Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Οι αμερικανικές εκλογές ήταν στις συζητήσεις όλων μας. Οι προβληματισμοί που είχαν να κάνουν με την οικονομία, τις αμβλώσεις, το μεταναστευτικό, την πολιτική ορθότητα έδειχναν το μεγάλο πλήγμα που έχει δεχθεί το κοινό αφήγημα για το «αμερικάνικο όνειρο». Οι περισσότεροι περίμεναν μια μικρή υπεροχή του Τραμπ. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που περίμεναν τόσο ξεκάθαρο αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας και μάλιστα από τόσο νωρίς. Ακόμη πιο ελάχιστοι ήταν σίγουρα όσοι ανέμεναν πως ο Ντόναλντ Τράμπ θα αύξανε τα ποσοστά του σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές και ιδιαίτερα στα ειδικά εκλογικά κοινά των μειονοτήτων. Λατίνοι και Αφροαμερικάνοι κάποιων πολιτειών συντάχθηκαν στο πλευρό του, αλλάζοντας την εικόνα των αποτελεσμάτων του 2020.
Αυτό που τελικά αποτυπώθηκε ήταν ότι οι εκλογείς προτίμησαν την αλλαγή του πολιτικού τους καθεστώτος, επαναφέροντας έναν νέο Τραμπ στην εξουσία. Ασφαλώς οι λόγοι που οδήγησαν στην εν λόγω επιλογή δεν είναι μονοσήμαντοι. Όλοι γνωρίζαμε ότι η υποψηφιότητα της Κάμαλα Χάρις ήταν πιο αδύναμη. Όλο το προηγούμενο διάστημα ωστόσο, με τον Μπάιντεν να έχει τα γνωστά προβλήματα υγείας, αποτυπωνόταν στις δημοσκοπήσεις ο φόβος των Αμερικανών να στηρίξουν για πρόεδρο ένα άτομο με την πιθανότητα να αντικατασταθεί στην πορεία από την Χάρις, η οποία εμφανιζόταν πολύ λιγότερο δημοφιλής. Η παρατεταμένη καθυστέρηση του Μπάιντεν και στο τέλος η πρόκριση της Καμάλα και όχι κάποιου χαρισματικού υποψηφίου ήταν η μια αιτία του αποτελέσματος.
Η άλλη έχει να κάνει κυρίως με την οικονομία και βρίσκει την αποτύπωσή της στην ακρίβεια της καθημερινότητας. Η αλήθεια είναι ότι η οικονομία αποτέλεσε κεντρικό προεκλογικό πρόσταγμα, παρά το γεγονός ότι το τελευταίο τετράμηνο το ακαθάριστο εθνικό προϊόν της αμερικανικής οικονομίας έχει αυξηθεί με έναν ρυθμό ανάπτυξης 2,8%. Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος αρκεί και μόνο να σκεφτεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση απέχει πολύ από αυτή την εντυπωσιακή επίδοση. Ωστόσο είναι άλλο πράγμα τα νούμερα να ευημερούν και η Αμερική να έχει πολύ χαμηλή ανεργία και άλλο ο μέσος Αμερικάνος να πρέπει να πληρώσει 30 δολάρια για ένα σάντουιτς και έναν καφέ σε ένα μαγαζί μιας μέσης αλυσίδας. Η ακρίβεια των ΗΠΑ, λοιπόν, ήταν ο πρώτιστος παράγοντας.
Ο άλλος ήταν η εξέγερση απέναντι στην πολιτική ορθότητα. Κανείς δεν εναντιώνεται απέναντι στα δικαιώματα των ατόμων. Είναι όμως πέρα από κάθε λογική να βλέπεις εικόνες από ένα διαλυμένο Σαν Φρανσίσκο που έχει υποστεί τις ιδεοληψίες των κυβερνώντων του και άλλο να υποστηρίζεις τον φιλελευθερισμό. Ο φιλελευθερισμός εκκινεί από την προσωπική αξία του κάθε ατόμου, από την αξιοκρατία.
Όταν αυτή η αφετηρία παύει να υπάρχει και στη θέση της τοποθετείται η αναγκαιότητα της μοιρασιάς σε λευκούς ή αφροαμερικάνους ή λατίνους τότε είναι βέβαιο ότι ακόμη και η Boeing θα καταρρεύσει.
Η πολύπλευρη πολιτική κρίση ενέχει στον πυρήνα της μια ουσιώδη συστημική κρίση που ο μέσος πολίτης τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη δεν μπορεί να αποδεχτεί. Το αποτέλεσμα των εκλογών πρόταξε την ανάγκη ενός κράτους δικαίου με ισχυρή οικονομία και αρχές φιλελευθερισμού. Όσο για τις ελίτ ήταν ένα ηχηρό μήνυμα να επανασυνδεθούν με τους απλούς ανθρώπους που χρειάζονται τους θεσμούς όταν νιώθουν ότι απειλούνται.