφια ποσοστά ενίσχυσε την εικόνα τους στο εξωτερικό. Τα κέρδη των τραπεζών εκτοξεύθηκαν τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της αύξησης των επιτοκίων και των υψηλών χρεώσεων σε προμήθειες.
Ωστόσο, αυτή η ανάκαμψη δεν συνοδεύτηκε από τη βελτίωση της σχέσης τους με την κοινωνία. Οι πολίτες συνεχίζουν να εκφράζουν έντονη δυσαρέσκεια για τις υψηλές χρεώσεις, τους περιορισμούς στην πρόσβαση σε δανεισμό και τις πρακτικές πλειστηριασμών.
Επίσης, οι πολιτικές περιορισμού του κόστους λειτουργίας των τραπεζών, μείωσε τα υποκαταστήματα και τα ΑΤΜ, δυσκόλεψε την πρόσβαση των λιγότερο εξοικειωμένων και αποξένωσε την παλιά πελατεία. Τέλειωσε η «βόλτα στην τράπεζα για να εξυπηρετηθώ». Η αίσθηση ότι οι τράπεζες «κλέβουν» ή δεν ανταποδίδουν στην κοινωνία την υποστήριξη που έλαβαν κατά την κρίση παραμένει έντονη. Η δε αντιπολίτευση την εκμεταλλεύεται, την νομιμοποιεί και την επιτείνει.
Η τραπεζική εμπειρία στην καθημερινότητα του πολίτη παραμένει δύσκολη. Οι ψηφιακές υπηρεσίες βελτιώνονται, αλλά οι φυσικές υποδομές μειώνονται, δημιουργώντας προβλήματα ειδικά στις πιο απομακρυσμένες περιοχές. Παράλληλα, η έλλειψη ανταγωνισμού επιτρέπει στις τράπεζες να επιβάλουν υψηλά επιτόκια και προμήθειες, επιδεινώνοντας το δημόσιο αίσθημα.
Η πολιτική αντιπαράθεση για τη φορολόγηση
Η συζήτηση για τη φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών αποτελεί νέο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης. Το ΠΑΣΟΚ προτείνει οριζόντια φορολόγηση με 5% για κέρδη άνω των 400 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ άλλα κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ζητούν αυστηρότερη φορολόγηση με αναλογική επιβάρυνση των τραπεζών. Στον αντίποδα, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη απορρίπτει την έκτακτη φορολόγηση, προτάσσοντας την ανάγκη σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και τη σημασία του για την οικονομική ανάπτυξη.
Το παράδειγμα άλλων χωρών, όπως της Ισπανίας, που έχουν εφαρμόσει αντίστοιχα μέτρα, προσφέρει μια ενδιαφέρουσα βάση σύγκρισης. Στην Ισπανία, τα έσοδα από τη φορολόγηση των τραπεζών χρησιμοποιούνται για τη στήριξη της κοινωνικής πολιτικής, κάτι που ενισχύει τη νομιμοποίηση τέτοιων μέτρων. Στην Ελλάδα, ωστόσο, η αντίστοιχη πολιτική πρέπει να λάβει υπόψη την ευαισθησία της οικονομίας και την ανάγκη για περαιτέρω επενδύσεις.
Μια ατέρμονη διαμάχη περιβάλλει το θέμα της φορολόγησης. Ο Ανδρουλάκης λέει ότι δεν είναι δυνατόν ο ανειδίκευτος εργάτης να φορολογείται με 10% και η τράπεζα με μόλις 5%. Η κυβέρνηση απαντά ότι μια φορολόγηση θα διώξει θεσμικούς επενδυτές που μόλις έφεραν τα λεφτά τους στην Ελλάδα και ότι είναι προτιμότερο να γίνουν βελτιώσεις σε τομείς που θα επιφέρουν κέρδος στην τσέπη του πολίτη. Γι αυτό και μετά το Μητσοτακικό «η ανταπόκριση των τραπεζών δεν μας ικανοποίησε», φαίνεται ότι οδεύουμε σε μείωση των προμηθειών κατά 50%, με κυβερνητική παρέμβαση.
Η αντιπαράθεση αυτή δεν περιορίζεται μόνο σε οικονομικούς όρους αλλά αγγίζει και ζητήματα πολιτικής ηθικής. Πώς μπορούν οι τράπεζες να δικαιολογήσουν υπερκέρδη όταν μεγάλο μέρος της κοινωνίας συνεχίζει να αντιμετωπίζει δυσκολίες;
Η πρόκληση για την ελληνική κυβέρνηση είναι να βρει τη σωστή ισορροπία. Από τη μία πλευρά, οι τράπεζες πρέπει να διατηρήσουν τη σταθερότητά τους και να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους σε διεθνές επίπεδο. Από την άλλη, η κοινωνία αναμένει μεγαλύτερη συνεισφορά από τα κέρδη των τραπεζών, είτε μέσω φορολογίας είτε μέσω κοινωνικών επενδύσεων.
Η πολιτική για τις τράπεζες δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Απαιτείται ένα συνολικό σχέδιο που θα περιλαμβάνει, διαφάνεια και λογική σε χρεώσεις και προμήθειες, βελτίωση της πρόσβασης των πολιτών και των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση, δίκαιη φορολόγηση που να ανταποδίδει στην κοινωνία και στρατηγικές επενδύσεις που θα στηρίξουν τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Το τραπεζικό σύστημα αποτελεί πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, αλλά η λειτουργία του πρέπει να υπηρετεί το γενικότερο καλό. Η σημερινή διαμάχη για τη φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών αναδεικνύει την ανάγκη για πολιτική και κοινωνική ισορροπία. Οι τράπεζες καλούνται να ανταποκριθούν στις προσδοκίες της κοινωνίας, ενώ η πολιτεία πρέπει να εξασφαλίσει την υγεία και τη σταθερότητα του συστήματος. Μόνο έτσι θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και θα επιτευχθεί βιώσιμη ανάπτυξη για όλους.