Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Γράφει ο ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός Κωνσταντίνος Μπούρας
Μένοντας κατ’ επιλογήν στην Αθήνα όλο το καλοκαίρι, είχα την ευκαιρία να ξαναδώ «κλασικές» αλλά και καινούργιες ταινίες συγκρίνοντας τη διαμόρφωση τού κινηματογραφικού γούστου μέσα σε έναν αιώνα.
Βλέποντας παραδείγματος χάριν στον ατμοσφαιρικό θερινό σινεμά Εκράν τής γειτονιάς μου σε συνδυασμό (βραδινή-νυχτερινή προβολή) μία αθάνατη ταινία τού Χίτσκοκ με ένα πρόσφατο αστυνομικό-ψυχολογικό θρίλερ, κατέληξα αβίαστα στα πιο κάτω συμπεράσματα.
Όπως μάς πληροφορεί το ηλεκτρονικό Αθηνόραμα:
Η ταινία «Σιωπηλός Μάρτυς» (Rear Window) γυρίστηκε το 1954, έχει διάρκεια 112′ και κατατάσσεται στο είδος «θρίλερ». Πρόκειται για αμερικανική παραγωγή. Η Υπόθεση: «Καθηλωμένος στο διαμέρισμά του με σπασμένο πόδι, ένας φωτορεπόρτερ παρακολουθεί βαριεστημένα από το παράθυρό του τους γείτονες. Όταν όμως γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός φόνου ακριβώς απέναντι, προσπαθεί να εξιχνιάσει το έγκλημα με τη βοήθεια της αγαπημένης του».
Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ. Με τους: Τζέιμς Στιούαρτ, Γκρέις Κέλι, Θέλμα Ρίτερ.
Από το Αθηνόραμα επίσης μαθαίνουμε:
Η ταινία με τον αμετάφραστο τίτλο «Longlegs» είναι παραγωγής 2024, είναι έγχρωμη, διαρκεί 101′ (κατά τι συντομότερη από την προηγούμενη), κατατάσσεται στα έργα Τρόμου, πρόκειται για Καναδo-Αμερικανική παραγωγή και έχει μια αρκετά ενδιαφέρουσα «σκοτεινή» πλοκή: «Μια αστυνομική ντετέκτιβ αποκτά εμμονή με την υπόθεση ενός κατά συρροήν δολοφόνου, ώσπου συνειδητοποιεί ότι όσο εντρυφά σε αυτήν τόσο περισσότερο σφίγγει γύρω της ένας κλοιός που βάζει τη ζωή της σε κίνδυνο».
Σκηνοθεσία: Οζ Πέρκινς. Με τους: Μάικα Μονρό, Μπλερ Άντεργουντ, Νίκολας Κέιτζ…
Εδώ ακόμα κι ο φωτισμός είναι δυσοίωνος.
Στο χιτσκοκικό αριστούργημα τού 1954, η αισθητική είναι «παλ», διατηρείται το Ανθρώπινο Μέτρο, κυριαρχεί η Κοινή Λογική, επικρατεί η δημοκρατική αλληλεγγύη.
Ενώ, ακριβώς εβδομήντα χρόνια μετά, η μανιχαϊστική σύγκρουση Φωτός-Σκότους, Καλού-Κακού, περνάει μέσα από κώδικες, αποκρυφιστικά μοτίβα, μυστικιστικά σύμβολα και πρέπει ο ντετέκτιβ να είναι μέντιουμ, να έχει δείκτη ευφυίας πέρα από τον μέσο όρο, να είναι κάπως αλλόκοτος, απροσάρμοστος, εν μέρει αντικοινωνικός, ψυχανεμισμένος, νεραϊδοπαρμένος, αλλούτερος…
Μα τι συνέβη μέσα σε αυτά τα εβδομήντα χρόνια, αναρωτιέμαι; Εκτός από τους συνήθεις συζυγικούς φόνους και τις γκανγκστερικές εκτελέσεις αντιπάλων συμμοριών, πώς προέκυψαν όλοι αυτοί οι ψυχοπαθείς serial-killer, οι παντοειδείς «δαίμονος» που «χωραίνονται» και καβαλικεύουν τους μεθοριακούς ανθρώπους προτρέποντάς τους σε τερατωδίες που μόνον οι μυθικοί βάρβαροι θα μπορούσαν να επινοήσουν και να εκτελέσουν;
Μετά τον «Κώδικα ντα Βίντσι», την «Σιωπή των αμνών» και την «Ημέρα Ανεξαρτησίας» ο αφηγηματικός φακός πλάτυνε υπερβολικά συμπεριλαμβάνοντας ενδεχομένως άλλες διαστάσεις και παράλληλα σύμπαντα, που δεν ξέραμε (ή δεν θέλαμε να γνωρίζουμε) πως υπάρχουν.
