Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Από όσα σημαντικά ή δευτερεύοντα είπε ο πρωθυπουργός στην ΔΕΘ, αυτό που κυριολεκτικά πέρασε στα «ψιλά» ήταν η απάντηση του για την Συνταγματική Αναθεώρηση. Την «έφαγαν» οι εξαγγελίες για τις αυξήσεις στις συντάξεις, οι επιδοτήσεις για την στέγη, οι μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών, το κυβερνητικό πρόγραμμα των 1000 ημερών, αλλά και η αποσαφήνιση των προθέσεων του κ. Μητσοτάκη για την προσωπική του πολιτική παρουσία. Πάντα έτσι γίνεται, τα καθημερινά, τα επείγοντα και τα φλέγοντα, επισκιάζουν τελικά τα μεγάλα, τα σημαντικά και τα μακροπρόθεσμα.
Όμως, η Αναθεώρηση του Συντάγματος ούτε είναι, ούτε θα έπρεπε να λογίζεται ως δευτερεύον ζήτημα. Το Σύνταγμα είναι ο καταστατικός χάρτης της χώρας, πάνω σ’ αυτό πατάνε οι τρείς διακριτές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική), ενώ οι ανελαστικές διατάξεις του ορίζουν τον τρόπο λειτουργίας του Πολιτεύματος μας και το εύρος μέσα στο οποίο μπορούν να κινηθούν οι θεσμοί της χώρας. Το να λειτουργεί μια χώρα δίχως να δίνει σημασία στο Σύνταγμα της, είναι σαν να βγούμε όλοι μαζί στον δρόμο με τα αυτοκίνητα μας, δίχως να υπάρχει Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας. Αν ένας νόμος κριθεί αντισυνταγματικός παύει αυτομάτως να ισχύει, αυτό και μόνο αποδεικνύει πόσο σοβαρό θέμα είναι οι συνταγματικές μας διατάξεις και η αλλαγή τους.
Ο πρωθυπουργός είπε ότι μέσα στο 2025 θα ανοίξει τον διάλογο για την Συνταγματική Αναθεώρηση. Για τους μη γνωρίζοντες, Συνταγματική Αναθεώρηση ονομάζεται μια μακρά διαδικασία που περιλαμβάνει δύο συνεχόμενες Βουλές (άρα με εθνικές εκλογές ανάμεσα τους), που καταλήγει στην κατάργηση, στην τροποποίηση ή στην αντικατάσταση άρθρων του ισχύοντος Συντάγματος, καθώς και στην προσθήκη νέων άρθρων σ’ αυτό αν κριθεί απαραίτητο. Για την έναρξη της αναθεωρητικής διαδικασίας, είναι υποχρεωτικό να έχουν περάσει κατ’ ελάχιστον πέντε χρόνια από την ολοκλήρωση της προηγούμενης Αναθεώρησης.
Η διαδικασία Αναθεώρησης έχει δύο στάδια. Στο πρώτο, η υπάρχουσα Βουλή συζητά και αποφασίζει ποιες διατάξεις του Συντάγματος χρειάζονται Αναθεώρηση. Αυτή ονομάζεται «προτείνουσα Βουλή». Η επόμενη Βουλή συζητά ξανά και αποφασίζει το περιεχόμενο αυτών των αλλαγών, αλλά αυστηρά στα άρθρα που είχαν προταθεί από την προηγούμενη. Αυτή είναι η «Αναθεωρητική Βουλή». Ο Συνταγματικός νομοθέτης απαιτεί ευρείες πολιτικές συναινέσεις για την Αναθεώρηση των άρθρων, έτσι ώστε πρόσκαιρες κυβερνητικές πλειοψηφίες να μην μπορούν να επέμβουν προς όφελος τους στον καταστατικό χάρτη της χώρας.
Σύμφωνα μ’ αυτή την λογική, κάθε άρθρο που τροποποιείται ή καταργείται ή θεσπίζεται, θα πρέπει τουλάχιστον μία φορά να έχει λάβει ευρεία πλειοψηφία 180 ψήφων. Και επειδή είναι μάλλον αδύνατο να υπάρξει κόμμα που σε δυο συνεχόμενες εκλογές θα διαθέτει πάνω από 180 βουλευτές, οι Αναθεωρήσεις έχουν έναν minimum πολιτικής συναίνεσης ανάμεσα τα κόμματα. Όσες διατάξεις λάβουν 180 ψήφους στην πρώτη Βουλή μπορούν να τροποποιηθούν με 151 ψήφους στην δεύτερη, ενώ όσες προταθούν για αλλαγή με απλή πλειοψηφία 151 ψήφων στην προτείνουσα Βουλή, είναι υποχρεωτικό να λάβουν 180 στην «αναθεωρητική» ώστε να τροποποιηθεί το περιεχόμενο τους. Υπάρχει φυσικά και ο αντίλογος. Αυτή η «βαριά» διαδικασία που προβλέπεται για κάθε αλλαγή, μετατρέπει την Συνταγματική Αναθεώρηση σε πεδίο πολιτικών υπολογισμών και συγκρούσεων, που συχνά αφήνει το Σύνταγμα της χώρας πίσω από τις ανάγκες των καιρών. Η λεπτή γραμμή ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο αποτελεί μόνιμη δοκιμασία της ωριμότητας του πολιτικού μας συστήματος.
