Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
«Την ιστορία την συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία, που ο χρόνος τ’ αποχωρίζει. Μια σειρά γεγονότα και ένα άρωμα εποχής. Το πρώτο, τα γεγονότα, μπορείς να τα αποκαταστήσεις ακόμη και ύστερα από αιώνες. Το δεύτερο όχι. Χάνεται, πετάει μαζί με την στιγμή. Ακόμη κι εκείνοι που το ένιωσαν -όπως και όσο νιώθει κανείς το παρόν- ακόμα και αυτοί χάνουν την αίσθησή του όταν το πάρει ο άνεμος του Χρόνου» γράφει ο Άγγελος Τερζάκης στο βιβλίο του Ελληνική Εποποιία 1940-1941, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1964.
Η αγωνία των στρατιωτών να διατηρήσουν ζωντανή τη μνήμη του αγώνα τους και τις θυσίες των νεκρών συμπολεμιστών τους καταγράφεται από τους ίδιους γλαφυρά στα ημερολόγιά τους, καθώς θεωρούν χρέος τους την αποφυγή της λησμονιάς.
«Όχι πως δεν υπάρχουν ιστορίες του ελληνοϊταλικού πολέμου: υπάρχουν, και αξιόλογες. Αλλά εκείνο που λείπει είναι ένα βιβλίο δίχως αξιώσεις, προσιτό στον μέσο αναγνώστη, τον ανειδίκευτο στα στρατιωτικά, στα διπλωματικά, και που διαβάζεται άνετα. Δεν ξέρω αν μπόρεσα να το δώσω. Πρέπει να πω ότι θέλησα να προλάβω προτού αποχωρήσει από τη ζωή η γενιά των μαχητών και χαθεί έτσι ανεπανόρθωτα η άχνα των ανθρώπων που έκαμαν την Ιστορία» γράφει στο ίδιο του βιβλίο ο Τερζάκης.
Τα ημερολόγια των αγωνιστών, των απλών ανθρώπων αποτέλεσαν έκτοτε τον καρπό της αντίστασης ενάντια στον χρόνο και τη λήθη.
Μέσα από τις σελίδες τους, που ξεκινούν από την πρώτη κιόλας ημέρα τις επιστράτευσης, διαβάζουμε το ήθος μιας ολόκληρης εποχής.
Την ηθική εκείνη ανάταση που δημιούργησε το πολεμικό κλίμα των ένδοξων ημερών που ακολούθησαν.
Και αν για εμάς σήμερα είναι γνωστή η έκβαση του πολέμου, αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι πίστευαν όλοι στη νίκη των ελληνικών στρατευμάτων από την πρώτη στιγμή.
Η αντιμετώπιση του ισχυρού και άρτιου ιταλικού στρατού μόνο με ενθουσιασμό, άλλα όχι με λογική μπορούσε να αντιμετωπιστεί.
Δεν είναι τυχαίο ότι σταδιακά η ευχή «Με τη νίκη» άρχισε να αποκτά άλλη υπόσταση και να μετατρέπεται σε μια διαμορφούμενη σκέψη.
Ούτε ο ίδιος ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν αισιόδοξος. Προκύπτει άλλωστε ξεκάθαρα από το ημερολόγιό του, παρά το γεγονός ότι τον ανέμενε καιρό τον πόλεμο και τον θεωρούσε μάλιστα αναπόφευκτο.
Την επομένη μέρα της έναρξης του πολέμου γράφει την ανησυχία που του προκαλεί «η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη».
Για τον λόγο αυτό ο Μεταξάς πίστευε ότι «η Ελλάς δεν πολεμά διά την νίκην. Πολεμά διά την Δόξαν. Και διά την τιμήν της.»
Δύο μόλις μέρες μετά την επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου, στις 30 Οκτωβρίου 1940, δήλωνε στους δημοσιογράφους:
«Δεν σας κρύβω κύριοι ότι η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Μας περιμένουν μάλιστα μεγάλες δοκιμασίες […] Ξέρω με βεβαιότητα ότι από τη φοβερή αυτή δοκιμασία η Ελλάς θα υποφέρει. Ξέρω, όμως, επίσης με βεβαιότητα ότι θα εξέλθει όχι μόνο ένδοξος, αλλά και μεγαλύτερη… Υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει αν θέλει να μείνει μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήσει, έστω και χωρίς καμμιάν ελπίδαν νίκης. Μόνον διότι πρέπει. Γνωρίζω ότι ο ελληνικός λαός θα ήτο αδύνατον να δεχθεί άλλο τι αυτή τη στιγμή».