Εγκλωβισμένη στην Κωνσταντινούπολη παραμένει η 56χρονη Αγάθη Μαρκοπούλου, έπειτα από τη σύλληψή της για μια υπόθεση που αφορά την κατά λάθος αφαίρεση ενός κινητού τηλεφώνου από κατάστημα, και ετοιμάζεται να καταθέσει αίτημα στις τουρκικές δικαστικές αρχές προκειμένου να της επιτραπεί να επιστρέψει στην Ελλάδα μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής της, ακόμη και αν χρειαστεί να καταβάλει χρηματική εγγύηση.
Ωστόσο, το αίτημά της δεν κατατέθηκε εντός της εβδομάδας, καθώς οι γραφειοκρατικές διαδικασίες καθυστέρησαν την υποβολή του, αναγκάζοντάς την να παραμείνει στην Τουρκία τουλάχιστον μέχρι τη Δευτέρα. Η Αγάθη μετράει πλέον τις ώρες για να επιστρέψει στην Ελλάδα και να αφήσει πίσω της την τραυματική εμπειρία που βιώνει.
Το χρονικό
Η περιπέτεια της ξεκίνησε την περασμένη Παρασκευή, όταν επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη με την 22χρονη κόρη της και μια φίλη τους, για τουριστικούς λόγους. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, επισκέφθηκαν ένα κατάστημα για να αγοράσουν μαντήλες, προκειμένου να επισκεφθούν την Αγία Σοφία.
Όπως εξηγεί η ίδια, λόγω βιασύνης και απροσεξίας, κατά λάθος πήρε το κινητό του καταστηματάρχη και το έβαλε στην τσάντα της χωρίς να το καταλάβει. Δεν αντιλήφθηκε το λάθος της αμέσως και μόλις το συνειδητοποίησε, ήταν ήδη αργά. Το περιστατικό οδήγησε στην άμεση σύλληψή της, καθώς και της κόρης της, οι οποίες οδηγήθηκαν στο κρατητήριο, όπου σύμφωνα με την Αγάθη, αντιμετώπισαν απάνθρωπη μεταχείριση. «Μας φώναζαν συνέχεια “shut up” και μας έσπρωχναν», περιγράφει η 56χρονη. Οι δύο γυναίκες πέρασαν τη νύχτα στο κρατητήριο, κοιμώμενες στο πάτωμα, χωρίς να γνωρίζουν τι θα συνέβαινε στη συνέχεια.
Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν η 22χρονη κόρη της μεταφέρθηκε σε κέντρο κράτησης μεταναστών (hotspot), όπου παρέμεινε για τρεις ημέρες πριν απελαθεί στην Ελλάδα, αφήνοντας τη μητέρα της μόνη στην Τουρκία. «Δεν ήξερα πού ήταν, ούτε τι της συνέβαινε. Ήμουν σε απόγνωση», λέει η Αγάθη, περιγράφοντας τις στιγμές αγωνίας και αβεβαιότητας που έζησε.
Αν και ο καταστηματάρχης, ένας Τούρκος επιχειρηματίας, απέσυρε τη μήνυση εναντίον της και δήλωσε πως θεωρεί ότι πρόκειται για παρεξήγηση —κάτι που επιβεβαιώνεται και από το υλικό ασφαλείας του καταστήματος— η 56χρονη παραμένει εγκλωβισμένη στην Τουρκία, καθώς οι τοπικές αρχές δεν έχουν ακόμη ορίσει ημερομηνία για την εκδίκαση της υπόθεσής της. Η διαδικασία αυτή ενδέχεται να διαρκέσει μήνες, αφήνοντάς τη σε μια αβέβαιη και ψυχοφθόρα κατάσταση, με την ίδια να αναρωτιέται πότε θα μπορέσει να επιστρέψει στην Ελλάδα και να αφήσει πίσω της τον εφιάλτη που ζει.
Αυτή τη στιγμή, η Αγάθη βρίσκεται μόνη της σε ένα Airbnb διαμέρισμα στην πλατεία Ταξίμ, πληρώνοντας 100 ευρώ τη βραδιά. Η διαμονή αυτή την εξαντλεί οικονομικά και αναγκάζεται να ψάξει για φθηνότερο κατάλυμα, ενώ παράλληλα προσπαθεί να καταθέσει αίτημα στις τουρκικές δικαστικές αρχές για να της επιτραπεί να επιστρέψει στην Ελλάδα με καταβολή εγγύησης. «Δεν αντέχω άλλο, ελπίζω να υπάρξει μια λύση και να επιστρέψω σύντομα στην οικογένειά μου», δηλώνει συγκινημένη, ενώ συνεχίζει να περιμένει την εξέλιξη της υπόθεσης και να αγωνιά για την τύχη της.
Το Γενικό Προξενείο της Κωνσταντινούπολης παρακολουθεί στενά την υπόθεση και έχει παράσχει προξενική αρωγή, με διπλωματικές πηγές να επισημαίνουν ότι οι ελληνικές αρχές βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία με την Αγάθη. Ωστόσο, η ίδια τονίζει ότι η βοήθεια αυτή δεν είναι αρκετή και πως η αγωνία της συνεχίζεται, αφού δεν γνωρίζει πότε θα μπορέσει να επιστρέψει στην πατρίδα της και να επανενωθεί με την οικογένειά της.
Η Αγάθη αναφέρεται στο δράμα που βιώνει, κάνοντας έκκληση στις ελληνικές αρχές και το Υπουργείο Εξωτερικών να παρέμβουν άμεσα και να την βοηθήσουν να επιστρέψει στην Ελλάδα. «Η κόρη μου είναι στην Ελλάδα και εγώ ζω έναν εφιάλτη. Θέλω να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης και να γυρίσω στο σπίτι μου», λέει, αποκαλύπτοντας τη συναισθηματική και ψυχολογική κούραση που νιώθει, ενώ συνεχίζει να ελπίζει σε μια γρήγορη λύση της υπόθεσης και την επιστροφή της στην πατρίδα.