Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δρ Κωνσταντίνου Μπούρα
Έχει χυθεί πολύ μελάνι (μεταφορικώς ομιλώντας), τα πληκτρολόγια έχουν πάρει φωτιά (ακριβέστερη ως έκφρασις) στα μετανεωτερικά χρόνια των παντοειδών κατεδαφιστικών αυτοκαταστροφικών εκπτωτικών αποδομήσεων για την τεχνητή διάσταση μεταξύ «παγκοσμιοποιήσεως» και «παραδόσεως». Βεβαίως και δεν είναι η πρώτη απόπειρα κοσμοκρατορίας που βιώνουμε στην Ιστορία τού Πολιτισμού.
Από τις αρχαιοελληνικές «πόλεις-κράτη» περάσαμε στην σύντομη παντοκρατορία τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, στην Ρωμαϊκή, στη Βυζαντινή, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και πάει λέγοντας. Πάντα το τοπικό βρίσκεται σε διαπολιτιστική ζύμωση με το «διεθνές». Όμως αντί να φανταζόμαστε μανιχαϊστικές συγκρούσεις και να δαιμονοποιούμε κάθε τι ειδικό νομίζοντας ότι έτσι πριμοδοτούμε το «γενικό», καλόν θα είναι να δούμε και να εξετάσουμε διαχρονικά, επιστημονικά τις όποιες μεταιχμιακές/μεταβατικές φάσεις εμπλουτισμού των πολιτισμικών φαινομένων, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα. Μιλάμε για «πολιτιστικές βιομηχανίες» (που αναγνωρίζονται από την Unesco και συν-χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση).
Μιλάμε για υπέρβαση των γλωσσικών συνόρων μέσα από το μουσικο-χορευτικό “physical theater” (απλή μετονομασία τής πανάρχαιας παντομίμας). Μιλάμε για τον αυτόματο μεταφραστή με την χρήση τεχνητής νοημοσύνης (AI). Μιλάμε για τους κβαντικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές τού αμέσου μέλλοντος που θα άρουν κάθε ανεπιθύμητη χρονοκαθυστέρηση. Ιλιγγιώδης επιτάχυνση όμως ΚΑΙ στην ολοένα εκτοξευόμενη προς το ζενίθ της θερμοδυναμική «εντροπία τού συστήματος» τείνουσα προς το άπειρον.
Αντίδοτο, νάμα και ίαμα σε αυτό το vertigo (κοινώς «ίλιγγο») τής τεχνολογικής μας μέθεξης είναι παραστάσεις όπως αυτή που σκηνοθέτησε η πολύπειρη θεατράνθρωπος Όλια Λαζαρίδου στο εμβληματικό «Παλαιό Πανεπιστήμιο» (στον περιφερειακό της Ακρόπολης, πίσω από το εκκλησάκι τής Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος, όπου μόνασε η Αγία Παρασκευή): «Θεόφιλος Sold. Ιλαροτραγωδία. Ένα έργο εμπνευσμένο απ´ τη ζωή του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ» σε κείμενο προσεκτικά κι ευεργετικά φιλοτεχνημένο από τον Σαμσών Ρακάς.
Η απλότητα τής αφήγησης, η αγνότητα τής μιμικής εκφραστικότητας, η αυθεντικότητα τής λαϊκής απεύθυνσης, η μουσική αρμονία τής ζωντανής ελληνικής λαλιάς (σε αντιδιαστολή με την «ξύλινη γλώσσα» των ψευτοδιανοουμένων, που διακωμώδησε ο Μολιέρος ως «σοφολογιότατους/τες»), τα απλά «φορητά» σκηνικά, τα καρναβαλικού τύπου κοστούμια, το όλο θεατρικό στήσιμο που θύμιζε τα μπουλούκια τού δέκατου ένατου αιώνα, μα πάνω απ’ όλα η έκδηλη προφορική δραματικότητα δημιούργησαν μία μαγική μεταίσθηση, όπου ο/η κάθε θεατής νιώθει ΚΑΙ είναι συνδημιουργός τού τελικού αισθητικού αποτελέσματος όπως σε όλα τα τελετουργικά δρώμενα συντελείται από αρχαιοτάτων χρόνων.
Η ζωντανή επί σκηνής μουσική, οι ελάχιστοι απαραίτητοι φωτισμοί, η διακριτικότητα τής θεατρικής σύμβασης που καθιστά το κοινό συναυτουργό και συνυπεύθυνο, μάς βγάζουν για λίγο από τις ψηφιακές οθόνες μας και μας υπενθυμίζουν πως η Μεγάλη Τέχνη έγινε με απλά υλικά και θετική, κοινωφελή πρόθεση.
Ας φτάσουμε κάποτε στο ύψος εκείνων των πάμφτωχων μη προνομιούχων γιγάντων κι ας ελπίσουμε μετά ότι ίσως – κάποτε – να δυνηθούμε ακόμα ΚΑΙ να τους ξεπεράσουμε.
Μέχρι τότε, ας απαλλαγούμε τουλάχιστον από το σύνδρομο κάποιων κακομαθημένων παιδιών που καταστρέφουν τα παιχνίδια τους αποδομώντας τα. Η Τέχνη είναι «παίγνιον» και δη φιλοσοφικόν.
Αναζητείστε το, αλλά μην τους καταζητήσετε!!! Κάποιες φορές νιώθω ότι πρέπει να προφυλάξουμε τους αξίους από τους μέτριους.
Ας μην μεμψιμοιρούμε. Κάτι καλό γίνεται πάντοτε στην Ελλάδα. Όλα τα φαινόμενα είναι δυναμικά. Η δράση γεννάει αντίδραση, διάδραση, ανάδραση, επίδραση… Εύπλαστη ελληνική γλώσσα. Όπως ο γλαφυρός χρωστήρας τού «αγίου» λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου.
Μόνο το αυθεντικό, το γνήσιο, το αυθόρμητο, το εμπνευσμένο διαρκεί. Ευτυχώς. Τα λοιπά υποπροϊόντα τής παρακουλτούρας προορίζονται για ανακύκλωση και λίπασμα στα ενεργοπληροφοριακά χωράφια τού Πανδαμάτορα Χρόνου. Γι’ αυτό ας μην απελπιζόμαστε. Φτάνει να εξασκούμε καθημερινώς την κριτική μας σκέψη σε συνδυασμό με την ενσυναίσθητη Φιλότητα.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Κείμενο: Σαμσών Ρακάς. Σκηνοθεσία: Όλια Λαζαρίδου. Παίζουν: Αιμιλιανή Σταυριανίδου, Αριάδνη Κωσταντακοπούλου. Σκηνικά – κοστούμια: η ζωγράφος Κατερίνα Γιάννακα. Φωτισμός: Θωμάς Οικονομάκος