Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Γράφει ο ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός Κωνσταντίνος Μπούρας
Μέσα σε μόλις δύο αιώνες περάσαμε από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση του ατμού και της άκρας επιστημονικής εξειδικεύσεως στην τέταρτη ρομποτική τεχνολογική επανάσταση τής τεχνητής νοημοσύνης και σε λίγο στην Πέμπτη Κβαντομηχανική Επανάσταση τής αμέσου διαπιδύσεως τής Πληροφορίας.
Η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός, τα ιδανικά τής Ιπποσύνης, η Δικαιοσύνη, η Ισότητα, η Ελευθερία (και δη τής εκφράσεως) επαπειλούνται από τα fake news και την έλλειψη συναισθήματος.
Το αίσθημα Δικαίου είναι έμφυτο σε όλα τα έλλογα όντα, από την εποχή τής σοφόκλειας Αντιγόνης μέχρι σήμερα.
Η αρχαία τραγωδία έθεσε το πρόβλημα τής εκδίκησης και έως πού φτάνει, ποια είναι τα όριά της.
Χριστιανισμός, Βουδισμός, New Age θεωρίες ομίλησαν και ομιλούν για την συγχώρεση, ως ανεκτικότητα, συμπερίληψη, μοίρασμα τού ίδιου χωροχρόνου με τους διαφορετικούς, τους «ξένους», τους αλλότριους, ανεξαρτήτως φύλου, πεποιθήσεων, ιδεών και ιδεοληψιών.
Ο Δυτικός Πολιτισμός μετεξελισσόμενος και περνώντας το μεταίχμιο προς την επόμενη αναγεννησιακή φάση του αξιοποιεί την ετερότητα ως δυνάμει δημιουργικότητα, υπό τον όρον ότι οι κοινωνικές δομές και οι πολιτικοί θεσμοί το επιτρέψουν. Ανάλογα με το βαθμό συμπεριληπτικότητας και συνδημιουργικότητας οι ελεύθερες πολιτείες εξελίσσονται ομαλά (αν και με κάποιους κραδασμούς κυματικής φύσεως) προς ένα δικαιότερο, φωτεινότερο μέλλον.
Κάθε δράση γεννά αντίδραση. Η απανθρωποποίηση που επιβάλλει η εντατικοποίηση τής τεχνολογικής προόδου, το άγχος της ανταγωνιστικότητας, η ανασφάλεια τής οικολογικής ανισορροπίας, η διακυβευόμενη αειφόρος ανάπτυξις, αντισταθμίζεται λογικά με την απόδραση προς παλαιότερες, διόλου ιδανικές, αλλά περισσότερο προβλέψιμες πολιτισμικές φάσεις.
Τα πολιτιστικά προϊόντα στην περίοδο τού υπερκαταναλωτικού ευδαιμονικού βρίθουν serial killers, κακοποιήσεων παντός τύπου (ακόμα και με το πρόσχημα τής καταγγελτικότητας). Η εντροπία τού συστήματος έχει φτάσει προ πολλού στο ζενίθ της.
Έτσι, ταινίες σαν αυτή που μας θυμίζει την παιδική ηλικία τής τεχνολογικής «Κοινωνίας τής Αφθονίας», που μιλάνε για τους τελευταίους Ναΐτες ιππότες και για τα ιδανικά τής ιπποσύνης, αξιολογούνται από την «επίσημη» κινηματογραφική κριτική με ελάχιστα αστεράκια, γιατί δεν εντάσσονται στο main stream, δεν εξυπηρετούν τον ομοιοπαθητικώς επιτονιζόμενον πανικό μας, δεν οδηγούν σε περαιτέρω υπερκατανάλωση αγχολυτικών, κατευναστικών, χημικών τοξικών παραισθητικών παρασκευασμάτων.
Ο πολιτισμός μας στις αρχές τού εικοστού πρώτου αιώνα έχει καταστεί παυσίλυπος, παυσίπονος, τραγελαφικός, αστάθμητος, ανελαστικός, ανορθολογικός.
Η πλαστικότητα μακραίωνων πολιτιστικών παραδόσεων (ειδικά στον γλωσσικό τομέα) αμφισβητείται, αποδομείται, παραγκωνίζεται, κονιορτοποιείται στην κιμαδομηχανή ενός αψυχολόγητου,
αυτοκαταστροφικού μεταμοντερνισμού. Η επιστροφή σε προηγούμενα χωροχρονικά συμφραζόμενα είναι αδύνατη, η Τέχνη όμως, η αφηγηματική μυθοπλασία είναι κατ’ εξοχήν πράξη φυγής, επιλογή εκτόνωσης τού κοχλάζοντος παγκοσμίου μείγματος ετεροτήτων.
Ως εκ τούτου ταινίες (σχεδόν τρίωρες) όπως «Ο Κόμης Μόντε Κρίστο – Le Comte de Monte-Cristo», γαλλοελβετική παραγωγή τού 2024 (διαρκείας 178 λεπτών τής ώρας) σε υπέροχα, ρέοντα γαλλικά (με ελάχιστη μείξη) άλλων γλωσσών λειτουργεί υπνωτικά, χαλαρωτικά, γαληνευτικά, ως «παραμυθία τής ανήμερης ψυχής μας».
Το κοινό τής πρώτης προβολής σε θερινό κινηματογράφο, απαρτιζόμενο από εκπροσώπους όλων των γενεών, κάθε ηλικίας και αποχρώσεως, έμεινε καθηλωμένο μέχρι τα μεσάνυχτα. Ουδείς, ουδεμία, ουδέν εγκατέλειψε τον έναστρο θόλο και την φωτεινή οθόνη με φόντο τον Λυκαβηττό.