Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκ. Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Στις αρχές του 19ου αι., στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα ο δημογέροντάς της Μιχαήλ, ξυπνάει απότομα από τον ύπνο του, ακούγοντας τον θρήνο μιας νεαρής γυναίκας. Όταν τη συναντάει συνειδητοποιεί πως είναι η απαχθείσα από τον Έλγιν Καρυάτιδα. Ο αγνός πατριώτης δημογέροντας της λέει «Θα φύγης σε ξένους τόπους […] Θα ζης σε χώρα που δεν την χρυσώνει ο ήλιος, σε χώρα σκοτεινή, βουτηγμένη πάντα μέσα στην καταχνιά! Δε θα βλέπης τον Αυγερινό στον Υμηττό από πάνω να σημαδεύη πού πρωτοξύπνησε η ομορφιά, ούτε τον Αποσπερίτη κατά τα βουνά της Σαλαμίνος να δείχνη πού πρωτοφάνηκε η δόξα!». Η στεναχώρια του Μιχαήλ είναι μεγάλη για τα ερειπωμένα μνημεία της Αθήνας «Αμφότερα ερείπια! […] Αγνοεί τις αληθώς, τι να θρηνήση περισσότερον!». Το ιστορικό δράμα που μόλις αναφέρθηκε γράφτηκε από τον Δημήτρη Καμπούρογλου έναν αιώνα μετά τη σύληση των μνημείων της Ακρόπολης από τον Έλγιν και φέρει τον τίτλο «Η Νεράιδα του Κάστρου».
Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα η αναζήτηση της αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνισμού θα παρέμενε το κυριαρχικό ζητούμενο. Ο διάλογος με τη Δύση αναφορικά με την καταγωγή των νεότερων Ελλήνων παρουσιάζει τους δεύτερους να αγωνιούν για την τύχη των μνημείων της εποχής του Περικλή, για τα βυζαντινά κατάλοιπα, γιατί αυτά είναι η ιστορία των παππούδων τους. Είναι οι θρύλοι και οι παραδόσεις τους σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης τουρκοκρατίας. Σε κείμενο που δημοσιεύει ο Κωνσταντίνος Καβάφης το 1891 στην Εθνική Αθηνών με τίτλο «Απόδοτε τα ελγίνεια μάρμαρα» αναφέρει ότι στην Αγγλία υπάρχει ένα κίνημα που υποστηρίζει την επιστροφή των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα.
Ο Καβάφης παρακολουθεί στενά την δημοσιογραφική έκταση που έχει λάβει το θέμα και αναλαμβάνει να υποστηρίξει με στέρεα επιχειρήματα το δίκαιο αίτημα της επιστροφής των εθνικών συμβόλων, ενημερώνοντας τους Έλληνες σε Αλεξάνδρεια και Αθήνα. «Εις το ελληνικόν έθνος την σήμερον τα ερείπια της Ακροπόλεως είναι πολύ σπουδαιότερα και ιερώτερα αφ’ ό,τι είναι οιονδήποτε άλλο εθνικόν μνημείον εις οιονδήποτε άλλον ναόν. Είναι το εξωτερικόν και ορατόν μνημείον της εθνικής υπάρξεως και αναγεννήσεως». Όμως οι Άγγλοι ακόμη και μετά τον θάνατο του Έλγιν όχι μόνο αδιαφορούν αλλά και καταφρονούν τον ολιγάριθμο πληθυσμό που κατοικεί «επί των ερειπίων της αρχαίας Ελλάδος». Η ιδιάζουσα αρχαιολατρία τους απομυθοποιεί σαρκαστικά τις περιγραφές του Βίνκελμαν ότι «κανένας λαός δεν εκτιμούσε τόσο πολύ την ομορφιά όσο οι Έλληνες».
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του δράματος του Καμπούρογλου «Η Νεράιδα του Κάστρου» πληροφορούμαστε ότι δεν θρηνούσε μόνο η Καρυάτιδα που βρέθηκε με τον δημογέροντα έξω από το σπίτι του. «Όταν μάλιστα αφηρέθη υπό των πρακτόρων του Έλγιν και αυτή η Καρυάτις του Ερεχθείου, τόσον πολύ επόνεσαν οι κάτοικοι, ώστε επίστευσαν –η ψυχή των είχεν από πολλού προδιατεθή εις τούτο– ότι ήκουσαν τη νύκτα τους θρήνους των λοιπών Καρυατίδων». Το τραύμα από την αρπαγή δεν είναι πλέον μια νοσταλγία για τις αρχαιότητες της αττικής γης που συλήθηκαν. Έκτοτε δημιουργήθηκε ένα διαρκές αίσθημα βαθιάς οργής και πόνου για την κλαπείσα μας κληρονομιά.
Οι Καρυάτιδες του Ερέχθειου στέκουν σήμερα στον βράχο της Ακρόπολης για να διαλαλούν σε όλο τον κόσμο ότι υπάρχει ακόμη η δυνατότητα αποκατάστασης της αρχαιοκαπηλίας που είχε συντελεστεί.
Η εθνική μας επιδίωξη παραμένει αμετακίνητη καθώς τα γλυπτά μας στο Βρετανικό Μουσείο είναι η εθνική μας ταυτότητα.