Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει παρατηρηθεί μια «έκρηξη μνήμης», ένα άνευ προηγουμένου ενδιαφέρον στη διερεύνηση και την ερμηνεία της συλλογικής και της ατομικής μνήμης. Η χρήση του παρελθόντος στη διαδικασία συγκρότησης ταυτοτήτων τέθηκε στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος για να οδηγήσει τελικά τους μελετητές στο συμπέρασμα ότι το επιλεγμένο παρελθόν της μνήμης καθώς και οι τρόποι με τους οποίους τα άτομα αντιλαμβάνονται το παρελθόν τους συγκροτούν σε καίριο βαθμό τη συλλογική τους ταυτότητα στο παρόν.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κάθε φορά ανακαλούμε το παρελθόν επηρεασμένοι από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες βρισκόμαστε. Ωστόσο σε αυτή τη διαδικασία υπάρχει πάντα ένας έντονος υποκειμενικός χαρακτήρας καθώς διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετικές απόψεις για το ίδιο γεγονός ανάλογα με την πολιτική και κοινωνική ομάδα στην οποία είναι ενταγμένοι.
Οι συλλογικές αναπαραστάσεις του παρελθόντος, όμως, η εικόνα δηλαδή που έχει μια κοινωνία για το ίδιο της το παρελθόν προκύπτει ως προϊόν μιας πολυεπίπεδης και σαφώς περίπλοκης διαδικασίας επιλογής. Και αυτό γιατί στη συλλογική μνήμη επιλέγονται και καταγράφονται μόνο εκείνα τα γεγονότα που έχουν κάποια σημασία για το παρόν και ανταποκρίνονται στον τρόπο που σχεδιάζεται το μέλλον. Βέβαια στην περίπτωση του πολιτικού λόγου η παραπάνω θεωρητική παραδοχή δεν αρκεί για να ερμηνεύσει όλες τις πτυχές της χρήσης του παρελθόντος στην πολιτική ρητορική.
Ο λόγος, δηλαδή, για το παρελθόν, παρότι συγκροτείται στο παρόν, δεν προκύπτει μόνο ως αποτέλεσμα των αναγκών που υπαγορεύονται από την πολιτική συγκυρία. Στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα που προκύπτει από τη διαρκή αλληλεπίδραση μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, μεταξύ των γεγονότων αυτών καθ’ αυτών και της πολιτικής συγκυρίας στην οποία πραγματοποιείται η επίκλησή τους. Ιδιαίτερα μάλιστα σε περιόδους πολιτικών κρίσεων η ανάκληση του παρελθόντος προκύπτει αβίαστα, αναζητώντας από αυτό καθοδήγηση, παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης στον πολιτικό λόγο ανακύπτουν εξαιρετικά συχνά αυθαίρετες κατασκευές ερμηνειών, αφηγήσεων ή αναπαραστάσεων.
Αυτό συνέβη και στην ελληνική πραγματικότητα. Οι μεγάλες αντιπαραθέσεις της ατελείωτης δεκαετίας της χρεωκοπίας και των μνημονίων είχαν στη βάση τους έναν κοινό παρoνομαστή. Ήταν στη συντριπτική πλειονότητά τους διατυπωμένες με τέτοιο τρόπο που μετέτρεπαν σύνθετα προβλήματα σε δήθεν απλά διλήμματα, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο εύκολες αντιπαραθέσεις. Τα παραδείγματα αφθονούσαν: ήταν η κρίση ελληνική ή ευρωπαϊκή; Έφταιγε η νοοτροπία μας, το πολιτικό μας σύστημα από τη Μεταπολίτευση και έπειτα ή η διεθνής οικονομική συγκυρία; Τελικά τα χρήματα «τα φάγαμε» όλοι μαζί ή μια ομάδα διεφθαρμένων πολιτικών; Προκειμένου μάλιστα να ενδυθεί το ερμηνευτικό εγχείρημα με το απαραίτητο τεκμηριωτικό υλικό, ο πολιτικός κόσμος της χώρας αναζήτησε στην Ιστορία τις αιτίες που οδήγησαν στην οικονομική χρεοκοπία έναν εθνικά υπερήφανο λαό.
Το πατριωτικό αίσθημα φάνηκε να δέχεται ένα τεράστιο πλήγμα και η στροφή στο παρελθόν έφτασε να λάβει εμμονικές διαστάσεις όταν κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποι πριν από εννέα χρόνια, τέτοιες μέρες, αναζήτησαν στήριξη για την χρηματοπιστωτική χρεωκοπία της χώρας, ακόμη και στο αρχαίο κλέος.
Τα κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου επιχείρησαν μέσα από το δικό τους ιστορικό αφήγημα να θεμελιώσουν τη θέση τους σε μια κοινωνία που έδειχνε ανοιχτά να αμφισβητεί την αξιοπιστία των πολιτικών της εκπροσώπων. Τα ιστορικά γεγονότα όμως δεν υπαγορεύουν ποτέ από μόνα τους την ερμηνεία τους. Εκείνο που απαιτείται είναι το κατάλληλο λεξιλόγιο πάνω στο οποίο το έθνος θα κατανοήσει την κρίση του, τη συμφορά του, τη δυστυχία του ή την ευτυχία του.