Την ανάγκη το υπό ανέγερση Μουσείο Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη, να το αντιληφθούμε ως αποστολή υπέρ της Δημοκρατίας, σε μία εποχή που η Δημοκρατία, αμφισβητείται όσο ποτέ άλλοτε τις τελευταίες δεκαετίες, τόνισε ο ομοσπονδιακός Πρόεδρος της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, στο περιθώριο της σημερινής του επίσκεψης στον χώρο του υπό ανέγερση Μουσείου, μαζί με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Η απόφαση του γερμανικού κράτους να συμμετάσχει στην υλοποίηση του Μουσείου
Όπως σημείωσε ο Γερμανός πρόεδρος:
«Σήμερα στεκόμαστε στο σημείο αυτό, όπου διαδραματίστηκε αυτή η φρίκη, εδώ στον πρώην σταθμό έγινε ο εκτοπισμός τόσο πολλών Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, που μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της ανατολικής Ευρώπης. Όποιος στέκεται και μιλάει εδώ ως πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας νιώθει γεμάτος ντροπή»
Αναφέρθηκε ακόμα, στην απόφαση του γερμανικού κράτους να συμμετάσχει στην υλοποίηση του Μουσείου.
«Η μνήμη δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στα λόγια αλλά πρέπει να να λάβει “σάρκα και οστά” για τις επόμενες γενιές, γι’ αυτό αποφασίσαμε από τη γερμανική πλευρά να συμμετάσχουμε στην υλοποίηση ενός μουσείου -κι εδώ πίσω μου υλοποιείται ένα Μουσείο Ολοκαυτώματος που θα είναι αφιερωμένο όχι μόνο στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης αλλά κι από όλη την Ελλάδα»
Χαίρομαι», πρόσθεσε, «που μετά από χρόνια σχεδιασμών και δύσκολων διαδικασιών αδειοδότησης οδεύουμε προς την υλοποίηση του έργου. Έγιναν ήδη οι εργασίες θεμελίωσης και βλέπω με χαρά αυτό το φιλόδοξο πρόγραμμα να οδηγεί έως το 2027 στην υλοποίηση του έργου. Ελπίζω έτσι να γίνει πραγματικότητα και η επιθυμία των επιζησάντων -δύο εκ των οποίων συναντήσαμε σήμερα (σ.σ. τη Ρίνα Ρεβάχ και τη Ρόζη Σαλτιέλ) – να αποκτήσουν ένα μόνιμο μνημείο για τον πόνο που βίωσαν».
Στην επισήμανση δημοσιογράφου γερμανικού μέσου ενημέρωσης ότι επισκέπτεται συχνά μέρη όπου διέπραξαν εγκλήματα οι ναζί, ο Γερμανός πρόεδρος σημείωσε:
«Υπάρχουν πολλά μέρη εδώ στην Ελλάδα και αξίζει να τα θυμόμαστε γιατί μόνο έτσι παραμένει ζωντανή η μνήμη των θυμάτων. Δεν είναι μόνο οι αριθμοί αλλά πρέπει να δείξουμε ότι πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν πρόσωπα, ονόματα, μοίρες και συγγενείς που μοιράζονται έως τη δεύτερη και τρίτη γενιά τον πόνο των γονιών και των παππούδων τους».