Τι είναι όλος αυτός ο Τρόμος που μας ζώνει; Ξυπνήσανε οι καβαφικοί «Λαιστρυγόνες» και οι τερατώδεις Κύκλωπες κι από τα βάθη τού Συλλογικού Ασυνειδήτου επιπλέουν τώρα στην επιφάνεια με τους συνήθεις φελλούς;
Τι συνέβη στην Παγκόσμια Συλλογική Συνειδητότητα που χρειάζεται τέτοια εικονικά σκιάχτρα; Για ομοιοπαθητικούς δραματοθεραπευτικούς σκοπούς; Σαν φόβητρο για την επίτευξη τής μέγιστης κοινωνικής συνοχής αποσκοπώντας στην βελτίωση τής συνδημιουργικής αναπτυξιακής εξέλιξης;
Μήπως πάθαμε μιθριδατισμό; Μήπως κορεστήκαμε από τα επιτυχημένα έργα Τέχνης και επιχειρούμε να τα αναδομήσουμε αποδομώντας τα;
Ζούμε σε μία συνολική παρανοϊκή ψύχωση, εγκλωβισμένοι σε έναν ιδιότυπο Λαβύρινθο δίχως Μινώταυρο, αλλά με τον Θησέα να προδίδει πάντα τη σωτήρα του, την Αριάδνη, να την παρατάει στην Νάξο, βορά τού «σκοτεινού» θεού Διόνυσου, 13ου στο Πάνθεον των Ολυμπίων;
Και τι σημαίνει επακριβώς η τελετή λήξης των πρόσφατων παρισινών Ολυμπιακών Αγώνων;
Πολλά ερωτήματα τίθενται προς διερεύνησιν. Δεν είμαι φυσικά οπαδός των όποιων συνωμοσιολογικών θεωριών (μακριά από εμένα τέτοιες αμετροέπειες). Ως επιστήμων ερευνητής όμως, μελετώντας την μετεξέλιξη των κινηματογραφικώς, θεατρικώς, λογοτεχνικώς, καλλιτεχνικώς αξιοποιουμένων συμβόλων, προβληματίζομαι για το εάν ζούμε σε έναν ιδιότυπο «τεχνολογικό Μεσαίωνα» ή μήπως – αντιθέτως – η επικείμενη Αναγέννηση θα διευκολυνθεί από την Πληροφορική, την Ρομποτική, την Κβαντομηχανική;
Δεν έχω έτοιμες απαντήσεις, ερευνώντας όμως «χωρίς φόβο και πάθος» τα πολιτισμικά φαινόμενα μέσα από τα ευπώλητα πολιτιστικά προϊόντα τόσο των κυρίαρχων όσο και των περιθωριακών «πολιτιστικών βιομηχανιών», αναρωτιέμαι μήπως αυτός ο πνευματικός αναβρασμός είναι σαν την υπερχείλιση των δοκιμαστικών σωλήνων, σαν το «ξάφρισμα» στις παραδοσιακές κατσαρόλες όταν έβραζαν «παχιά», «ακάθαρτα» κρεατικά;
Θεωρώ ότι κάτι καλό θα βγει απ’ όλα αυτά. Η ελευθερία τής Έκφρασης είναι ασφαλής προϋπόθεσις πάσης Ελευθερίας. Πιστεύω πως ο άνθρωπος είναι «φύσει καλός κ’ αγαθός». Λογοτέχνες, καλλιτέχνες, πνευματικοί άνθρωποι, μέσα από την ενσυναίσθηση, την αλληλεγγύη, την αποδοχή τού Διαφορετικού θα διασφαλίσουν τις παγκόσμιες οικολογικές και ψυχολογικές ισορροπίες (κάτι που είναι αυτονόητο, αφού αυτές οι δύο πολιτισμικές συνιστώσες είναι αλληλένδετες και λειτουργούν ως «συγκοινωνούντα δοχεία»).
Ίδωμεν…