Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Τόσο η ατομική όσο και η συλλογική μνήμη επηρεάζονται από την πολιτική. Η μνήμη συναπαρτίζεται την ίδια στιγμή από δύο στοιχεία. Το ένα είναι αυτό που τα άτομα θυμούνται ή σε κάποιες περιπτώσεις έχουν την εντύπωση πως θυμούνται. Το άλλο αφορά στην επιδέξια προσπάθεια που καταβάλλεται από άτομα και πολιτικές ή κοινωνικές ομάδες προκειμένου να στερεωθεί μια μνήμη έτοιμη ως προς της ερμηνείες της. Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «μνημονική κοινότητα» ουσιαστικά ακροβατούμε ανάμεσα σε μια μνήμη που δεν είναι απόλυτα ατομική, αλλά την ίδια στιγμή δεν είναι και απόλυτα καθολική. Η ατομική μνήμη είναι αυτή που εκπορεύεται από την προσωπική εμπειρία του κάθε ατόμου.
Από την άλλη πλευρά η εξουσία έχει τα μέσα και τη δυνατότητα να μετατρέπει το αφήγημά της σε επίσημη ιστορία με πολλούς τρόπους. Άλλοτε ξαναγράφοντας την Ιστορία και άλλοτε αναδιαμορφώνοντας το κυρίαρχο αφήγημα. Η χρήση του παρελθόντος στη ρητορική των κομμάτων έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς αποκαλύπτει όλες τις εκδοχές της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν και τη διαδικασία με την οποία το παρελθόν εργαλειοποιείται για να υπηρετήσει το παρόν και το μέλλον. Σε περιόδους κρίσης μάλιστα, το παρελθόν είτε εξιδανικεύεται, οπότε ανακαλούνται από αυτό μόνο παραδείγματα προς μίμηση, είτε καταδικάζονται και αντλούνται από αυτό μόνο παραδείγματα προς αποφυγή, επιλογές και συμπεριφορές που οδήγησαν σε καταστροφικά αποτελέσματα και άρα δε θα έπρεπε ποτέ να επαναληφθούν.
Στην ελληνική πολιτική ζωή η Ιστορία έχει διαδραματίσει και εξακολουθεί να διαδραματίζει τεράστιο ρόλο καθώς η Ελλάδα είναι μια κοινωνία βαθιά προσανατολισμένη παρελθόν. Πολύ χαρακτηριστικά ένας από τους πιο σημαντικότερους στοχαστές του 20ου αιώνα, ο Γερμανός Ραλφ Ντάρεντολφ, είχε υποστηρίξει ότι οι Έλληνες και οι Πολωνοί είναι οι ευρωπαϊκοί λαοί που ζουν τόσο πολύ με την Ιστορία τους. Στην ουσία της πραγματικότητας, όμως, δεν υπάρχει κουλτούρα προβληματισμού για τον ρόλο του παρελθόντος. Υπάρχουν κάποιες ομάδες που προσπαθούν να επιβάλλουν ένα στενό πλαίσιο ερμηνείας του παρελθόντος. Και από την άλλη υπάρχει ο πολιτικός λόγος, οποίος υπηρετώντας την ιδεολογική του κατεύθυνση, είναι ανελαστικός και δεν επιτρέπει χώρο σε αφηγήματα που εκφεύγουν της θέσης του. Το αποτέλεσμα είναι τελικά η δημόσια έκφραση της Ιστορίας να παραπαίει.
Η αλήθεια είναι ότι τα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα που συνέβησαν στην Ελλάδα την περίοδο της οικονομικής κρίσης προκάλεσαν μια αναθεωρητική διάθεση. Αυτό, όμως, συμβαίνει κάθε φορά σε περιόδους μεγάλων κρίσεων. Πάντοτε τα άτομα αμφισβητούν τις βεβαιότητες του παρελθόντος τους. Η μεταπολιτευτική ιστορία τέθηκε στο προσκήνιο του προβληματισμού, προκαλώντας τα κεφάλαια της συλλογικής μνήμης. Η αναζήτηση ενός νέου αφηγήματος ήταν εκείνο που πρότασσε ως ανάγκη ο πολιτικός κόσμος αλλά και οι περισσότεροι πολίτες. Ειπώθηκαν και ακούσαμε πολλά. Όμως ό,τι είναι πολιτικά ελκυστικό δεν είναι απαραίτητα και ιστορικά ακριβές.
Δεν υπάρχει σήμερα κανείς που να αμφισβητεί ότι ο ψύχραιμος διάλογος μιας κοινωνίας με το παρελθόν της είναι σχεδόν άπιαστο εγχείρημα. Η πολιτική μνήμη τις περισσότερες φορές αναζητά εξιλαστήρια θύματα, την ίδια στιγμή που τα περισσότερα άτομα στρέφονται σε θεωρίες συνωμοσίας. Το αφήγημα του καθενός μπορεί με τον κατάλληλο χειρισμό να αναγορευτεί ακόμη και σε επίσημη Ιστορία.