Η προηγούμενη Συνταγματική Αναθεώρηση έγινε το 2019. Έχει λοιπόν περάσει η πενταετία, οπότε η κυβέρνηση μπορεί να ανοίξει το θέμα της Αναθεώρησης. Κανένας δεν ξέρει ποιες διατάξεις θα αποφασίσει ο πρωθυπουργός ότι χρειάζονται Αναθεώρηση, αυτό που ξεκαθάρισε είναι ότι δεν σκοπεύει να αλλάξει τις Συνταγματικά κατοχυρωμένες σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας. Είναι επίσης προφανές ότι θα σπεύσει να κατοχυρώσει Συνταγματικά το νομοθετικό by pass που έκανε για το θέμα μη κρατικών πανεπιστημίων. Η Αναθεώρηση του περιβόητου άρθρου 16 πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Από κει και πέρα, κανένας δεν ξέρει προς τα πού θα κατευθυνθεί η επόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση, ποια άρθρα θα προτείνει για αλλαγή και ποια υποδοχή θα έχουν αυτές οι προτάσεις από τα υπόλοιπα κόμματα.
Ιστορικά κοιτάζοντας το θέμα, διαπιστώνουμε ότι κάθε Αναθεώρηση ερχόταν να αλλάξει Συνταγματικές ρυθμίσεις που τα προηγούμενα χρόνια είχε αποδειχθεί στην πράξη ότι προκαλούσαν δυσλειτουργίες στην ομαλότητα του πολιτεύματος, είτε ότι υπηρετούσαν πολιτικές σκοπιμότητες που ξεπεράστηκαν, είτε ότι προκαλούσαν το δημόσιο αίσθημα και έπρεπε να αλλάξουν.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα ακόλουθα. Το Σύνταγμα του 1975 που άλλαξε την Βασιλευομένη σε Προεδρική Δημοκρατία (μετά το δημοψήφισμα του 1974), προέβλεπε υπερεξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και προφανώς υπηρετούσε τα προσωπικά σχέδια του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την μετάβαση του στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου μείωσε τις υπερεξουσίες του Προέδρου με την Αναθεώρηση του 1986.
Στην αναθεώρηση του 2001, επειδή οι κυβερνήσεις άλλαζαν προς όφελος τους τους εκλογικούς νόμους λίγους μήνες πριν στηθούν κάλπες, προβλέφθηκε ότι κάθε καινούριος εκλογικός νόμος θα ισχύει όχι στις επόμενες αλλά στις μεθεπόμενες εκλογές. Στην ίδια Αναθεώρηση, επειδή είχε ξεσηκωθεί πολλή μουρμούρα για τους βουλευτές που αξιοποιούσαν την πολιτική τους ιδιότητα για να κάνουν παράλληλη επαγγελματική καριέρα, θεσπίστηκε το ασυμβίβαστο βουλευτικής θητείας και άσκησης επαγγέλματος.
Στην επόμενη αναθεώρηση του 2008, η διάταξη αυτή καταργήθηκε, καθώς πολλοί βουλευτές προτιμούσαν να παραιτηθούν από το πολιτικό τους αξίωμα παρά να εγκαταλείψουν το επάγγελμα τους. Στην ίδια αναθεώρηση υπήρξε κατ’ αρχή συμφωνία ανάμεσα σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για την αλλαγή του άρθρου 16 για την μη κρατική ανώτατη παιδεία, μια όμως εκ των υστέρων υπαναχώρηση του Γιώργου Παπανδρέου μετέθεσε το πρόβλημα για παραπάνω από μια δεκαπενταετία.
Στην Αναθεώρηση του 2019 τέλος, υπήρξε μια εκλογίκευση του περίφημου ακαταδίωκτου των πολιτικών προσώπων, καθώς οι πολίτες είχαν πεισθεί ότι οι πολιτικοί είχαν φροντίσει να είναι ουσιαστικά ατιμώρητοι για αδικήματα που σε κάθε άλλο Έλληνα πολίτη πρόβλεπαν ποινές. Θεσπίστηκε έτσι, το ακαταδίωκτο μόνο για την πολιτική δραστηριότητα των πολιτικών προσώπων. Στην ίδια αναθεώρηση έγινε προσπάθεια να αλλάξει η σχέση κράτους-εκκλησίας, αλλά δεν συγκέντρωσε την απαραίτητη πλειοψηφία.
Όσον αφορά την Αναθεώρηση που θα ξεκινήσει το 2025, επί του παρόντος δεν διαφαίνεται κάποιο μεγάλο θέμα που έχει αναγνωριστεί ως αδήριτη πολιτική ανάγκη ή ως κοινωνική απαίτηση, ώστε να αποτελέσει θέμα Συνταγματικής Αναθεώρησης. Με την ήδη λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων, η αλλαγή του άρθρου 16 πρέπει πλέον να θεωρείται τυπική, ενώ η μετατόπιση του πολιτικού χάρτη προς τα δεξιά είναι δεδομένο ότι δεν θα ανακινήσει το μέγα θέμα διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας. Κατά τούτο, μπορούμε να πιστεύουμε ότι η επικείμενη αναθεωρητική διαδικασία θα ξεκινήσει δίχως μεγάλες πολιτικές εντάσεις, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι είναι εύκολο να επιτευχθεί συναίνεση ακόμα και σε μικρότερα ή προφανή ζητήματα.