Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Γράφει ο ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός Κωνσταντίνος Μπούρας
Στην περίφημη σκηνή τού σαιξπηρικού «Άμλετ» όπου οι πλανόδιοι θεατρίνοι δασκαλεμένοι από τον ερασιτέχνη «θεατρικό συγγραφέα» πρίγκιπα τής μυθικής Δανιμαρκίας παίζουν ένα συμβολικώς κυριολεκτικό δράμα προκειμένου να ταράξουν τον φονιά σφετεριστή τού θρόνου (και της συζυγικής κλίνης) Κλαύδιο, η ανήσυχη βασίλισσα ρωτάει τον εκκεντρικό γιο της: «Και πώς λένε αυτό το έργο, παιδί μου;». «Ποντικοπαγίδα», της απαντάει εκείνος. Κι η Γερτρούδη βλέπει τον δεύτερο άντρα της να εγκαταλείπει την αυτοσχέδια σκηνή σαν να τον κυνηγούν φαντάσματα, γιατί αναπαριστάνεται εκεί η δική του μυστική (εν κρυφώ τε παραβύστω τελεσμένη) αδελφοκτονία.
Γιατί ξαναβλέπουμε τον «Οιδίποδα τύραννο» και τον «Άμλετ» χωρίς σταματημό, ενώ «ξέρουμε ποιος είναι ο δολοφόνος;».
Γιατί είναι αμφότερα τα τέλεια δικαστικά δράματα. Η Θέμις-Νέμεσις αποδίδει συμπαντική Δικαιοσύνη με απρόβλεπτους «μεταφυσικούς» τρόπους. Ο Τειρεσίας στο σοφόκλειο δράμα και το φάντασμα τού σκοτωμένου στο αθάνατο σαιξπηρικό μεγαλούργημα λειτουργούν με έναν μη νοησιαρχικό τρόπο κι απευθύνονται στο δεξί ημισφαίριο τής λογοκρατούμενης χρηματοθηρικής Ανθρωπότητας.
Πιστεύω ακράδαντα ότι την δική της «Ποντικοπαγίδα» η Αγκάθα Κρίστι από αυτά τα δύο αριστουργήματα την εμπνεύστηκε διακειμενικώς, βουτώντας στα απάρθενα διακειμενικά ρεύματα που συνεχώς μεταμορφώνονται πρωτεϊκώς.
Η «τραγική ειρωνεία» που προκαλεί διαδοχικές ανατριχίλες σε κάθε θεατή είναι ότι ο Οιδίποδας καταριέται τον εαυτό του, κυνηγάει, καταδικάζει τον εαυτό του και – στο τέλος – βγάζει τα μάτια του μόνος του! Κάτι που δεν θα μπορούσε να πράξει χωρίς παραισθησιογόνο ουδένα έλλογον έμβιον ον.
Από την άλλη, ο Άμλετ «τρελαίνεται» όταν σε έναν κόσμο λογικών επικρατεί το συμφέρον, η συνωμοσία σιωπής, η αναξιοκρατία και το δίκαιον τού ισχυροτέρου. Όμως ακόμα και στη ζούγκλα τα θηλαστικά αιλουροειδή έχουν έναν άγραφο υποσυνείδητο (ή μισοσυνειδητό) κώδικα τιμής. Για τα ψυχρόαιμα ερπετά δεν γνωρίζω…
Το μεγαλείο εδώ είναι πως και ο Οιδίπους Τύραννος και ο διάδοχος τού θρόνου τής Δανιμαρκίας δεν «κοιτάνε το (στενώς εννοούμενον) συμφέρον τους. Είναι τόσο θολωμένοι από την έμφυτη αίσθηση Δικαίου που πηγαίνουν με ηδονή στον αυτοκαταστροφικό χαμό τους.
Η λέξη «κατά-στροφή» στην αριστοτελική «Ποιητική» σημαίνει απλώς αλλαγή φοράς πλεύσεως («από τα ψηλά στα χαμηλά κι από τα πολλά στα λίγα»).
Όμως με απλή φιλοσοφημένη στωϊκότητα και λελογισμένη ελπίδα, ο Τροχός τής Τύχης από το ναδίρ ανεβαίνει πάλι στο ζενίθ, ανάλογα με τη συγχρονικότητα. Μόνον που τα εξαιρετικά, τα υπερβολικά, τα ηρωικά πνεύματα δεν αντέχουν να περιμένουν, είναι ιδιαίτερα αλαζονικά για να αντέξουν το κατρακύλισμα τού Σίσυφου κι επιταχύνουν επιδεινώνοντας τον χαμό τους. Εδώ ακριβώς διαφοροποιείται ο «μέσος θεατής», ο συνηθισμένος άνθρωπος που λειτουργεί βάσει τής «Κοινής Λογικής».
Γι’ αυτό βλέπουμε και ξαναβλέπουμε ετούτα τα δράματα: γιατί επιβεβαιώνουμε την ασφαλή εφησυχασμένη μετριότητα-μετριοπάθεια-μεσότητα-υποχωρητικότητα-διπλωματία-ανεκτικότητά μας.
Από τα αστυνομικά μυθιστορήματα τής Αγκάθα Κρίστι δύο είναι που ευτύχησαν (και ευτυχούν) σε αλλεπάλληλες κινηματογραφικές-τηλεοπτικές παραγωγές και θεατρικά ανεβάσματα:
«Το έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» και «Το έγκλημα στον Νείλο» (ουρές στους θερινούς κινηματογράφους για το φιλμ παραγωγής 1988).
Γιατί;
Ενδεχομένως γιατί αφορούν την προχριστιανική (μη βουδιστική) εκδοχή τής εκδίκησης («οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος»). Αυτή η παγανιστική, αρχαϊκή, αρχετυπική ενεργοποίηση τού ερπετοειδούς εγκεφάλου μιας Ανθρωπότητας που κινδυνεύει από τις ψυχρές και «αν-αίσθητες» ρομποτικές μηχανές.
Ο αναγεννησιακός καλλιτέχνης και εμπνευσμένος θεατράνθρωπος Θανάσης Σαράντος (βραβευμένος από την Ένωση Κριτικών για την σκηνοθεσία του αυτή) δίνει έναν Οιδίποδα διαχρονικό αλλά και ανθρώπινου, κλειστού (κλειστοφοβικού) αλλά και ανοικτού (ατέρμονος – μετά την συμβολική αυτοτύφλωσή του) χωροχρόνου, που μας καθηλώνει αιχμαλωτίζοντάς μας σε έναν αδιαπέραστο ιστό διαστημικής, υπερσυμπαντικής, πολυδιαστασιακής «αράχνης».
Σπάνιο κατόρθωμα, εάν αναλογιστούμε τα αλλεπάλληλα ανεβάσματα αυτού τού κλασικού έργου.